Γνωρίζουμε βέβαια, ὅτι αὐτοί οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὑποδέχθηκαν με ἐνθουσιασμό τον Χριστό, μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἀπαιτοῦσαν την σταύρωσή Του. Ὁ ἄκρατος ἐνθουσιασμός του πλείστου ὄχλου κατά την εὐαγγελική διήγηση, μετετράπη σέ ἄσβεστο μίσος. Ἐκεῖνον, τον Ὁποῖον ὑποδέχθηκαν ὡς Βασιλιᾶ, Ἐκεῖνον βλασφημοῦσαν ὡς κακοῦργο, παίρνοντας πάνω τους ὅλη την εὐθύνη τῆς βλασφήμου θανατώσεως τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀφοῦ, ὅταν ὁ Πιλᾶτος διακήρυξε την ἀθωότητά του ἀπό αὐτό το ἔγκλημα, πλένοντας ὑποκριτικά τά χέρια του, ὁ ὄχλος ἀπάντησε: «το αἷμα Του ἄς πέσει πάνω μας και πάνω στά παιδιά μας».
Ἀλλά τότε, γιατί συνεχίζουμε να σταυρώνουμε τον Χριστό με τίς ἐπιλογές τῆς ζωῆς μας; Γιατί συνεχίζουμε να διαφοροποιούμαστε ἀπό το θέλημα και τη διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας, ὅπως ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τά προβάλλει και τά τηρεῖ;
Γιατί Τον βλασφημοῦμε με λόγια και ἔργα; Ἀλήθεια πώς μποροῦν κάποιοι, βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, νά καταδέχονται να βλασφημοῦν με οἰκτρούς λόγους το πανάγιο Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας μας και τοῦ Τιμίου Σταυροῦ; Ἡ βλασφημία, λέει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, εἶναι ἔκφραση μίσους κατά τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀποτέλεσμα βρώμικης καρδιᾶς και χαρακτηρίζει πονηρή κι ἀχάριστη ψυχή.
Ὅσοι βαπτισμένοι Χριστιανοί βλασφημοῦν, ἐνῶ θα ἔπρεπε να εἶναι το στόμα τοῦ Θεοῦ γίνονται το στόμα τοῦ διαβόλου, ἐκστομίζοντας βλάσφημες κουβέντες. Ὁ διάβολος δεν μπορεῖ να βλασφημήσει, γιατί φοβᾶται τον Θεό, φρίττει και τρέμει ἐνώπιόν Του, ἀλλ’ ὅμως πείθει δυστυχῶς τούς ἀνόητους ἀνθρώπους να το πράττουν. Ἴσως πῆραν θάρρος ἐπειδή προσφάτως ἡ βλασφημία τῶν θείων, με νόμο τοῦ κράτους, δεν ἐπισύρει πλέον ποινικές εὐθύνες.
Ἄν ὅσοι βλασφημοῦν τά θεῖα, μποροῦσαν να δοῦν την ψυχή τους, θα παρατηροῦσαν, ὅτι δεν διαφέρουν καί πολύ ἀπό τον διάβολο κι ἄν δεν ἐξομολογηθοῦν, μετανοώντας για την τεράστια αὐτή πτώση τους, ἐτοιμάζονται για την αἰώνια κόλαση.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε σχετικά: Ἐάν ἕνας ἄνθρωπος ὑβρίσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου ἤ τον ἀδελφό μου ἔχω χρέος ὡς Χριστιανός να τον συγχωρήσω. Ἐάν ὅμως ὑβρίσει τον Χριστό και την Παναγία μου δεν θέλω να τον βλέπω.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Εἰσερχόμαστε στην Ἁγία και Μεγάλη Ἑβδομάδα, στη διάρκεια τῆς ὁποίας ἀναζωγραφοῦνται ἐνώπιόν μας ὅλα τά ἱστορικά γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας για τη σωτηρία μας, με κορυφαῖα την Σταύρωση και τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος καταπάτησε τον διάβολο και κατήργησε τον θάνατο, χαρίζοντας ζωή στους ἀνθρώπους.
