Συντάχθηκε στις .
Με ὑπουργική ἀπόφαση τῆς Ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ καί Ἀθλητισμοῦ κας Λίνας Μενδώνη, ἀνατέθη ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἐρευνητικοῦ προγράμματος «ἐρευνητικές ἐργασίες γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στό Καρλόβασι τῆς Σάμου», στό Πολυτεχνεῖο Κρήτης, Σχολή Ἀρχιτεκτόνων Μηχανικῶν μέ ἐπιστημονικό ὑπεύθυνο τόν Καθηγητή κ. Νικόλαο Σκουτέλη, Δντη Ἐργαστηρίου Τεκμηρίωσης καί Ἀποκατάστασης Ἱστορικῶν Κτηρίων καί Συνόλων. Τό ἀνωτέρω ἐρευνητικό πρόγραμμα μετά τήν ὑπογραφή Προγραμματικῆς Συμβάσεως μεταξύ Γενικῆς Γραμματείας Αἰγαίου καί Νησιωτικῆς Πολιτικῆς, τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ καί Ἀθλητισμοῦ καί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σάμου καί Ἰκαρίας, χρηματοδοτήθηκε ἀπό τόν προϋπολογισμό ἐξόδων τῆς Γενικῆς Γραμματείας Αἰγαίου καί Νησιωτικῆς Πολιτικῆς μέ ἀπόφαση τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα Αἰγαίου καί Νησιωτικῆς Πολιτικῆς κ. Ἐμμανουήλ Κουτουλάκη καί ἀνέρχεται στό ποσό τῶν 250.000 €. Χρόνος ὁλοκλήρωσης καί παράδοσης 7 μῆνες. Τήν διαχείριση καί παρακολούθηση τῆς ἐκπόνησης τοῦ ἐρευνητικοῦ προγράμματος ἔχει ἡ Δνση Ἀναστήλωσης Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Μνημείων τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ
Εκτύπωση
Email
Συντάχθηκε στις .
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, Χριστός ἀνέστη!
Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, διηγούμενος τήν θαυμαστή ἐξάπλωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐπισημαίνει πώς οἱ πιστοί ὀνομάστηκαν γιά πρώτη φορά Χριστιανοί στήν Ἀντιόχεια.
Μετά τήν μαρτυρική τελείωση τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου τά μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας διασκορπίσθηκαν πέρα ἀπό τά ὅρια τῶν Ἱεροσολύμων. Ἦταν μάλιστα τόσο ἐντυπωσιακό τό «ἄνοιγμα» αὐτό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στούς γύρω λαούς, ὥστε, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἐπισκέφθηκε τήν Ἀντιόχεια ἀναζητώντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο, βίωσε ἀπό κοντά τήν μεγαλειώδη ἐμπειρία τῆς αὐξήσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Χριστιανῶν.
Ἀπό τήν μεγάλη πόλη τῆς Ἀντιοχείας λοιπόν ξεκινᾶ ἡ ἱστορία τοῦ ὀνόματος Χριστιανός, τό ὁποῖο ἔγινε συνώνυμο τοῦ ἤθους καί τοῦ πολιτισμοῦ.
Καί ὅπως φάινεται διαδόθηκε ταχύτατα, ἀφοῦ στό 26ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὅπου ὁ Βασιλιᾶς Ἀγρίππας ἐνθουσιασμένος ἀπό τήν ὁμιλία-ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ εἶπε : «λίγο ἀκόμη καί μέ πείθεις νά γίνω Χριστιανός» (βλ. Πράξ. κστ 28).
Κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅμως στήν πρώτη Καθολική, (δηλαδή πρός ὅλους), Ἐπιστολή του συμβουλεύει τούς παραλῆπτες της (ἀνάμεσά τους κι ἐμᾶς), «ἄν κάποιος διώκεται ἤ ταλαιπωρεῖται ἐπειδή εἶναι Χριστιανός, νά μήν ντρέπεται, ἀλλά ἀντιθέτως νά δοξάζει τον Θεό γιά τίς περιστάσεις, πού τοῦ ἐπέτρεψε νά βιώσει» (Α΄Πέτρ. δ, 16)
Μέχρι τότε τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζονταν μαθητές ἤ ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως τό ὄνομα Χριστιανός, τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τίς ἱστορικές πηγές δόθηκε ἀπό Ἕλληνες, ἀποδίδει στό ἔπακρο τήν ζῶσα καί πραγματική παρουσία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ μέσα στούς πιστούς, ὅπως προσφέρεται στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Σημαίνει αὐτόν, πού πιστεύει τόν Χριστό ὡς Θεό, Σωτῆρα καί Λυτρωτή του καί γι’ αὐτό φροντίζει νά μεταλαμβάνει συνεχῶς τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ὥστε νά συμβαίνει αὐτό, τό ὁποῖο τονίζει ὁ Χριστός στό 6ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου: «Ὅποιος μοῦ τρώει τή σάρκα καί μοῦ πίνει τό αἷμα, μένει μέσα σ’ἐμένα κι ἐγώ μέσα σ’αὐτόν» (βλ. στ΄56)
Αὐτό τό φρόνημα διακατεῖχε ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων. Θεωροῦσαν ὕψιστη τιμή νά ὀνομάζονται καί νά εἶναι Χριστιανοί. Δέν ἔβαζαν τίποτε πάνω ἀπό τή σχέση τους μέ τόν Χριστό καί τήν θεία Κοινωνία, διακινδυνεύοντας γι’ αὐτό μονίμως τή ζωή τους. Αὐτή ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό δέν τροφοδοτοῦσε ἁπλά τή ζωή τους, ἀλλά ἦταν ἡ ζωή τους. Τά Συναξάρια, πού καταγράφουν τόν βίο καί τήν πολιτεία τῶν Ἁγίων μας κάθε ἐποχῆς, βρίθουν ἀπό ἀναφορές, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες, ὅταν οἱ διῶκτες ἐρωτοῦσαν τούς Μάρτυρες, ποιό ἦταν τό ὄνομά τους, ἤ ποιά ἡ πατρίδα τους, ἐκεῖνοι ἀπαντοῦσαν: Εἶμαι Χριστιανός. Κι αὐτό ἀρκοῦσε, τά ἔλεγε ὅλα!
