Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα σέ συνέχεια τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας προβάλλει το ἱερό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁποῖος κυριάρχησε τον 14ο αἰῶνα και ὡς ἄλλος πνεματικός Ἄτλας σήκωσε στους ὤμους του τήν Ὀρθοδοξία και διέσωσε την πίστη και τη ζωή Της ἀπό την μανία τῶν αἱρετικῶν
Kατά τήν ἐποχή ἐκείνη κάποιοι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἀπό τη Δύση ἀμφισβήτησαν τήν δυνατότητα, τήν ὁποία ἔχουμε ὡς Χριστιανοί, νά ἐρχόμαστε σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἔτσι ἀποτέλεσαν τήν συνέχεια τῶν αἱρετικῶν τῶν προηγουμένων αἰώνων, οἱ ὁποῖοι ἐπιχείρησαν νά ἐμφανίσουν τή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πνευματική προσπάθεια τῶν πιστῶν, κυρίως ὡς μιά συναισθηματική καί λογική διεργασία, παρά ὡς μιά ἐμπειρία σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅπως ἐμφατικά κηρύσσεται τόσο μέσα ἀπό την Ἁγία Γραφή, ὅσο και μέσα ἀπό την Ἱερά Παράδοση.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ μία ὁμιλία του ἀναδεικνύει τη σπουδαιότητα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ βιώματος, λέγοντας ὅτι και αὐτή ἀκόμη «ἡ πίστη ὠφελεῖ τον ἄνθρωπον, μόνο ὅταν πολιτεύεται κατά την χριστιανική του συνείδηση και καθαρίζει τον ἑαυτό του με ἐξομολόγηση και μετάνοια». (βλ. Ὁμιλία 30ή PG 151,185A)
Ἑρμηνεύοντας μάλιστα τη σημερινή εὐαγγελική περικοπή τῆς θεραπείας τοῦ Παραλύτου, ἀναφέρεται στην ἀναγκαιότητα τῆς ἐξομολογήσεως, ἐπισημαίνοντας ὅτι οἱ τέσσερις φίλοι πού τον μετέφεραν στον Χριστό εἶναι οἱ τέσσερις βασικές προϋποθέσεις τῆς μετανοίας.
Σέ ἄλλο σημεῖο τῶν ὁμιλιῶν του ἀναφέρει ὅτι: «Μετάνοια σημαίνει να μισήσεις την ἁμαρτία και να ἀγαπήσεις την ἀρετή, να ξεφύγεις ἀπό το κακό και να πράττεις το ἀγαθό. Και τοῦτο ὥστε μέσα ἀπό την μετάνοια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀγαθή πρόθεση και ξεμακραίνει ἀπό την ἁμαρτία, να φθάνει στον Θεό» (βλ. Ὁμιλία 3η , PG 151,44B)
Ὁ πιστός Χριστιανός ὅμως δέν πρέπει νά στηρίζεται στόν ἑαυτό του, οὔτε νά ἀναβάλλει τήν μετάνοιά του, οὔτε νά περιμένει νά ἀρρωστήσει ἤ νά γηράσει γιά νά ἐξομολογηθεῖ. Ὅπως δέν πρέπει ποτέ νά ἀπελπίζεται γιά τίς ἁμαρτίες του, γιατί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντο καί ξεπλένει τήν ψυχή ἀπό κάθε ἁμαρτία, πού ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, πάντως εἶναι μικρότερη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί ἄρα χάνεται μέσα σ’αὐτό. Γι’ αὐτό, ὅσο ζοῦμε πάνω στή γῆ, πάντοτε ὑπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς μετανοίας.Εἶναι κι ἐδῶ χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού λέει: «Φέρε στό νοῦ σου τήν σπίθα τῆς φωτιᾶς, καθώς πέφτει στό πέλαγος. Μήπως μπορεῖ νά συνεχίσει νά καίει ἤ νά φανεῖ κάπου; ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν συμβαίνει μέ τήν σπίθα, πού πέφτει στό πέλαγος καί ἐξαφανίζεται, ἀκριβῶς τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν συναντᾶ τό πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Ἤ μάλλον δέν συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἴδιο, ἀλλά κάτι πολύ ἀνώτερο. Διότι καί τό πέλαγος ὅσο μεγάλο κι ἄν εἶναι ἔχει μέτρο καί ὅρια. Ἡ φιλανθρωπία ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη.» (Ὁμιλία περί μετανοίας, PG 49.337.40)
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πέρα ἀπό τούς λόγους καί τίς συμβουλές χειραγωγεῖ τίς ψυχές στήν μετάνοια καί μέσα ἀπό τήν λατρευτική της ζωή. Καί μόνο τό «Κύριε ἐλέησον» νά σκεφθεῖ κανείς, πού συνεχῶς ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε Ἀκολουθία, ἀρκεῖ γιά νά ἐννοήσει τήν παιδαγωγία τῆς Ἐκκλησίας πρός μετάνοια τῶν πιστῶν.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Αὐτήν την ἁγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἄς προγραμματίσουμε ἐγκαίρως την ἐξομολόγησή μας. Ἄς θέσουμε ὅλοι τον ἑαυτό μας κάτω ἀπό το πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ, γνωρίζοντας ὅτι δι’ αὐτοῦ ὁ Χριστός ἐκδέχεται την ἐξομολόγησή μας και παρέχει την ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἄς βάλουμε στόχο ἀπό ἐφέτος να κοινωνοῦμε ἐξομολογημένοι, συμπληρώνοντας τον ἀγῶνα τῆς προσευχῆς και τῆς νηστείας μας.
Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά νά ζεῖ ὁ Χριστιανός τήν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή του. Ὁ τρόπος νά ζητεῖ τήν ἀπαραίτητη βοήθειά του γιά νά ἀποτινάσσει τόν ζυγό τῆς ἁμαρτίας. Ἡ εὐκαιρία νά παραμένει στόν Παράδεισο, ὅπου μᾶς ἔβαλε καί πάλι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν σταυρική θυσία καί τήν Ἀνάστασή του, ὅπως ἔκανε μέ τόν εὐγνώμονα Ληστή. Ὁ Ληστής πάνω τόν σταυρό ἐξομολογήθηκε τίς ἁμαρτίες του, ἀναγνώρισε τήν ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητά Του καί ἔλαβε τήν ἄφεση, ἐπιτυγχάνοντας τήν εἴσοδό του στόν Παραδεισο.
Τοῦτος ὁ Παράδεισος εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ὅπου βιώνουμε τήν παρουσία τοῦ Κυρίου μας, ὡς Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ. Αὐτήν τήν ἐμπειρία ἔχουν οἱ Ἅγιοι κάθε ἐποχῆς καί ὑπομένουν στερήσεις, κακουχίες, ταλαιπωρίες, διωγμούς, βάσανα καί μαρτύρια προκειμένου νά κερδίσουν τόν Χριστό καί νά μείνουν γιά πάντα μαζί Του.
Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα μέσα ἀπό τον ὑμνολογικό Της πλοῦτο μᾶς ὑπενθυμίζει την πτώση τῶν Πρωτοπλάστων και την ἔξωσή τους ἀπό τον Παράδεισο, πού σήμανε ταυτόχρονα τον πνευματικό θάνατο τοῦ Ἀδάμ και τῆς Εὔας και μέσῳ αὐτῶν την πνευματική νέκρωση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ ἄνθρωπος μακρᾶν τοῦ Θεοῦ γυμνώθηκε ἀπό την θεία Χάρη, στράφηκε στην κτίση κι ἐκφυλίσθηκε ψυχοσωματικά, με ἀποτέλεσμα να ὑποδουλωθεῖ στα ὑλικά ἀγαθά και τίς αἰσθήσεις του.
Γι’ αὐτό και σήμερα ἀκούσαμε ἀπό τον Ἀπόστολο Παῦλο να ἐπισημαίνει μέσα ἀπό την προς Ῥωμαίους ἐπιστολή του τον δρόμο, πού χάραξε ὁ Θεός στην ἄπειρη ἀγάπη Του για τήν ἐπιστροφή μας στο «ἀρχαῖον κάλλος», ὅπως ἀκοῦμε να ψάλλεται με ἀγωνία στα νεκρώσιμα εὐλογητάρια, ὅταν προσευχόμαστε για τη σωτηρία τοῦ ἀποθανόντος.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μάλιστα χρησιμοποιεῖ μια ἐκφραστική εἰκόνα λέγοντας: «Ἄς ἀφήσουμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους κι ἄς ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός». Το να ἐγκαταλείψεις και να ἀποστραφεῖς τά σκοτεινά ἔργα καί να ἀναλάβεις τά ὅπλα τοῦ φωτός εἶναι αὐτό, πού ὀνομάζουμε κάθαρση στην Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα και συνοψίζεται στον ἀγῶνα κατά τῆς ἁμαρτίας.