Ἐμεῖς τώρα, ἐπειδή ὡς ἄνθρωποι «σάρκα φοροῦντες και τον κόσμον οἰκοῦντες» ἁμαρτάνουμε συνεχῶς, ἄς προσέξουμε να μην γίνεται ἡ ζωή μας καρφί στον Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά με την μετάνοιά μας, ἄς εἶναι το μῦρο τῆς ἀποκαθήλωσής Του και ἡ ζῶσα κι ἁπτή μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ὁ Κύριος ἀπό το ὕψος τοῦ Σταυροῦ συγχώρησε τούς βλάσφημους σταυρωτές Του ἀναγνωρίζοντάς τους το ἐλαφρυντικό, ὅτι δεν γνώριζαν τί ἔπρατταν. Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε και ἄν ἐμμένουμε στην ἁμαρτία, δεν ἔχουμε ἐλαφρυντικό. Γι’ αὐτό ἄς ἀξιοποιήσουμε τίς εὐκαιρίες, ὅσο εἶναι καιρός, ὥστε και το βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας να ἀποθέσουμε με την ἐξομολόγηση, ἀλλά και να ζήσουμε το μεγαλεῖο τῆς Ἀνάστασης μέσα ἀπό τη λειτουργική ζωή ὅλης τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Ἑβδομάδος και κυρίως με τη συνεχῆ θεία Κοινωνία.
Σήμερα, ὅπως και την προηγούμενη Κυριακή, ὁ Κύριος προετοίμασε τούς Μαθητές για το Πάθος και την Ἀνάστασή Του, λέγοντας: «Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται σέ χέρια ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι θα τον θανατώσουν και ἀφοῦ πεθάνει την τρίτη ἡμέρα θα ἀναστηθεῖ». Διευκρίνισε, πώς οἱ Ἀρχιερεῖς και οἱ Γραμματεῖς θα παραδώσουν τον Υἱό τοῦ ἀνθρώπου στα ἔθνη, δηλαδή στους Ῥωμαίους κατακτητές, οἱ ὁποῖοι θα Τον ἐμπαίξουν, θα Τον μαστιγώσουν, θα Τον φτύσουν κι ἐν τέλει θα Τον θανατώσουν, ἀλλά ὅμως την τρίτη ἡμέρα θα ἀναστηθεῖ.
Αὐτές οἱ ἐν εἴδει προφητείας ἀναφορές τοῦ Κυρίου στο σταυρικό Πάθος και την Ἀνάστασή Του φανερώνουν ἀπό την μια μεριά, ὅτι εἶναι ἀληθινός Θεός και γνωρίζει τά πάντα κι ἀπό την ἄλλη, ὅτι το πάθος Του εἶναι ἑκούσιο, δηλαδή με τη θέλησή Του καταδέχεται να σταυρωθεῖ για τη σωτηρία μας και ὡς Θεός να ἀναστηθεῖ. Ἐνῶ γνωρίζει τί Τόν περιμένει στα Ἱεροσόλυμα, ἐντούτοις ὄχι μόνο δεν ἀποφεύγει να κατευθυνθεῖ προς τά ἐκεῖ, ἀλλά ἐπισημαίνει λεπτομερῶς καί την ἔκβαση τῶν γεγονότων.