Ὁ Μ. Βασίλειος μάλιστα στή μνημειώδη ὁμιλία του γιά τούς 40 Μάρτυρες, πού μαρτύρησαν στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας, ἀναφέρει, ὅτι «Ὁ καθένας λοιπὸν, ἀφοῦ περιεφρόνησαν τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχαν ὀνομάσει ἀπὸ τὴν γέννησή τους, ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καί ἔλεγαν «εἶμαι Χριστιανός»
Τό ἴδιο ἦθος περιγράφει καί ὁ ἄγνωστος συγγραφέας τῆς «Πρός Διόγνητον ἐπιστολῆς», ἑνός ἀπολογητικοῦ κειμένου τῆς χριστιανικῆς γραμματείας τῶν πρώτων αἰώνων. «Οἱ χριστιανοὶ...οὔτε πόλεις ἰδιαίτερες ἔχουν, οὔτε διάλεκτο ξεχωριστὴ, οὔτε ζωὴ κάνουν φανταχτερή...Πατρίδα τους ἔχουν κι αὐτοὶ ἕνα ὁρισμένο τόπο, ἀλλὰ ὡς πάροικοι. Μετέχουν σὲ ὅλα ὡς πολίται καὶ ὅλα τὰ ὑπομένουν ὡς ξένοι...Ἐν σαρκί βρίσκονται, ἄλλα δέν ζοῦν κατὰ σάρκα. Στὴ γῆ περνοῦν τὶς μέρες τους, ἄλλα στὸν οὐρανὸ πολιτεύονται. Ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ κράτους, ἄλλα μὲ τὴ ζωὴ τους ὑπερβαίνουν τοὺς νόμους. Ἀγαποῦν ὅλους καὶ ὅλοι τοὺς καταδιώκουν».
Στίς ἡμέρες μας ὅμως οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν βιώνουμε αὐτήν τήν πραγματικότητα, διότι δέν ζοῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά θρησκεύουμε ἁπλῶς. Οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὁμοιάζουμε πιό πολύ ὡς ἀκόλουθοι μιᾶς θρησκείας, παρά μέ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εὐθυγραμμιζόμαστε μέ κάποιους τυπικούς κανόνες, ἀναγκαίους μέν, ἀλλά μέχρι ἐκεῖ. Μᾶς ἐντυπωσιάζει τό σθένος τῶν Μαρτύρων, ὁ δυναμισμός τῶν Ἁγίων, ἡ σοφία μέ τήν ὁποία διαχειρίζονταν τήν ζωή τους καί ἡ ἄνευ προϋποθέσεων παράθεσή τους στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποφάσεώς τους νά προηγεῖται ὁ Χριστός σέ ὅλα στή ζωή τους.
Καί γιά νά μήν φανεῖ ὁ λόγος ὑπερβολικός, ἄς προβληματισθοῦμε πάνω σέ ἕνα ἁπλό παράδειγμα, μέσα ἀπό τήν δυνατότητα, πού μᾶς δίνει ἡ σύγχρονη τεχνολογία. Πόσοι ἀπό ἐμᾶς ἔχουμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἤ τοῦ Ἁγίου μας ἤ τόν Τίμιο Σταυρό στήν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ μας τηλεφώνου; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς, ἀφοῦ οἱ καταστάσεις τῆς ζωῆς μας δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά βρεθοῦμε σέ μία ὁμιλία Ὀρθόδοξης Κατήχησης ἤ ἕνα κήρυγμα, ἐπιλέξαμε νά ἀκούσουμε κάτι πνευματικό μέσα ἀπό τά ἠλεκτρονικά μέσα, τά ὁποῖα κατά κράτος διαχειριζόμαστε; Ὅλα αὐτά ἀναφέρονται, γιατί φανερώνουν ποιά εἶναι ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό καί πόσο μᾶς ἀγγίζει ἡ φροντίδα αὐτῆς τῆς σχέσης μας μέ τόν Κύριο καί Θεό μας!
Ὁ τρόπος τῆς Χριστιανικῆς διαβίωσης εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐνσυνείδητης σχέσης καί κοινωνίας μέ τόν Χριστό, ὅπως τήν διαφυλάσσει καί τήν προάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί κυρίως τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ἡ πρώτη ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά γνωρίζουμε τί διδάσκει ὁ Χριστός καί ἔτσι νά εὐθυγραμμιζόμαστε μέ τό θέλημά Του. Ἐπίσης μέσα ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τά ἄλλα Ἀποστολικά ἤ Προφητικά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μποροῦμε νά λαμβάνουμε αὐθεντική τήν ἐμπειρία τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς. Μέσα δέ ἀπό τόν βίο καί τήν πολιτεία τῶν Ἁγίων μας καί τούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων βλέπουμε, πώς ἡ εὐαγγελική διδαχή μπορεῖ νά γίνεται πράξη στήν ζωή μας. Πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση μἀλιστα πολύ μᾶς βοηθεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μέ τό σπουδαῖο ἔργο του: «Χρηστοήθεια των Χριστιανῶν».
Ἀκολούθως πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι τό Ὀρθόδοξο βίωμα, ἀποκτᾶται μόνον μέσα ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ἀποτέλεσμα νοητικῆς διεργασίας, ἤ ἄλλης ἐργασίας, ἀλλά ἁγιασμοῦ τῆς ὅλης ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου.
