

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Στόν ἀπόηχο τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀλλά καί τῆς ἐπετείου τῆς Ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας μέ τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, καλό εἶναι σήμερα νά τονίσουμε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας προετοίμασε πνευματικά τήν Ἐπανάσταση μέσα ἀπό τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς μεγάλης δεσποτικῆς καί θεομητορικῆς ἑορτῆς.
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἔρχεται δυναμικά στόν κόσμο, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου» γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν σκλαβιά τοῦ διαβόλου. Νά καταργήσει τήν δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἰσχύ τοῦ θανάτου καί νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἐλευθερία καί τή σωτηρία του. Μέ τήν δύναμη τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου τώρα ὁ ἄνθρωπος καί μέ τήν Χάρη, πού λαμβάνει μέσα ἀπό τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐλευθερώνεται ἀπό τόν διάβολο καί τά πάθη του. Ὄντας λοιπόν ἀπελεύθερος Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Α΄ Κορ. ζ΄ 22), μπορεῖ νά ἀγωνισθεῖ γιά νά ἀποτινάξει κάθε ζυγό ἀπό τον τράχηλό του. Ἐκεῖνος δηλαδή, ὁ ὁποῖος ζεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ, βρίσκει τό σθένος νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν ἀνεξαρτησία του ἀπό τήν ὁποιαδήποτε σκλαβιά.
Μέ αὐτό τό πνευματικό ὑπόβαθρο ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση ὁρίσθηκε νά λάβῃ ἀρχή ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στίς 25 Μαρτίου τοῦ 1821! Μέ ἀφετηρία τήν παλιγγενεσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπό τόν Χριστό, φθάσαμε στήν ἐθνική μας παλλιγενεσία.
Οἱ Πατέρες μας ἀγωνίσθηκαν μέ σθένος κι ὁ Θεός περιέβαλε μέ τήν χάρη Του τόν ἀγῶνα τους. Καί τοῦτο διότι οἱ Ἐπαναστατημένοι Ἕλληνες πρόγονοί μας διακρίνονταν ἀφ’ἑνός μέν γιά τήν πίστη στόν Χριστό καί τήν ἀφοσίωσή τους στήν Ἐκκλησία καί ἀφ’ἑτέρου γιά τήν ἀγάπη τους πρός τήν Πατρίδα, πού ἔφθανε μέχρι θυσίας. Γιά νά τό διαπιστώσουμε αὐτό, ἀρκεῖ νά ἐξετάσουμε τίς Σημαῖες τοῦ ἀγῶνος, οἱ ὁποῖες καθ’ ὅλη τήν Ἑλληνική Ἐπικράτεια, εἶχαν πάντοτε εὐδιάκριτο τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μέ ἄλλα χριστιανικά σύμβολα καί τίς λέξεις ἤ τά ἀρχικά τῶν λέξεων: ἤ ἐλευθερία ἤ θάνατος. Αὐτό ἐπαληθεύεται πλήρως καί ἀπό τόν στρατηγό Μακρυγιάννη, ὁ ὁποῖος στά Ἀπομνημονεύματά του τονίζει μέ ἔμφαση: «Ἐμεῖς μέ σκιάν μας τόν Τίμιον Σταυρόν ἐπολεμήσαμεν ὁλοῦθε... Καί αὐτός ὁ Σταυρός μᾶς ἔσωσε.»
Ἴσως δέν γνωρίζουμε καί πρέπει νά μάθουμε, πώς ἡ πρώτη Ἑλληνική Σημαία, ἡ ὁποία εἶχε τόν λευκό σταυρό ἐπάνω σέ γαλανό ὕφασμα, ἐξυφάνθηκε τό 1816 ἀπό τούς Κολλυβᾶδες Πατέρες, πού ξεκίνησαν ἀπό τήν Ἱ. Μ. Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Λευκάδας Ἰκαρίας καί κατέληξαν στήν Σκιάθο.