Ὡς ἔργα τοῦ σκότους ἀναφέρονται πολλές κοσμικές συνήθειες, γνωστές και σήμερα, ἄν σκεφθοῦμε τά ὅσα διεκτραγωδοῦνται κατά τις ἡμέρες τοῦ «καρναβαλιοῦ». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δεν κρύβει τά λόγια του και ὁμιλεῖ ξεκάθαρα για κώμους, δηλαδή ἄσεμνα τραγούδια, για μεθύσια, ἀσέλγειες και σαρκικές ἁμαρτίες, θυμούς και φιλονεικίες. Ὅλα αὐτά βεβαίως συνιστοῦν καταστάσεις πτώσεως και σκοτασμοῦ για τον ἄνθρωπο και δεν τον τιμοῦν καθόλου, ἄν και ἡ κοινωνία στην ὁποία ζοῦμε, μᾶς ἔμαθε νά τά βλέπουμε ὡς ψυχαγωγία, θεωρώντας την ἁμαρτία ὡς διασκέδαση! Το κατάντημα αὐτό, το περιγράφει πολύ ὄμορφα ὁ Δαβίδ στον 48ο Ψαλμό του: «Ὁ ἄνθρωπος, ἄν και τιμήθηκε ἀπό τον Θεό με την κατ’ εἰκόνα και καθ’ ὁμοίωσιν δημιουγία του, δεν το ἀντιλήφθηκε, οὔτε το κατάλαβε, ἀλλ’ ἐξίσωσε τον ἑαυτό του με τά ζῶα, τά οποῖα ὅμως οὔτε νοῦ ἔχουν, οὔτε ψυχή λογική και δυστυχῶς ὁμοιώθηκε με αὐτά» (βλ. ΜΗ΄13).
Ὁ πιστός κι εὐσυνείδητος Χριστιανός ὀφείλει να κρατήσει ἀποστάσεις ἀπό ὅλη αὐτήν την ἀκαταστασία κι ἄς παραμένει στην μειοψηφία τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Δεν πρέπει να μετρᾶ στη συνείδησή μας ἡ δύναμη κι ὁ ἀριθμός, ἀλλά ἡ ἀρετή καί το καθῆκον μας ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ὀφείλουμε να διαχωριζόμαστε ἀπό τούς πολλούς, ὅταν πρόκειται για την πίστη, την ἐλευθερία και την τιμή μας! Ἔτσι μόνο θα μποροῦμε να ἀποθέσουμε τά ἔργα τοῦ σκότους και να ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός.
Με τη βοήθεια πάντοτε τῆς ἐμπειρίας και τῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τά εὑρίσκουμε στην ἀπαραίτητη παρουσία τοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, καλούμαστε ἀπό αὔριο να ἐπιδοθοῦμε σέ μία ἰδιαίτερη πνευματική προσπάθεια, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τόσο στο σῶμα μας, ὅσο και την ψυχή μας. Ἡ αὐστηρότερη νηστεία και ἡ περισσότερη προσευχή εἶναι τά χαρακτηριστικά τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί παράλληλα εἶναι και τά ὅπλα τοῦ φωτός, με τά ὁποῖα θα πολεμήσουμε την ἁμαρτία και θα ἐξυγιάνουμε την ἀνθρώπινη φύση μας, πού ἀσθενεῖ. Ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες φορές, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι κατά βᾶσιν ἀσκητική και σκοπός τῆς ἄσκησης εἶναι ἡ θεραπεία μας ἀπό την ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅπως κάποιος θεραπεύεται ἰατρικῶς, ἔτσι σώζεται και ἐκκλησιαστικῶς, ἀκολουθώντας δηλαδή κι ἐφαρμόζοντας τη θεραπευτική μέθοδο, πού ὁρίζει ὁ Γιατρός. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν ὁμιλοῦμε για ἄνθρωπο γιατρό, ἀλλά για τον Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τον Ἰατρό τῶν ψυχῶν και τῶν σωμάτων μας.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πώς ἡ νηστεία σέ συνδυασμό με την πλούσια λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας κατά την Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἀποτελοῦν την ἰατρική συνταγή για την θεραπεία μας. Ἄς προσέξουμε ὅμως σέ κάτι σημαντικό. Δεν νηστεύουμε για να λέμε, ὅτι νηστεύουμε, ὅπως συμβαίνει σέ διάφορες θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Ἡ νηστεία για τον Ὀρθόδοξο Χριστιανό δεν εἶναι αὐτοσκοπός. Εἶναι το σκαλοπάτι πάνω στο ὁποῖο θα πατήσουμε για να ἀναβαθμίσουμε, ἄς ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, την σχέση μας με τον Χριστό. Οὔτε νηστεύουμε μονομερῶς, μόνο ὡς προς τά φαγητά. Ἡ νηστεία ὡς ἄσκηση δέν σημαίνει μόνο ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές, πού ἴσως εἶναι καί τό εὐκολώτερο, διότι ἐάν ἡ νηστεία μας δέν σημαίνει καί νηστεία ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, τότε ἐκπίπτει σέ δίαιτα.