Τοῦτο σημαίνει ὅτι Ὀρθόδοξος Χριστιανός εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος πειθαρχεῖ στά κελεύσματα τῆς Ἐκκλησίας του, κι ὅταν γιά παράδειγμα ἡ Ἐκκλησία του ἔχει νηστεία,τότε κι ἐκεῖνος νηστεύει. Ὁ Ὀρθόδοξοης Χριστιανός ἐκκλησιάζεται ἀνελλιπῶς τουλάχιστον κάθε Κυριακή. Δέν παρίσταται ἁπλῶς στόν Ναό. Συμπροσεύχεται, συνεπιτελεῖ καί συμμετέχει στή θεία Λειτουργία. Ἔχοντας προετοιμασθεῖ μέ τόν τρόπο καί τήν μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας μας κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ὥστε νά ζεῖ ὁ Χριστός μέσα Του. Ὅταν ὁ Χριστός ζεῖ ἐντός μας, πορεύεται μέ τά πόδια μας, εὐεργετεῖ μέ τά χέρια μας, ὁμιλεῖ μέ τή γλῶσσα μας τότε καί ἡ ζωή μας, ὄχι μόνο εὐλογεῖται ἀπό Ἐκεῖνον, ἀλλά κυρίως γίνεται τό πιό εὔγλωττο κήρυγμα γιά τούς γύρω μας.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Τό ὄνομα Χριστιανός καί μάλιστα Ὀρθόδοξος δέν πρέπει νά σημαίνει γιά ἐμᾶς ἁπλῶς τόν καλό ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, ἀλλά ἐκεῖνον, πού εὐπροσωπεῖ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ἀφοῦ ἀξιώνεται ἀπό τόν Χριστό νά ἀποτελεῖ ἡ προέκτασή Του στόν κόσμο. Ὁ Χριστιανός, γράφεται στήν πρός Διόγνητον Ἐπιστολή ὁμολογεῖ τήν σχέση του μέ τόν Χριστό καί μαρτυρεῖ τήν κοινωνία μέ Ἐκεῖνον, μέσα ἀπό μία πολιτεία, πού φανερώνεται θαυμαστὴ καὶ ὁμολογουμένως παράδοξη. Ἀμήν.
Εκτύπωση
Email
Συντάχθηκε στις .
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, Χριστός ἀνέστη!
Στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», δύο φορές μέσα σέ μόλις 10 στίχους, ὀνομάζει αὐτούς πού πιστεύουν στόν Χριστό, ἁγίους. «Ἐγένετο δὲ Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν...» καί «...φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους...».
Στό ἴδιο κεφάλαιο μάλιστα στόν στίχο 13 στήν κλήση τοῦ Ἀνανία, νά δεχθεῖ καί νά βαπτίσει τόν μέχρι τότε διώκτη καί μετέπειτα Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο, οἱ πιστοί Χριστιανοί ἀναφέρονται καί πάλι ἅγιοι.
Ἁγίους τούς ὀνομάζει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος κατόπιν, ὅταν ἀπολογούμενος στόν βασιλιᾶ Ἀγρίππα, ἐνθυμεῖται, ὅτι, πρίν τήν μεταστροφή του ὡς διώκτης ἀκόμη, πολλούς Ἁγίους φυλάκισε. (βλ. Πραξ. κστ΄10). Παρομοίως δέ καί στίς ἐπιστολές Του: Α΄πρός Κορινθίους (α΄2), Πρός Ἐφεσίους (α΄4), Φιλιππησίους (α΄1) καί Κολοσσαεῖς (α΄4), ἀναφέρεται στούς παραλῆπτες ὀνομάζοντάς τους ἁγίους.
Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πώς ἡ λέξη ἅγιος ἀφορᾶ σέ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μέ τό βάπτισμά του στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐντάσσεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γίνεται μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα μετέχει στήν Ἁγιότητά Του, μέ σκοπό νά τήν διατηρήσει ὡς μόνιμο χαρακτηριστικό στήν αἰωνιότητα.
Ἅγιος στήν ἀπόλυτη ἔννοια τοῦ ὅρου εἶναι μόνο ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁ ὕμνος τῶν ἐξαπτερύγων Σεραφείμ, ὅπως περιγράφεται στό περιστατικό τῆς κλήσης τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα, «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...» (Ἠσ. Στ΄6), ὅπως τόν ἀκοῦμε καί στή θεία Λειτουργία, γιά νά καταλάβουμε τήν ἀπόλυτη Ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐπαναλαμβάνεται τρεῖς φορές ἡ λέξη Ἅγιος, γιά νά φανερωθεῖ ἡ παρουσία τῶν τριῶν θείων Προσώπων, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς καί ἡ ἄπειρη καί ἀπόλυτη ἁγιότητά Τους, γνωστά ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη κι ἄς ἐθελοτυφλοῦν οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ὅσοι ἄλλοι αἱρετικοί δέν παραδέχονται τήν Ἁγία Τριάδα. Παράλληλα δέ τονίζεται ὅτι Ἅγιος εἶναι μόνον ὁ Θεός καί ἀπό Αὐτόν καί μόνον καί μέσα ἀπό τή σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε Ἁγιότητα.
Ἡ λέξη ἅγιος λοιπόν ἀφορᾶ σέ ὅλους μας, γιατί ἀφορᾶ στή ζωή μας. Ἀποτελεῖ ἀφορμή πνευματικοῦ ἀγῶνος γιά τήν πνευματική μας ἀναβάθμιση, πού μπορεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά αὐξάνεται συνεχῶς. Ἡ Ἁγιότητα δέν ἔχει τέλος. Εἶναι ἄπειρη ὡς ἰδίωμα τοῦ ἄπειρου Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ πνευματική μας ἀνέλιξη στήν ἁγιότητα ἐπιδέχεται συνεχιζομένης ἀναβάθμισης. Ὁ ἁββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, θέλοντας νά δώσει ἔμφαση στόν πνευματικό ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου στό δρόμο τῆς Ἁγιότητας, ὑπογραμίζει, πώς ἅγιος στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἐνσυνείδητος ἁμαρτωλός σέ κατάσταση συνεχοῦς μετανοίας.