Ἀξίζει νά σημειώσουμε πώς αὐτοί οἱ Πατέρες τῆς φιλοκαλικῆς Ἀναγέννησης τοῦ 18ου αἰῶνος, οἱ ὁποῖοι σκωπτικά ὀνομάσθηκαν καί Κολλυβᾶδες, σήκωσαν τό βάρος τῆς ἀφύπνισης τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μέ κόπους καί θυσίες, ὡς Λειτουργοί καί Ἐξομολόγοι, ἀγωνίσθηκαν, ὥστε τό ὑπόδουλο Γένος μας συγκροτήσει ἐκ νέου τήν πνευματική του ζωή, μέ τή συχνή θεία Μετάληψη, τόν ἀπαραίτητο Ἐκκλησιασμό τήν Κυριακή, ὡς κατ’ ἐξοχήν ἡμέρας θείας Κοινωνίας καί τήν συνεχῆ καί ἀδιάλειπτη προσευχή.
Οἱ σκλαβωμένοι Ἕλληνες ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση τῆς Μητέρας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καταλάβαιναν, πώς μόνο ἡ Ἐκκλησία τούς ἀγαπᾶ, διότι ζῶντας μέσα στήν Ἐκκλησία γιά 400 χρόνια διαφύλαξαν μαζί μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη τους καί τήν Ἑλληνική τους ταυτότητα. Ἔτσι ἄρχισαν νά προσεύχωνται ἐντονώτερα, νά ἐκκλησιάζωνται περισσότερο, νά νηστεύουν ἀνυπερθέτως τίς Τετάρτες, τίς Παρασκευές καί τίς Σαρακοστές. Ταυτόχρονα ἐξομολογοῦνταν καί κοινωνοῦσαν τακτικά. Μέ ὅλα αὐτά διατήρησαν τήν ἰδιοπροσωπεία καί τόν πολιτισμό τους καί διακρίνονταν εὐχερῶς ἀπό τούς μουσουλμάνους Τούρκους. Αὐτή ἡ διάκριση κάποιες φορές ἔγινε ἀφορμή, πού ὁδηγοῦσε τούς Νεομάρτυρες στό μαρτύριο. Βιώνοντας τήν ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἔμαθαν πλέον, πώς μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ μποροῦν νά σταθοῦν ἔναντι ὅποιου τούς ἐχθρεύεται ἤ ἐπιβουλεύεται τήν ἐλευθερία τους καί πάντοτε νά νικοῦν, ὡς ὁ Δαβίδ τόν Γολιάθ κι ὡς ὁ Νέστορας τόν Λυαῖο!
Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, κόντρα σέ κάποια ἀνιστόρητα νεοελληνικά ἀφηγήματα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας μέ τή ζωή καί τή διδασκαλία Της στήριξε πνευματικά τήν ἐξέγερση καί προετοίμασε μυστικά καί ἐκ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας. Ἀπόδειξη γι’ αὐτό εἶναι οἱ Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι μέ τή θυσία τους ἀναχαίτισαν τόν ἐθνικό καί θρησκευτικό ἀποχρωματισμό, πού ἐπιχειροῦσε ὁ Τοῦρκος δυνάστης μέ τόν ἐξισλαμισμό καί τό φρικτό παιδομάζωμα. Τοῦτο φανερώνει τήν ταύτιση Ἕλληνα καί Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ὅπως λέει καί ἡ δημοτική μοῦσα: «γίνεσαι Τοῦρκος διάκο μου, τήν πίστη σου ν’ἀλλάξεις;» Δέν λέει τήν ἐθνότητα ἤ τήν ταυτότητά σου, ἀλλά τήν πίστη σου!