Κοινό σημεῖο και στις δύο ἀναφορές εἶναι ἡ ἔκφαση πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος, ἀποκαλώντας τον ἑαυτό Του ὡς τονΥἱό τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἀρχικῶς δηλώνει, ὅτι ὁ Χριστός προέρχεται μόνο ἀπό ἕνα ἄνθρωπο, την Παναγία μας, ἡ Ὁποία συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρίς δηλαδή την διαμεσολάβηση ἀνδρός, λόγος για τον ὁποῖον ὅλοι ἐμεῖς χαρακτηριζόμαστε ὡς υἱοί ἀνθρώπων, ἀφοῦ προερχόμαστε ἀπό την ἕνωση ἀνδρός και γυναικός. Ὅμως σημαντικό ρόλο ἔχουν και τά ἄρθρα. Δεν αὐτοαποκαλεῖται Υἱός ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὡστε να δηλωθεῖ ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου με την ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός θεωρεῖται ὁ κατ’ ἐξοχήν Ἄνθρωπος,ἀφοῦ προσέλαβε την ἀνθρώπινη φύση χωρίς την ἁμαρτία, ὅπως ἀκριβῶς δημιουργήθηκε ὁ πρῶτος Ἀδάμ, γι’αὐτό ὀνομάζεται και νέος Ἀδάμ.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ἀπό τό ἕνατο κεφάλαιο τῆς Πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς, ὁμιλεῖ για την μοναδική σπουδαιότητα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα κάνει μία σύγκριση τῶν ἀρχιερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τόν μόνο ἀληθινό Ἀρχιερέα, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Στη διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός τέλεσε την πρώτη θεία Λειτουργία, προτυπώνοντας τη σταυρική Του θυσία. Εὐλογώντας μετέβαλε τον ἄρτο και τον οἶνο σέ Σῶμα και Αἷμα Του και Τά μετέδωσε στους Μαθητές, καθώς ἐπρόκειτο μετά ἀπό λίγο, το μέν Σῶμα να καρφωθεῖ στον τίμιο Σταυρό, το δε Αἷμα να χυθεῖ για τίς ἁμαρτίες μας. Κι ἐπειδή τούς ἔδωσε την ἐντολή να ἐπιτελοῦν την ἴδια θεία Λειτουργία για να ἔχουν την ἀνάμνησή Του, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀκολουθώντας αὐτήν την ἐντολή, τελοῦμε συνεχῶς τη θεία Λειτουργία για να κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος και τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ και να ἔχουμε ζωηρή την ἀνάμνησή Του.
Ἡ θεία Κοινωνία για τον Ὀρθόδοξο Χριστιανό εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἔκφραση τῆς ζωῆς του. Το πιο σημαντικό πράγμα πού ἔχουμε να κάνουμε, εἶναι να προετοιμαστοῦμε για να σταθοῦμε μπροστά στην Ὡραῖα Πύλη και να μεταλάβουμε τοῦ ἀχράντου Σώματος και τοῦ τιμίου Αἷματος τοῦ Χριστοῦ, γιά να ἔχουμε ζωή και σωτηρία.
Διότι ὁ ἄνθρωπος μόνο ὅταν εἶναι ἑνωμένος μέ τον Χριστό, ἔχει τη δύναμη να παλέψει με τον διάβολο και να νικήσει. Ἡ θεία Κοινωνία καταστέλλει την ἁμαρτία καί εἶναι το ἀντίδοτο τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Κάθε φορά πού μεταλαμβάνουμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἐπισφραγίζεται ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, πού ἐξομολογηθήκαμε, ἐπαληθεύεται ὁ πνευματικός ἀγῶνας, πού ἐπιχειροῦμε κι ἐφοδιαζόμαστε για τη συνέχισή του, με σκοπό την αἰώνια παρουσία μας στη Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁ Κύριος θυσιάστηκε μια για πάντα πάνω στον τίμιο Σταυρό αἱματηρῶς κι ἔκτοτε θυσιάζεται ἀναιμάκτως σέ κάθε θεία Λειτουργία. Αὐτό πού πρέπει ὁπωσδήποτε να κατανοήσουμε εἶναι ὁτι ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς μας και ὄχι το ἔθιμο τῶν Ἑορτῶν. Ὀφείλουμε να ἐκκλησιαζόμαστε ἀνυπερθέτως τίς Κυριακές και τίς Ἑορτές, προετοιμαζόμενοι να μεταλαμβάνουμε συνεχῶς τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Στη θεία Κοινωνία πρέπει να προσερχόμαστε με τη δέουσα προετοιμασία, ἡ ὁποία δεν εἶναι ἡ νηστεία. Λένε πολλοί: να νηστεύσω λίγες μέρες για να κοινωνήσω. Αὐτό εἶναι λάθος. Καλό εἶναι ἡ νηστεία να συνοδεύει την προετοιμασία μας και την προσέλευσή μας στη θεία Κοινωνία. Ἡ ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση για να κοινωνήσουμε αὐτές τίς ἡμέρες, ἀλλά και συνεχῶς στη ζωή μας εἶναι ἡ ἐξομολόγηση, ἡ ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά.