Μήν ξεχνᾶμε ἐπίσης, ὅτι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό ὁποῖο κοσμεῖ σχεδόν ὅλες τίς ἀκολουθίες τοῦ Νυχθημέρου καί ἐμφατικῶς ἀπαγγέλεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία, καταλήγουμε λέγοντας: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν...». Ἡ λέξη Ἁγία χρησιμοποιεῖται γιά νά δείξει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι Ἁγία, γιατί: α) ἔχει κεφαλή τόν ἀπολύτως Ἅγιο, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί β) ἔχει σκοπό νά ἀναδείξει ἁγίους, τά μέλη αὐτοῦ τοῦ Σώματος, δηλαδή τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι μέσα ἀπό τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας κοινωνοῦν μέ τόν Χριστό καί ἁγιάζονται ἀπό Ἐκεῖνον.
Αὐτό εἶναι καί τό βαθύτερο νόημα τῆς τελευταίας ἐκφώνησης τῆς θείας Λειτουργίας, λίγο πρίν τήν θεία Κοινωνία. «Πρόσχωμεν τά Ἅγια τοῖς ἁγίοις», σημαίνει πώς μέ προσοχή νά μεταδοθοῦν τά Ἅγια, δηλαδή τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ στούς Ἁγίους, ἐννοώντας σαφῶς τό πλήρωμα τῶν πιστῶν, τό ὁποῖο δέν παρακολουθεῖ ἁπλῶς, ἀλλά συνεπιτελεῖ τήν θεία Λειτουργία καί συμμετέχει σ’Αὐτήν μέσα ἀπό τήν θεία Κοινωνία. Γιά νά γίνει κατανοητή ἡ ἀπό κοινοῦ συμμετοχή Κλήρου καί Λαοῦ στή θεία Λειτουργία, σέ ὅλες τίς εὐχές καί τίς δεήσεις, χρησιμοποιεῖται τό ρῆμα σέ α΄πρόσωπο πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ, ὅπως δεηθῶμεν, παραθώμεθα, ἀναπέμπομεν κ.ἄ. Ἐκτός τούτου ἡ λέξη Λειτουργία εἶναι σύνθετη ἀπό τίς λέξεις λεῖτος, πού σημαίνει λαός στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα καί ἔργον, δηλαδή θεία Λειτουργία σημαίνει τό θεϊκό ἔργο τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ (Κλήρου καί Λαοῦ).
Ἅγιος ὀνομάζεται ἀμέσως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ξεχώρισε ἀνάμεσα στο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁμολογώντας μέ τή ζωή καί τό ἔργο του τήν πίστη του στόν ἀληθινό Θεό καί ἐνίοτε σφραγίζοντάς την μέ τό μαρτυρικό του αἷμα. Καί τοῦτο διότι ἔτσι κηρύσσεται ἡ κοινωνία του μέ τόν Θεό καί ὁ ἁγιασμός του, ὁ σκοπός δηλαδή τῆς ζωῆς μας. Παράλληλα δέ ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τῶν Ἁγίων, ἐπειδή ἀποτελοῦν τήν πραγμάτωση τῆς εὐαγγελικῆς διδαχῆς, γίνονται τό παράδειγμα καί τό πρότυπο καί γιά τούς ὑπολοίπους πιστούς.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Σήμερα ἑορτάζουμε καί τήν ἀνάμνηση τῆς θαυμαστῆς ἐμφανίσεως τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ στά Ἱεροσόλυμα τό 364 μ.Χ., ὅταν Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ ἅγιος Κύριλλος. Σύμφωνα μέ τό ἱστορικό ἦταν ἡ τρίτη ὥρα, δηλαδή γύρω στίς 9 τό πρωϊ, ὅταν ξαφνικά στόν οὐρανό τῶν Ἱεροσολύμων φάνηκε ὁ Τίμιος Σταυρός σχηματισμένος ἀπό ἐκθαμβωτικό φῶς, πάνω ἀπό τόν φρικτό Γολγοθᾶ μέχρι καί τό ὅρος τῶν Ἐλαιῶν.
Τοῦτο τό θαῦμα ἀποτελεῖ μία ἀκόμη ἐνισχυτική ὑπόμνηση τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας. Ὁ Τίμιος Σταυρός ὡς σύμβολο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀποτελεῖ ὄχι μόνο τό ἔμβλημα καί τόν θυρεό τῆς ζωῆς μας, ἀλλά καί συστήνει τό φρόνημα μέ τό ὁποῖο θά ζοῦμε τήν ζωή μας, ὅπως ἀκριβῶς τό βίωσαν οἱ Ἅγιοί μας σέ συνέχεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγιότητα περνᾶ μέσα ἀπό τόν Σταυρό καί ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ κοσμεῖ τήν ζωή μας ὡς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί συμβάλλει στήν ταπεινή ἐκφορά της. Στόν κόσμο αὐτόν δέν ἤρθαμε γιά νά δικαιωθοῦμε, οὔτε νά ζήσουμε εὐτυχισμένα καί ἄλυπα ἐπειδή εἴμαστε Χριστιανοί. Αὐτή ἡ ἀντίληψη εἶναι τοῦ κόσμου, ὄχι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅποιος Χριστιανός ἔχει τέτοια ἀντίληψη, δέν ἔχει γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα. Οἱ κάθε εἴδους θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες εἶναι ἀσκήσεις πνευματικές τίς ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Χριστός γιά νά ἀγωνισθοῦμε καί νά κερδίσουμε τήν αἰωνιότητα μαζί Του. Ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Χριστός εἶναι ὅ,τι μποροῦμε νά ἀντέξουμε γιά νά γίνουμε κι ἐμεῖς Ἅγιοι. Ὅλη αὐτή ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀγωνιζόμενου Χριστιανοῦ, σχηματίζει τόν σταυρό, τόν ὁποῖο ὁ καθένας μας σηκώνει καί στόν ὁποῖο εἶναι σταυρωμένος, ἀναμένοντας σέ συνέχεια ὅλων τῶν Ἁγίων τήν σωτηρία καί τήν συνέχιση τῆς ζωῆς μέ τόν Χριστό αἰωνίως.
Ἡ Ἁγιότητα εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας σύμφωνα καί μέ τήν θεϊκή προτροπή τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καί τῆς Καινῆς Διαθήκης «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι Ἅγιος εἰμί» (βλ.Λεϋιτ. Κ΄ 7,26 καί Α΄Πέτρ. Α΄16), ὅσο καί μέ τήν παράκληση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «Μιμηταί μου γίνεσθε ὡς κἀγώ Χριστοῦ»(Α΄Κορ. ια΄1).