Ἄν κάποιος ἀμφιβάλλει γι’ αὐτόν τόν συλλογισμό, ἄς διαβάσει τά ἀπομνημονεύματα τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, ὅπως τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Κολοκοτρώνη ἤ τοῦ Φωτάκου, πού ἦταν ὑπασπιστής τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἐκεῖνος ὁμιλεῖ γιά τά κρυφά σχολειά, τά ὁποῖα ἀποσιωποῦν πολλοί σύγχρονοι ἱστορικοί καί λέει: «μόνοι των οἱ Ἕλληνες ἐφρόντιζον διά τήν παιδείαν ἡ ὁποία ἐσυνίστατο εἰς τό νά μανθάνουν τά κοινά γράμματα καί ὀλίγην ἀριθμητικήν ἀκανόνιστον. ἐν ἐλλείψει δέ διδασκάλου, ὁ ἱερεύς ἐφρόντιζε περί τούτου. Ὅλα αὐτά ἐγίνοντο ἐν τῷ σκότει καί προφυλακτά ἀπό τούς Τούρκους»!!! Οἱ Ἱερεῖς μας δηλαδή, ὄχι μόνο προσέρχονταν στόν ἀγῶνα ὁλόθυμα, ἀλλά ἐπιπλέον δίδασκαν τήν πίστη καί διέσωζαν τήν ἑλληνική γλῶσσα καί τόν πολιτισμό μας, ὅπως ἀναφέρουν ἐπίσης καί ξένοι περιηγητές, ὅπως ὁ Γάλλος Πουκεβίλ, ὁ ὁποῖος καί δέν ἦταν Ὀρθόδοξος Χριστιανός, γιά νά μεροληπτεῖ!
Κι ἄν δέν καλυφθεῖ ἀπό ὅλα αὐτά, τότε ἄς στρέψει τήν ματιά του στήν κλειστή πόρτα τοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία σφραγίσθηκε στίς 10 Ἀπριλίου 1821, τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα μέ τόν ἀπαγχονισμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄. Ὁ μεγάλος αὐτός Ἐθνο-Ἱερομάρτυρας, θεωρήθηκε ἀπό τούς Τούρκους ὁ κύριος ἠθικός αὐτουργός τοῦ ξεσηκωμοῦ τῶν Ἑλλήνων μαζί μέ τήν στρατιά τῶν περίπου 10.000 καταγεγραμμένων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, πού θυσιάσθηκαν γιά τήν πατρίδα μας. Ἀριθμός πού συμπληρώνεται ἀπό τίς ἑκατοντάδες Κληρικῶν καί Μοναχῶν, πού θυσιάστηκαν στούς Μακεδονικούς ἀγῶνες, τήν γενοκτονία τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ ἤ τήν Μικρασιατική Καταστροφή μέ τόν ξεριζωμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τό πανάρχαιο λίκνο του κι ἀπό ἐκείνους ἀκόμη, πού συμμετέσχον στήν ἐποποιϊα του 1940 ὑπογράφοντας μέ τό αἷμα τους «τοῦ Χριστοῦ τήν πίστιν τήν Ἁγίαν καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερίαν»
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἐνῶ ἡ Ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἀναγνωρίστηκε διεθνῶς, μέ τό Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου στίς 17/30 Ἰανουαρίου 1830, τό νεοελληνικό κράτος, ὡς συνέχεια τῆς νέας ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἔλαβε ἀμέσως ὑπόσταση, διότι τό Ἑλληνικό Ἔθνος δέν σταμάτησε νά ὑπάρχει καί ζεῖ, διαπεφυλαγμένο μέσα στήν κιβωτό τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἐθνοσυνελεύσεις πού προηγήθηκαν, ἀναγνωρίζουν τήν θυσιαστική προσφορά καί μοναδική φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας μας στήν διατήρηση τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητας. Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός ἔλεγε πώς: «ἡ σημαντικότερη προσφορά τοῦ ἱεροῦ Κλήρου στο Ἔθνος μας δεν εἶναι τόσο ἡ ἀναμφισβήτητη συμμετοχή του στις ἔνοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, ὅσο ἡ συμβολή του στη συντήρηση του ἑλληνορθοδόξου φρονήματος τοῦ Γένους και τή διατήρηση τῆς ἀγάπης του γιά την ἐλευθερία, πού μᾶς δώρισε ὁ Θεός.» Ἀμήν.