Ἄρα λοιπόν ἡ ἄσκηση τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς δεν εἶναι μια ἠθική ἐπιταγή και σκοπό δεν ἔχει να μᾶς ἀναδείξει καλούς Χριστιανούς στα μάτια τοῦ κόσμου, ὅπως ἔπρατταν οἱ Φαρισαίοι νομίζοντας πώς αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς νηστείας τους και γι’ αὐτό σήμερα ὁ Κύριος τούς ὑπέδειξε ὡς παράδειγμα προς ἀποφυγήν στο εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ὁ στόχος τῆς πνευματικῆς μας προσπάθειας εἶναι να ἀξιωθοῦμε ὄχι μόνο να συναντήσουμε τον ἀναστάντα Χριστό κατά την ὁλόφωτη νύχτα τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἀλλά να Τον ἐνδυθοῦμε, ὅπως καταλήγει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Διότι το ἔνδυμα τοῦ πραγματικοῦ Χριστιανοῦ δεν εἶναι οἱ ἀρετές, ὅπως ἴσως πολλοί λανθασμένα μπορεῖ να πιστεύουν, ἀλλά Αὐτός ὁ Χριστός. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός με την ἐνανθρώπησή Του ἐνδύθηκε την ἀνθρώπινη φύση κι ἐμεῖς με το Βάπτισμά μας ἐνδυθήκαμε τον Χριστό. Αὐτό ἄλλωστε ἀκοῦμε να ψάλλεται πανηγυρικῶς κι ὅταν τελεῖται το ἱερό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά και στην Πασχάλια θεία Λειτουργία, ὅπως ἀκριβῶς το ἐπισημαίνει και πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στην προς Γαλάτας Ἐπιστολή του: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (γ΄27).
Εἶναι ἡ διαρκής ὑπενθύμιση τῆς Ἐκκλησίας προς ὅλους ἐμᾶς, ἀφοῦ με το βάπτισμα ἐνδυθήκαμε τον Χριστό, να προσέχουμε να διατηροῦμε αὐτό τό ἔνδυμα φωτεινό και καθαρό, ὅπως ὅταν το πρωτοφορέσαμε κατά το ἅγιο Βάπτισμά μας. Ἡ καθαρότητα ἐπιτυγχάνεται κατά πρῶτον με την ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας μέσα στο Μυστήριο τῆς Μετανοίας, το ὁποῖο γι’αὐτό και προσφυῶς ὀνομάζεται δεύτερο Βάπτισμα. Ἡ δε φωτεινότητα και λαμπρότητα διατηρεῖται με την νηστεία και την προσευχή, μέσα ἀπό την ὁποία πρέπει να ἐννοήσουμε κυρίως την μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, με κορυφαία την ἀνυπερθέτως συχνή θεία κοινωνία. Πρέπει να γνωρίζουμε, ὅτι στην πνευματική ζωή δεν ἐργαζόμαστε για την ἠθική μας καταξίωση, ἀλλά για νά μένουμε ἑνωμένοι με τον Χριστό. Και πῶς ὅ,τι κάνουμε, για χάρη τοῦ Χριστοῦ το κάνουμε, ἐπειδή ἔχουμε ἀνάγκη να ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἄς πάρουμε μια ἀπόφαση φέτος να εἰσέλθουμε στο στάδιο τῶν ἀρετῶν πού ἀπό αὔριο ξανοίγεται μπροστά μας καί να ἀθληθοῦμε στα πνευματικά ἀγωνίσματα τῆς προσευχῆς και τῆς νηστείας, με γενναῖο φρόνημα. Ἄς κάνουμε μια γόνιμη αὐτοκριτική για να ὁδηγηθοῦμε στο ἐξομολογητήριο κι ἐκεῖ να ἀφήσουμε το βαρύ φορτίο τῶν παθῶν καί ἁμαρτιῶν μας, με σκοπό να ξαναβροῦμε την ἰσορροπία στη ζωή μας και την ἑνότητα με τον Χριστό. Δέν ὠφελεῖ νά παριστάνουμε τούς καλούς Χριστιανούς. Ὀφείλουμε νά ζοῦμε, ὅπως θέλει ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεός γνωρίζει τά κρύφια τῆς καρδιᾶς μας καί κυρίως δὲν ἐμπαίζεται, «ὁ Θεός οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. στ΄ 7)