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὅμως ἁγιάζει ἐκεῖνον, πού θέλει νά ἁγιασθεῖ. Ἀναδεικνύει ἅγιο ἐκεῖνον, πού σηκώνει τόν σταυρό Του ἀγόγγυστα καί Τόν ἀκολουθεῖ, ἐφοδιασμένος μέ τήν θεία Κοινωνία καί μέ τήν βεβαιότητα, ὅτι ἀποτελεῖ τήν συνέχεια καί τήν παράτασή Του στόν κόσμο καί τόν χρόνο. Ἡ φράση τῆς ἀναστάσιμης προσευχῆς «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ» φανερώνει ἀκριβῶς αὐτήν τήν θεοειδῆ ἐμπειρία τοῦ ἀγωνιζομένου Χριστιανοῦ, πού συσταυρώνεται μέ τόν Χριστό γιά νά συναναστηθεῖ μαζί Του καί νά ζήσει μαζί Του αἰωνίως. Ἀμήν.
Εκτύπωση
Email
Συντάχθηκε στις .
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ θεία Λειτουργία.
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι συγκεντρώνονταν μαζί μέ τά μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, κατά τό πρότυπο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί ἀφοῦ κήρυτταν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ τελοῦσαν τήν Θεία Εὐχαριστία. Συνδυάζοντας δέ τήν φιλοξενία, ὡς χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν, ἤ συνέτρωγαν ὅλοι μαζί ἤ διαμοίραζαν τρόφιμα καί ἄλλα ἀναγκαία στούς ἔχοντες ἀνάγκη, μέ πρώτους τίς χῆρες καί τά ὀρφανά, γιά τήν μέριμνα τῶν ὁποίων γίνεται λόγος καί στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (βλ. θ΄ 39), στήν Α΄πρός Τιμόθεον ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (ε΄3), ἀλλά καί τήν Καθολική (πρός ὅλους δηλαδή) ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου (α΄29).
Ἐπειδή ὅμως τά προβλήματα ἀπό τίς ἀνθρώπινες μικρότητες ποτέ δέν ἔλλειψαν οὔτε ἀπό τούς Χριστιανούς, μᾶλλον δέ σε αὐτούς ξεσηκώνονται πιό πολύ ἀπό τόν διάβολο, δημιουργώντας συχνά ταραχές καί ἀκαταστασίες, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀποφάσισαν ἀπό κοινοῦ νά προτείνους στούς Χριστιανούς, νά ἐκλέξουν ἑπτά ἄνδρες τούς ὁποίους τούς χειροτόνησαν Διακόνους, ὥστε νά ἐπιστατοῦν στήν διακονία τῶν τραπεζῶν, δηλαδή τά κοινά δεῖπνα τῶν χριστιανικῶν ἀγαπῶν καί νά φροντίζουν γιά τήν δίκαιη διανομή τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, μέ σκοπό τήν ἀποφυγή ἐρίδων καί σκανδαλισμοῦ, μέ τά ὁποῖα χαίρεται ὁ ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ἐπισημαίνει μέ ἔμφαση, ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐπέλεξαν νά χειροτονήσουν τούς ἑπτά Διακόνους γιά τήν διακονία τῶν κοινῶν δείπνων, διότι, ὅπως εἶπαν στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας: «δέν ἀρέσει οὔτε στόν Θεό, οὔτε καί σ’ ἐμᾶς νά ἐγκαταλείψουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπηρετοῦμε τά τραπέζια τῶν φαγητῶν...ἐμεῖς θά ἐπιμείνουμε καρτερικά στήν προσευχή καί στή διακονία τοῦ Λόγου» (βλ. Πράξ. στ΄ 2-3), δηλαδή στήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καί τή διακονία τοῦ κηρύγματος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προτεραιότητα, τήν ὁποία ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, στήν λειτουργική προσευχή καί στό κήρυγμα, δέν σημαίνει ἀσφαλῶς τήν ὑποτίμηση τοῦ ἔργου τῆς διακονίας τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων. Καταδεικνύει ὅμως τήν ἱεράρχηση δύο, θά μπορούσαμε νά ‘ποῦμε, ἱερῶν διακονιῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦσαν ἐντολή τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου. Μπροστά στή διακονία τῶν τραπεζῶν τῶν δείπνων τῆς ἀγάπης, ἀσυγκρίτως ἀνώτερη καί ἀναντίρρητα ὑψηλότερη καί ἱερώτερη εἶναι ἡ τέλεση τῆ θείας Λειτουργίας καί τό κήρυγμα τοῦ θείου Λόγου. Καί τοῦτο διότι τά κοινά δεῖπνα ἀφοροῦν στόν χορτασμό καί τήν αὔξηση τοῦ σώματος, ἐνῶ ἡ θεία Λειτουργία καί τό θεῖο κήρυγμα ἀφοροῦν στήν πνευματική τροφοδοσία καί τήν κατά Χριστόν αὔξηση τοῦ ἀνθρώπου, διά τοῦ ἄρτου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁ Ὁποῖος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ὅπως ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ὀνομάζει τόν Ἑαυτό Του στό 6ο κεφάλαιο τοῦ Ἰωάννου καί διά τοῦ λόγου τῆς ζωῆς, ὅπως καί πάλι ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει στήν Α΄Καθολική (πρός ὅλους δηλαδή) Ἐπιστολή του (βλ. α΄2).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα του Χριστοῦ καί γι’ αὐτό πρωτίστως εἶναι θεσμός πνευματικῆς τάξεως. Συγκροτεῖ δέ τά μέλη Της μέσα ἀπό τήν λατρευτική ζωή, μέ κέντρο τήν θεία Εὐχαριστία καί τό κήρυγμα τοῦ θείου Λόγου, τά ὁποῖα εὐθύς ἐξ ἀρχῆς εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀπαραίτητο συστατικό τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι ἀναγκαία γιά τήν κατήχηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Γι αὐτό δέν πρέπει νά παραθεωρεῖται ὡς κάτι περιττό. Φέρουν μέγιστον τῆς εὐθύνης βάρος, ὅσοι ἀδιαφοροῦν, γιά τό θεῖο κήρυγμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό κύριο ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου καί τήν πρώτη εὐθύνη, τήν ὁποία ἀναλαμβάνει ὁ Πρεσβύτερος μέ τήν χειροτονία του.