Ἀγαπητοί Ἀδελφοί,
«Παράδεισος ἄλλος ἐγνώσθη, ἡ Ἐκκλησία ὡς πρίν, ξύλον ἔχουσα ζωηφόρον, τὸν Σταυρόν σου Κύριε, ἐξ οὗ διὰ προσψαύσεως, ἀθανασίας μετέχομεν.» (δ΄ τροπ. ε΄ὠδῆς).
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς το μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ νέος Παράδεισος στό κέντρο τοῦ ὁποίου, ὅπως λέει τό παρόν τροπάριο, ὑψώνεται τό δένδρο τῆς ζωῆς, δηλαδή ὁ Τίμιος καί Ζωοποιός Σταυρός. Κι ἐμεῖς γευόμαστε τούς καρπούς του, δηλαδή τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί γινόμαστε ἀθάνατοι.
Ὁ Τίμιος Σταυρός εἶναι ἕνα μυστήριο! Ἀσύλληπτο γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ, τό ὁποῖον ἀποκαλύπτεται λίγο-λίγο σ’ ἐκεῖνον, πού ζητεῖ νά ἐμβαθύνει καί νά τό βιώσει. Ταυτόχρονα ἀποκαλύπτει στόν ἄνθρωπο τό μυστήριο τῆς πίστης καί τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ὡς ἕνα πολύτιμο, ἀλλά ἀγνοημένο δυστυχῶς θησαυρό. Καί καθώς εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψεις τόν ἄκτιστο καί ἀπερινόητο Θεό μέ λέξεις κτιστές κι ἀνθρώπινες, ἔτσι καί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀφοῦ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τόν Χριστό, τό ἀντιλαμβάνεσαι μόνο, ὅταν βιώσεις τήν ἐμπειρία καί λάβεις τήν χάρη.
Ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό, πόνεσε τόσο πολύ, ὅσο κανείς ποτέ δέν πόνεσε, οὔτε θά πονέσει σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό δέν εἶναι σωστό, ὅταν ταλαιπωρηθοῦμε λίγο, νά λέμε: «Πέρασα τοῦ Χριστοῦ τά πάθη»! Καί τοῦτο διότι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό, προσέλαβε συμπυκνωμένο τόν ἀνθρώπινο πόνο ὅλων τῶν γεννεῶν, πρίν καί μετά τήν ἔλευσή Του καί μέχρι τήν Δεύτερη καί ἔνδοξη παρουσία Του. Γι’ αὐτό λοιπόν ὁ Τίμιος Σταυρός εἶναι τό μέγα καί ἱερό Κειμήλιο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέν εἶναι πιά ἀντικείμενο ἤ ὄργανο θανατικῆς καταδίκης, ἀλλά ἐνθύμηση τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας καί ἀντίδοτο στόν πόνο καί τίς θλίψεις τῆς ζωῆς. Ταυτίζεται μέ τόν Χριστό καί καθώς ἔλαβε ζωή ἀπό τό τίμιο Αἷμα Του, τό ὁποῖο ἔρρευσε πάνω του, ὅταν Τόν προσκυνοῦμε Τον χαιρετίζουμε, λέγοντας: «Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός», «Χαῖρε Ξῦλον μακάριον» καί Τον παρακαλοῦμε: «Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει Σου», «...μή ἐγκαταλίπῃς ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς»!
Ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, μάθαμε νά ζοῦμε κάτω ἀπό τήν προστασία καί τήν χάρη τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Μάθαμε, πώς ὁ Τίμιος Σταυρός εἶναι ὁ φύλακας τῆς Οἰκουμένης καί ὁ δικός μας. Μάθαμε, πώς εἶναι ἡ ὡραιότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κραταιός προστάτης τῶν Ὀρθοδόξων ἡγετῶν μας, ἡ δόξα τῶν Ἀγγέλων καί τό ἀγιάτρευτο τραῦμα τῶν δαιμόνων. Μάθαμε, πώς ἔχουμε τόν Σταυρό, ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου καί ὡς ἐκ τούτου τόν διάβολο λογαριάζουμε ὡς τόν μόνο ἐχθρό μας καί τόν πόλεμο ἐναντίον Του ὡς τόν μόνο πόλεμο, πού μᾶς ἐπιτρέπεται!