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας ἀκόμη κι ὁ Ἐξάψαλμος ἐπέχει συμβολικά θέση τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ἀποτελεῖται ἀπό 6 ψαλμούς τοῦ Δαβίδ, και προεικονίζει, ὅπως λέγεται, τόν χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια τῆς ὁποίας με φόβο και τρόμο θα ἀναμένουμε την τελική κρίση Του για ἐμᾶς. Γι’αὐτό ὅταν διαβάζεται στην ἀρχή τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου πρέπει να στεκόμαστε ὄρθιοι και σιωπηλοί, σέ στάση δεήσεως. Ἀμέσως μετά ἀκολουθεῖ τό «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν» μέ τό ὁποῖο ὁμολογοῦμε τήν πρώτη ἐπί γῆς παρουσία τοῦ Κυρίου μας καί ἕπεται συναπτόμενο τό «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» μέ τό ὁποῖο ὁμολογοῦμε τήν ἀνέγκλητη βεβαιότητα τῆς Δευτέρας ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς και στο Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅταν λέμε: «…και πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας και νεκρούς…»
Ἄλλη μία ἐμπειρική διαπίστωση τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν Δευτέρα Παρουσία εἶναι, ὅταν στή διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ὁ Ἱερέας πρίν ἐκφωνήσει «Τά σά ἐκ τῶν σῶν...», λέει:«Ἔχοντας θυμηθεῖ λοιπόν αὐτῆς τῆς σωτήριας ἐντολῆς (ἐννοεῖ την ἐντολή τοῦ Χριστοῦ να τελοῦμε τη θεία Λειτουργία για να ἔχουμε τήν ἀνάμνησή του) καί ὅλων ὅσα ἔγιναν γιά χάρη μας, τά ὁποῖα εἶναι ὁ σταυρός, ὁ τάφος, ἡ τριήμερη ἀνάσταση, ἡ ἀνάληψη στούς οὐρανούς, ἡ καθέδρα στά δεξιά του Πατέρα, ἡ δεύτερη καί ἔνδοξη πάλι παρουσία...», θεωρώντας τήν Δευτέρα Παρουσία τόσο βέβαιη, σάν νά ἔχει ἤδη γίνει.
Κατά τήν Δευτέρα Παρουσία, ὅπως ὁμολογοῦμε καί στά δύο τελευταῖα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» θά ἀναστηθοῦν τά νεκρά σώματα τῶν κεκοιμημένων καί θά εἰσέλθουν σ’ αὐτά οἱ ζῶσες ψυχές τους, πού βρίσκονται σέ κατάσταση ἀναμονῆς καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θα σταθοῦμε μπροστά στόν Χριστό, γιά νά μᾶς κρίνει.
Ὁ Χριστός ὡς κριτήριο δέν θέτει κάτι δύσκολο ἤ ἀκατόρθωτο, ἀλλά κάτι ἁπλό καί ταπεινό, πού να μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νά κάνει, ὅπως ἡ διενέργεια ἔμπρακτης ἀγάπης στην καθημερινή ζωή, σέ συνέχεια μάλιστα τῆς δικῆς Του φιλανθρωπίας για τη σωτηρία μας. Δέν θά ζητήσει μεγάλα λόγια και θεωρίες, ἀλλά μικρά και καθημερινά πράγματα. Ὄχι ἰδιαίτερες θυσίες και θεαματικές πράξεις, ἀλλά τροφή για τόν νηστικό, ρούχο για τόν γυμνό, ἕνα ποτήρι νερό για τόν διψασμένο, μία συμπαράσταση στόν ἐμπερίστατο, μιά ἐπίσκεψη στόν ἄρρωστο ἤ τόν φυλακισμένο, ἕνα, συνελόντι εἰπεῖν, ἐνδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, πού θα ἔρχεται ὅμως ὡς ἀπόρροια τῆς πίστης και τῆς ἀγάπης μας προς Ἐκεῖνον καί ὄχι για ἰδιοτελεῖς σκοπούς, ὅπως το συμφέρον, ἡ διαφήμιση κ.ἄ.