Ἡ σημερινή ἡμέρα ὅμως ἐκτός ἀπό αὐτές τίς ἐπισημάνσεις, προβάλλει ἐνώπιόν μας τά ἱερά πρόσωπα τῶν κηδευτῶν τοῦ Κυρίου, Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας καί Νικοδήμου, τοῦ νυκτερινοῦ μαθητή, μαζί μέ τήν χορεία τῶν ἁγίων ἐνδόξων Μυροφόρων, οἱ ὁποῖες περιστοίχιζαν καί συντρόφευαν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἰδίως κατά τίς στιγμές τοῦ φρικτοῦ ἑκουσίου Πάθους τοῦ Κυρίου μας, μέ πρώτη, τήν ἁγία Μαρία τήν Μαγδαληνή.
Ὅλοι τους, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἀψήφησαν τόν κίνδυνο, πού διέτρεχαν ἀκόμη καί γιά τήν ζωή τους, καί ἐξέφρασαν τήν ἔμπρακτη ἀγάπη τους στόν Χριστό, διακονώντάς Τον, καθ’ ἥν στιγμήν οἱ Μαθητές Του κρύφτηκαν φοβούμενοι τόν θυμό τῶν Ἰουδαίων. Ἡ τόλμη καί ἡ γενναιότητά τους τονίζεται μέ ἔμφαση ἄμεσα καί ἔμμεσα ἀπό τούς ἱερούς Εὐαγγελιστές.
Ὅμως στήν Ἱστορία δέν ἔμειναν μόνο γιά τήν ἀδιαμφισβήτιτη ἀνδρεία τους, ἀλλά κυρίως γιά τό γνήσιο χριστιανικό τους ἦθος καί τό ἀπαράμιλλο ἐκκλησιαστικό τους φρόνημα, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων πρόλαβαν, ἄς ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, τήν ἀπόφαση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, νά ἐπιμείνουν στήν προσευχή καί τό κήρυγμα καί νά μήν ἀσχοληθοῦν μέ τή διακονία τῶν τραπεζῶν.
Δέν ἦταν μόνο τό ὅτι τόλμησαν νά ἀποκαθηλώσουν καί νά ἐνταφιάσουν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἦταν μόνο τό ὅτι ἔσπευσαν νά ἀγοράσουν ἀρώματα γιά νά ἐπιτελέσουν τά νεκρικά τους ἔθιμα. Δέν ἦταν μόνο τό ὅτι ὑποτίμησαν κάθε κίνδυνο καί ἀπειλή.
Ἦταν κυρίως τό γεγονός, ὅτι αὐτά τά προέκριναν εἰς βάρος τῆς προετοιμασίας τοῦ πασχαλινοῦ τους Τραπεζιοῦ. Διότι τότε καί ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι προετοιμάζονταν νά ἑορτάσουν τό Πάσχα τους, τήν μεγαλύτερη ἑορτή τοῦ ἑβραϊκοῦ ἑορτολογίου, πού τούς θύμιζε τήν ἐλευθερία ἀπό τήν σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου, ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος μαζί μέ τίς Μυροφόρες γυναῖκες, δέν ἀσχολήθηκαν μέ καμμία πασχαλινή προετοιμασία. Οὔτε τό πασχαλινό τραπέζι τους ἐτοίμασαν, οὔτε γιά τίς οἰκογένειές τους φρόντισαν νά μαγειρέψουν, οὔτε νά εἶναι μαζί τους καί νά περάσουν οἰκογενειακά προτίμησαν, ἀλλά προέκριναν νά διακονήσουν τόν Χριστό κάι μάλιστα διακινδυνεύοντας τήν ζωή τους. Ἀφιέρωσαν τόν χρόνο τους στήν φροντίδα ἐκείνου τοῦ ἀχράντου Σώματος, τό ὁποῖο κόπηκε πάνω στόν τίμιο Σταυρό γιά τίς ἁμαρτίες μας καί ἐκείνου τοῦ τιμίου Αἵματος, τό ὁποῖο ἐκχύθηκε γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τόν διάβολο καί νά μεταγγίζεται σέ ἐμᾶς γιά νά ἔχουμε ζωή καί σωτηρία.
Ἀντί τοῦ ἑβραϊκοῦ τους Πάσχα, διακόνησαν τό Πάσχα τῆς σωτηρίας μας καί ἔτσι ἔγιναν διαπρύσιοι κήρυκες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καί χωρίς νά τό καταλάβουν ἐνδεχομένως, διά τῆς ἱερᾶς διηγήσεως τῶν Εὐαγγελίων ἔμειναν στήν ἱστορία, ὡς ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν πράξη λίγα χρόνια νωρίτερα, αὐτό πού διακήρυξαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι: «δέν ἀρέσει οὔτε στόν Θεό, οὔτε καί σ’ ἐμᾶς νά ἐγκαταλείψουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπηρετοῦμε τά τραπέζια τῶν φαγητῶν...ἐμεῖς θά ἐπιμείνουμε καρτερικά στήν προσευχή καί στή διακονία τοῦ Λόγου».