Ὅλα αὐτά ὅμως γιά νά ἀπηχοῦν στήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας, πρέπει ὄχι μόνο νά πιστεύουμε στόν Χριστό καί νά ἐπικαλούμαστε τήν χάρη τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί νά ζοῦμε σύμφωνα μέ αὐτή τήν πίστη. Εἶναι αὐτό πού ἀκούσαμε σήμερα νά τονίζει ὁ Κύριός μας στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, πώς ἄν ποθοῦμε τή σωτηρία μας δέν ἔχουμε, παρά νά σηκώσουμε τόν σταυρό Του καί νά Τόν ἀκολουθήσωμε. Πῶς ὅμως;
-Ὅταν ὁ κόσμος παρασυρμένος ἀπό τόν διάβολο ἀπολυτοποιεῖ τά ὑλικά ἀγαθά, τά χρήματα καί τίς σαρκικές ἀπολαύσεις, τότε ὁ πιστός Χριστιανός ὀφείλει αἴροντας τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ νά ἀναδεικνύει μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς του τήν προτεραιότητα τοῦ ἔνθεου βίου, πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν τήρηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν βίωση τῆς ἐμπειρίας τῆς θείας Λατρείας, μέ κέντρο τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό, ὡς πρωταρχικοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μας.
-Ὅταν ὁ κόσμος ζεῖ μέ χλιαρή πίστη καί μέ ἄνευρη πνευματικότητα, ὅπου ὁ καθένας πράττει κατά τό θρησκευτικό του δοκοῦν, ὁ ἀνακαινισμένος ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ὀφείλει νά πειθαρχεῖ μέ ταπεινό φρόνημα, στά κελεύσματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποδεχόμενος σάν ἄλλος Ἰώβ ὅ,τι ἡ θεϊκή Πρόνοια ἐπιτρέπει σ’αὐτόν, εἴτε ἀσθένεια, εἴτε πτωχεία, εἴτε οἰκογενειακή ἀκαταστασία, πού ἐπιφέρει θλίψη καί στενοχωρία, βέβαιος ὅμως ὅτι ὁ Θεός βλέπει τόν πνευματικό του ἀγῶνα καί τόν σκεπάζει μέ τήν χάρη Του. Ἀκόμη δέ καί πῶς ὅ,τι ἐπιτρέπει εἶναι γιά τό καλό του, ἐνῶ ἴσως τόν γλιτώνει κι ἀπό κάτι χειρότερο γιά νά τόν ὁδηγήσει μέσα ἀπό μιά σταυρική ζωή στήν ἀνάσταση τῆς σωτηρίας του.
-Ὅταν πολλές φορές ἡ συκοφαντική δυσφήμιση καί τά κακεντρεχῆ σχόλια κεντοῦν τά σωθικά του ἀγωνιζόμενου Χριστιανοῦ καί χωρίς λόγο καί αἰτία τόν πικραίνουν, τότε ἐκεῖνος ὀφείλει νά θυμηθεῖ τήν πονεμένη ἱκεσία τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ «λύτρωσαί με ἀπό συκοφαντίας ἀνθρώπων καί φυλάξω τάς ἐντολάς σου» (Ψαλμ. ρια΄135). Καί μετά νά ἀρκεσθεῖ στή παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «πάντα ἰσχύῳ ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι μέ Χριστῷ» (Φιλιπ. δ, 13), ὁμολογώντας ἔτσι τήν πίστη του στόν Σωτῆρα καί Κύριό Του.