Ὁ Χριστός θα ἀξιοποιήσει τό ἐλάχιστο, που μπορεί να δώσει ο καθένας, ὥστε να ἐπιτευχθεῖ ἡ σωτηρία του, ἀλλά καί κανείς νά μήν ἔχει δικαιολογία! Τοῦτο σημαίνει ὅτι δεν θα σωθούν μόνον, ὅσοι δεν θα θελήσουν νά σωθοῦν. Ὅσοι παραμένουν ἀμετανόητοι. Ὅσοι ἀδιαφοροῦν γιά τίς εὐκαιρίες, νά ἀξιοποιήσουν γιά τήν αἰώνια ὠφέλειά τους τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀφειδῶς προσφέρεται μέσα ἀπό τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Ὑπάρχουν καί σήμερα πολλοί ἄνθρωποι, πού δυστυχῶς βρίσκουν συνεχῶς προφάσεις καί δικαιολογίες, γιά νά μήν προσευχηθοῦν, νά μήν ἐκκλησιασθοῦν, νά μήν λειτουργηθοῦν, νά μήν κάνουν φιλανθρωπία, νά μήν ἐξομολογηθοῦν, να μην νηστεύσουν, νά μήν κοινωνήσουν, στερώντας ἀπό τούς ἑαυτούς τους τήν σωτηρία. Αὐτοί και τώρα το ἴδιο λένε και τότε, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία το ἴδιο θα πουν: «Κύριε, πότε σε εἴδαμε νά ἔχεις ἀνάγκη καί δέν σέ διακονήσαμε;».
Την ἴδια στιγμή βέβαια οἱ περισσότεροι δεν ἀπολείπουν ἀπό τίς κοσμικές ἐκδηλώσεις, ἰδίως τίς ἀποκριάτικες κατ’ αὐτήν την περίοδο, ἀδυνατώντας να κατανοήσουν την ἰδιότητά τους ὡς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, με ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται!
Ἀλήθεια πῶς εἶναι δυνατόν να μοιράζεται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος; Ἀπό την μιά να εἶναι βαπτισμένος Ὀρθόδοξος Χριστιανός και μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κι ἀπό την ἄλλη να ἀμαυρώνει την χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος και να ἐμποδίζει την ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, συγχρωτιζόμενος με τον διάβολο, ἀφοῦ δική του ἔκφραση εἶναι οἱ καρναβαλικές ἐκδηλώσεις αὐτῶν τῶν ἡμερῶν! Και στις ὁποῖες ἐκδηλώσεις σημειωτέον, οἱ περισσότεροι συμμετέχοντες εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πού ὅμως εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό ἀδιαφορία (και αὐτό εἶναι το χειρότερο) δεν καταλαβαίνουν την πνευματική ζημία, ἀφοῦ δεν θεωροῦν πρόβλημα στο να συμμετέχουν στην παρέλαση τοῦ καρνάβαλου τώρα και μετά ἀπό λίγο καιρό και στην λιτανεία τοῦ Ἐπιταφίου! Ὁ Χριστός ὅμως μᾶς διευκρινίζει με ἀπόλυτο τρόπο κι ἄς προσέξουμε τον λόγο Του: «Κανείς δεν μπορεῖ σέ δύο κυρίους να ὑπηρετεῖ ὡς δοῦλος. Γιατί ἤ τον ἕνα θα μισήσει και τον ἄλλο θα ἀγαπήσει, ἤ στον ἕνα θα προσκολληθεῖ και τον ἄλλον θα καταφρονήσει.» (βλ. Ματθ. στ΄24).
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ στιγμή τοῦ βιολογικοῦ μας θανάτου μας θα σημάνει για τον καθένα ἀπό ἐμᾶς και μια προσωπική, ἄς ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, Δευτέρα Παρουσία, καθώς ὅπως θα εἴμαστε ὅταν ἀποθάνουμε, ἔτσι και θα κριθοῦμε ἀπό τον Δεσπότη Χριστό. Γι’ αὐτό λοιπόν κι ἐπειδή δεν γνωρίζουμε την ὥρα τῆς ἐξόδου μας προς την αἰωνιότητα, ἄς εἴμαστε προσεκτικοί και προσηλωμένοι στη χριστιανική μας πίστη και ἀποστολή.