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Τόσο μέσα ἀπό τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ὅσο καί μέσα ἀπό τήν διήγηση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἔρχεται ἀβίαστα τό συμπέρασμα, πώς εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη νά ἀναπτύξουμε μιά ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό, ἡ ὁποία θά ἔρχεται σέ συνέχεια τοῦ ἤθους τόσο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅσο καί αὐτῶν τῶν ἁγίων ἀνθρώπων. Μιά ζωή στήν ὁποία θά προκρίνεται ἡ διακονία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο μέσα ἀπό τά ἔργα ἀγάπης, ἀλλά κυρίως μέσα ἀπό τήν συμμετοχή μας στή θεία Λατρεία, μέσα ἀπό τήν συχνή θεία Κοινωνία, μέσα ἀπό τήν ἀκρόαση τοῦ θείου κηρύγματος καί ἐν γένει τῆς Ὀρθόδοξης κατήχησης, ὥστε νά προαγόμαστε πνευματικά καί νά μήν ἐνδιαφερόμαστε μονοδιάστατα γιά τίς ὑλικές μας ἀνάγκες, προκρίνοντας τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, εἰς βάρος τῆς πνευματικῆς μας συγκρότησης.
Ἐάν βέβαια θέλουμε νά ζοῦμε ἐν Χριστῷ καί σέ αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλά και αἰωνίως! Ἀμήν.
Εκτύπωση
Email
Συντάχθηκε στις .
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σήμερα συνεορτάζεται ἡ μνήμη δύο μεγάλων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Θωμᾶ καί τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, οἱ ὁποῖοι μαρτυροῦν τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἕνας μέ τήν ψηλάφηση καί ὁ ἄλλος μέ τό μαρτύριο.
Ὅπως μᾶς ἀφηγήθηκε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὀκτώ ἡμέρες μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τήν πρώτη ἐμφάνισή Του στούς Μαθητές, πού ἦταν κλειδαμπαρωμένοι, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», ὁ Ἀναστάς Κύριος τούς ἐπισκέφθηκε ἐκ νέου. Κατά τήν πρώτη συνάντηση μαζί τους ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε κι ὅταν οἱ ἄλλοι Μαθητές τοῦ εἶπαν πώς εἶδαν τόν Κύριο Ἀναστημένο, ἐκεῖνος ἀπάντησε, πώς θά πιστέψει, μόνο ἄν δεῖ τίς πληγές ἀπό τά καρφιά τοῦ Σταυροῦ στά χέρια καί τά πόδια Του καί βάλει τό χέρι του σ’ αὐτές καί τήν λογχευθεῖσα πλευρά Του. Ὁ Χριστός λοιπόν, ἐπειδή ὡς ἀληθινός Θεός δέν φοβᾶται τήν ἔρευνα, οὔτε τήν ψηλάφηση καί κάθε πραγματογνωμοσύνη, ἐπανεμφανίσθηκε σέ ὅλους τούς Μαθητές, δίδοντας τήν εὐκαιρία καί στόν Θωμᾶ νά ὁμολογήσει πανηγυρικά τήν πίστη του σ’ Ἐκεῖνον καί νά γίνει μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ἕνας τέτοιος Μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα μεγάλος, ἐξ οὗ καί Μεγαλομάρτυς εἶναι ὁ σήμερα τιμώμενος Ἅγιος Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἐφέτος ἑορτάζεται κανονικά λόγῳ τοῦ προηγηθέντος ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα στίς 16 Ἀπριλίου. Ἐάν ὅμως τύχει τό Πάσχα νά ἑορτάζεται μετά τήν 23ην Ἀπριλίου, τότε ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γεωργίου πάντοτε μεταφέρεται τήν Δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, διότι ὁ ἅγιος Γεώργιος πρῶτα καί πάνω ἀπό ὅλα πιστοποιεῖ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐπισημαίνει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν ἀναφέρεται στόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, παρά τούς διωγμούς καί τά μαρτύρια, στά ὁποῖα κάθε φορά ὁ κόσμος Τήν ὑπέβαλε.
Ἔτσι κι ὁ Ἅγιος Γεώργιος δέν λυπήθηκε, σύμφωνα μέ τήν κοσμική νοοτροπία, τήν ὑπέρ τό δέον ἐπαινετή του νεότητα τῶν 23 ἐτῶν, οὔτε τό λαμπρό μέλλον καί τήν ἀδιαμφισβήτητη λαμπρή του καριέρα, ἀλλά μέ ἱλαρή διάθεση, παρά τά φρικτά μαρτύρια στά ὁποῖα τόν ὑπέβαλαν, ὅλα τά θυσίασε γιά τήν ἀγάπη καί τήν δόξα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ! Γι’αὐτό καί στήν συνείδηση ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἀκόμη καί τῶν ἀλλοθρήσκων ἔμεινε γιά πάντα νέος καί ζωντανός, κυριαρχώντας μέσα στό Ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο καί στηρίζοντας τόν κοινό νοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, ὄχι μόνο μέ τόν βίο, τήν πολιτεία του καί τά μαρτύρια τά ὁποῖα μέ ξεχωριστή τόλμη καί γενναιότητα ὑπέμεινε, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν σύγχρονη μαρτυρία. Ἐμφανίζεται καί θαυματουργεῖ συνεχῶς μέ τήν δύναμη καί τήν χάρη τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καί μέσα ἀπό τόν Τάφο του στή Λύδδα, ὁ ὁποιος συχνά πυκνά μυροβλύζει, ἀνανενώνοντας τήν μαρτυρία τῆς ἀναστημένης ζωῆς.
Σήμερα μάλιστα τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα εἶναι ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Γεώργιο. Πρόκειται γιά τούς 11 πρώτους στίχους τοῦ 12ου κεφαλαίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καί ἀφορᾶ στή θαυμαστή διάσωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἀπό τήν φυλακή, στήν ὁποία τόν ἔκλεισε ὁ Ἡρώδης μέ σκοπό νά τόν ἐκτελέσει. Ὁ Βασιλιᾶς Ἡρώδης, ἐγγονός τοῦ Ἡρώδη, πού γνωρίζουμε ἀπό τά γεγονότα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐπιτέθηκε μέ διωγμό κατά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὁποία τότε ἔκανε τά πρῶτα της βήματα. Εἶχε συλλάβει μάλιστα τόν ἀπόστολο Ἰάκωβο, ἕνα ἀπό τούς 12 Ἀποστόλους, τόν ἀδελφό τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί τόν ἐκτέλεσε πρόωρα. Κι ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτό ἄρεσε στούς Ἰουδαίου, συνέλαβε καί τόν Πέτρο μέ σκοπό νά τόν θανατώσει κι ἐκεῖνον, σκεπτόμενος, ὅτι θά ἦταν καλό νά ἀπασχολεῖ μέ τέτοια θεάματα τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ τούς ἀρέσουν, ὥστε ἐκεῖνος νά μπορεῖ ἀνενόχλητος νά ἀσκεῖ τά βασιλικά του καθήκοντα, μέ ὅ,τι θά μποροῦσε νά σημαίνει αὐτό.