Ἡ θεία Λειτουργία ἐπίσης ἀποτελεῖ την πραγματική ἀναπαράσταση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ με κορύφωση τη θεία Κοινωνία. Γι’ αὐτό δεν πρέπει να κοινωνοῦμε χωρίς πρῶτα να ἐκκλησιασθοῦμε. Ὅπως οἱ Μαθητές παρακάθισαν σέ ὅλο τον Μυστικό Δεῖπνο και στο τέλος κοινώνησαν, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε να κοινωνοῦμε τακτικά συμμετέχοντας πρῶτα στην τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ κακή συνήθεια, πού ἔχουν ὁρισμένοι αὐτές τίς ἡμέρες να ἀπαιτοῦν να κοινωνήσουν ἀπό τη θεία Κοινωνία, πού φυλάσσεται ὅλο το χρόνο στο ἅγιο Ἀρτοφόριο και προορίζεται για ἔκτακτες ἀνάγκες ἀσθενῶν ἤ ἐτοιμοθάνατων ἤ το χειρότερο να ψάχνουν να βροῦν ποιά Ἐκκλησία θα ἀρχίσει ἀξημέρωτα, ὥστε να μεταβοῦν να κοινωνήσουν καί να φύγουν εἶναι μεγάλο λάθος και ἀδικαιολόγητο σφάλμα. Καλύτερο εἶναι να μην κοινωνήσουν, ἄν εἶναι να προσέλθουν με τον ἴδιο τρόπο, πού θα πᾶνε στην ἀγορά να ψωνίσουν. Κι ἄς θυμηθοῦν πώς κι ὁ Ἰούδας βιαστικά κοινώνησε κι ἔφυγε, με ἀποτέλεσμα να προδώσει τον Χριστό!
Ἄς ἔχουμε ὑπ’ ὅψη μας δε, ὅτι ὅταν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος στην ἀγωνιώδη προσευχή Του στον κῆπο τῆς Γεθσημανῆ εἶπε: «εἰ δυνατόν ἐστίν παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ το ποτήριον τοῦτο» (βλ. Ματθ. κστ΄39), δεν το εἶπε, ἐπειδή δείλιασε μπροστά στον θάνατο. Διότι ὅπως προαναφέραμε, ὁ Κύριος θυσιάσθηκε με την συνείδηση ὅτι θυσιάζεται για τη σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἐκπληρώνοντας με τη θέλησή Του, τον σκοπό τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ὁ λόγος αὐτός ὅμως τῆς ἀγωνιώδους προσευχῆς ἐξῆλθε ἀπό το θεῖο στόμα τοῦ Χριστοῦ ἐπειδή ὡς Θεός γνώριζε, ὅτι δυστυχῶς ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἀνθρώπων δεν θα ἀξιοποιήσει την ἐπί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ αἱματηρή Του θυσία, ὅπως αὐτή παρατείνεται στους αἰῶνες μέσα ἀπό τη θεία Λειτουργία για τη σωτηρία τους!
Ἄς μην μείνουμε λοιπόν ἐμεῖς τουλάχιστον ἀδιάφοροι μπροστά στη θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἄς μάθουμε ἐπιτέλους νά κοινωνοῦμε «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης». Κι ἄς παρακαλοῦμε τόν Χριστό νά μᾶς ἀξιώνει νά συμμετέχουμε στόν Μυστικό Του Δεῖπνο μέχρι τήν τελευταία μας ἀναπνοή, ἔχοντας στά χείλη καί τήν καρδιά μας τήν παρακλητική ὁμολογία τοῦ ληστοῦ: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου.»Ἀμήν.