-Ὅταν ο κόσμος ἀδιαφορεῖ γιά τήν ἐκκλησιαστική ἐν Χριστῷ ζωή καί εἰρωνεύεται τήν νηστεία, τήν προσευχή, τήν ἐξομολόγηση, τήν συχνή θεία Κοινωνία, καί ἐν συνόλῳ ὅσους προαπαθοῦν νά ζοῦν κατά Θεόν, τότε ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά θυμᾶται, ὅτι ὁ Χριστός μακαρίζει ἐκείνους πού τούς ἐνέπαιξαν, τούς ὕβρισαν καί τούς ἀπέρριψαν μέ ἀπρεπεῖς κουβέντες, ἐπειδή πιστεύουν σ’ Αὐτόν καί ζοῦν κατά τό θεϊκό Του θέλημα. (βλ. Ματθ. ε 11)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης θά ἀκούσουμε, πῶς κάτω ἀπό τό Σταυρό τοῦ Κυρίου, στέκονταν πολλοί καί διάφοροι. Ὅλοι τους εἶχαν μιά ἰδιαίτερη σχέση μαζί του. Ἦταν ἐκεῖ οἱ φανατικοί ἀντίπαλοί του, Φαρισαῖοι καί ὄχλος, πού ζήτησαν τή σταύρωσή Του καί οἱ στρατιῶτες, πού τόν ἐσταύρωσαν. Ἦταν ἐκεῖ οἱ δυό ληστές, ὁ εὐγνώμων καί ὁ ἀγνώμων. Ἦταν ἐκεῖ «παραπορευόμενοι», περαστικοί. Ἦταν ἐκεῖ σιωπηλοί ἡ Μητέρα Του, ὁ ἀγαπημένος Του Μαθητής ὁ Ἰωάννης καί μερικές γυναῖκες, γιά νά συντρέξουν ἀνθρωπίνως τήν Παναγία στόν πόνο της. Οἱ ἄλλοι Μαθητές Του ἔλειπαν, κρυμμένοι «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», ἐκφοβισμένοι ἀπό κάποιες φωνές ἀνώνυμες, ὑποταγμένες δουλικά στόν κόσμο (βλ. Ματθ. κστ΄). Ἔλειπε κι ὁ Ἰούδας, πού ἀπαγχονιζόταν ἀπελπισμένος!
Ἄς πάρουμε σήμερα μιά ἀπόφαση καί γιά τή δική μας θέση κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, μακρυά ἀπό τήν ἀπελπισία, πού τεχνηέντως διαμορφώνει ὁ διάβολος γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια. Καθώς εἶναι ἀδύνατο νά προσεγγίσουμε στό μέγιστο ὕψος τῆς ἀρετῆς τῆς Παναγίας μας, ἄς ζηλέψουμε τήν θέση τοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἠγαπημένου Μαθητοῦ. Γιατί; Ἐπειδή ἐκεῖνος μόνος ζεῖ ἀπό κοντά τόν Σταυρό καί τό πάθος τοῦ Κυρίου. Σιωπᾶ, παρά τό ὅτι πονᾶ. Στηρίζει παράλληλα τήν πονεμένη Μητέρα καί στό πρόσωπό Της ὅλη τήν Ἐκκλησία. Δέν κατακρίνει καί δέν διαμαρτύρεται, ἐπειδή πιστεύει στήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἄς προσπαθήσουμε γι’ αὐτήν τήν θέση. Ἄν ὅμως δέν καταφέρουμε οὔτε κι ἐκεῖ νά σταθοῦμε, ἄς βρεθοῦμε τουλάχιστον ἀνάμεσα στόν εὐγνώμονα Ληστή καί στόν Λογγῖνο τόν ἑκατόνταρχο. Ἄς σταθοῦμε ἐπιτέλους μεταξύ τοῦ: «Μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου» καί τοῦ: «Ἀληθῶς Θεοῦ υἱός ἦν οὗτος». Ἔτσι θά διασώσουμε τήν ἐλευθερία καί τήν ἀξιοπρέπεια τῆς ζωή μας καί ἐντέλει θά ἐπιτύχουμε τῆς σωτηρίας μας! Ἀμήν.