Εἶναι πολλά τά κοινά σημεῖα αὐτοῦ τοῦ ἀναγνώσματος μέ τόν βίο καί τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Κατ’ ἀρχήν ὁ διωγμός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί ἡ φυλάκιση ἀμφοτέρων, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου δηλαδή καί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἀκολούθως ἡ θαυμαστή θεραπεία τῶν πληγῶν τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἀπό τά μαρτύρια, θυμίζει τήν θαυμαστή ἀπελευθέρωση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ἄλλο ἕνα σημαντικό κοινό στοιχεῖο εἶναι ἡ ἐκτενής προσευχή, ἡ ὁποία γινόταν ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν σωτηρία τοῦ Πέτρου, ἡ ὁποία συνδυάζεται μέ τήν ἐκτενῆ προσευχή τόσο ἀπό τά μέλη τῆς τότε Ἐκκλησίας, ὅσο καί ‘παό τόν Ἴδιο τόν Ἅγιο Γεώργιο κατά τήν παραμονή του στήν φυλακή. Ἀποστέλεσμα μάλιστα τῆς προσωπικῆς του ἐν μέσω μαρτυρίων καρδιακῆς προσευχῆς ἦταν νά δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος τόν ἐνθάρρυνε καί τόν ἐνίσχυσε ἀναγγέλοντάς του, ὅτι μετά ἀπό λίγο ἔμελλε νά τόν διαβιβάσει διά τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου εἰς τήν ζωήν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος πολιτεύθηκε πάνω στήν γῆ καί μαρτύρησε, ὅπως καί οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί μάλιστα στήν νεαρή ἡλικία τῶν 23 ἐτῶν. Κήρυξε τήν πίστη στόν Ἀναστάντα Χριστό μέ τόν λόγο του. Τήν ἐπαλήθευσε μέ τήν ζωή του. Τήν ὁμολόγησε μέ τήν ὑποδειγματική του καρτερία στά μεγάλα καί πολλά μαρτύρια. Ἐν τέλει δέ ἐπισφράγισε τήν πίστη του στόν Ἀναστάντα Χριστό μέ τήν μαρτυρική του τελείωση, ἐπαληθεύοντας πλήρως τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλ. α΄29), δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός μᾶς χάρισε ὡς δῶρο ὄχι μόνο νά πιστεύουμε σέ Αὐτόν ἀλλά νά ὑποφέρουμε καί γιά Αὐτόν.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι γεμάτη ἀπό τίς ἀποδείξεις τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶτε μέσα ἀπό τίς προτυπώσεις, εἴτε μέσα ἀπό τήν διεξοδική διήγηση τῶν γεγονότων πρίν και μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἴτε μέσα ἀπό τήν καταγραφή τῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τόσο στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅσο καί στίς διάφορες Ἐπιστολές τους.
Τό ἀναμφισβήτητο δέ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐπιτείνεται ἀπό τόν βίο καί τήν θαυμαστή πολιτεία τῶν Ἁγίων καί τῶν Μαρτύρων κάθε ἐποχῆς, ἀπό τόν Πρωτομάρτυρα Στέφανο μέχρι καί τόν τελευταῖο μάρτυρα τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτή ἡ μαρτυρία μάλιστα ἀποτελεῖ τήν σημαντική προτροπή τοῦ Θεοῦ ὅπως τήν ἐπισημαίνει ὁ Προφήτης Ἠσαϊας μέ τήν φράση: «Γίνεσθέ μοι Μάρτυρες» (ΜΓ΄10).
Πρός ἐπαλήθευσιν δέ τῶν ὅσων ἀναφέραμε γιά τόν ἔνδοξο Τροπαιοφόρο Μεγαλομάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας μας, θά ἀναφέρουμε κάτι, ἀπό τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, τό ὁποῖο δέν εἶναι πολύ γνωστό. Πέρα ἀπό τούς ἑκατοντάδες μάρτυρες πού πίστευσαν στόν Χριστό ἐξαιτίας τοῦ γενναίου ἐν μάρτυσι Γεωργίου καί μαρτύρησαν καί μάλιστα μνημονεύονται μέσα στό τελευταῖο δεκαήμερο του Ἀπριλίου, ὁ ἅγιος Γεώργιος συνήγειρε σέ πνευματική ἐγρήγορση τόν μετέπειτα Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος τότε ἦταν νεαρός ἔφηβος στήν αὐλή τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ὁ ἅγιος θεόστεπτος βασιλέας καί ἰσαπόστολος Μέγας Κωνσταντῖνος ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τήν γενναιότητα καί τήν ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἦταν ἕνας ἀπό τούς λόγους, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου, ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνέλαβε τά ἡνία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, σταμάτησε τούς διωγμούς, ἀπελευθέρωσε τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί πάνω ἀπό τό στέμμα του, ὅπως καί πάνω στό σκῆπτρο τοῦ τοποθέτησε τόν τίμιο Σταυρό. Τόσο πολύ δυνατά δίδαξε ὁ ἅγιος Γεώργιος μέ τό μαρτύριό του. Γι'αὐτό εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον ἀγαπημένους μας Μεγαλομάρτυρες καί ἀήττητος Τροπαιοφόρος. Ἄς ζητήσουμε τήν πρεσβεία του πρός τόν Ἀναστάντα Κύριό μας καί μακάρι νά ἀξιωθοῦμε στό μέτρο τῆς δυνάμεώς μας νά δίδουμε πάντοτε τήν ἀναστάσιμη μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο μέ τή ζωή μας. Ἀμήν.
Εκτύπωση
Email