ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΑΜΟΥ ΚΑΙ ΙΚΑΡΙΑΣ κ.κ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΕΠΙ ΤΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Ἀγαπητά μου παιδιά,
Ἡ ἀνθρωπότητα ὁδοιποροῦσε κατάκοπη καί ἀποθαρρημένη. Δέν γνώριζε οὔτε τόν πραγματικό σκοπό, οὔτε τόν προορισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπικρατοῦσε φρικτή εἰδωλολατρεία, ζοφερό σκοτάδι σ’ ὅλην τήν προχριστιανική ἀνθρωπότητα. Οἱ πρωτόπλαστοι μετά τήν πτώση ἔχασαν τόν Παράδεισο καί τήν εὐτυχία τους. Μπῆκε στή ζωή τους ἡ ἁμαρτία, ὁ πόνος καί ὁ θάνατος, φυσικός καί ἠθικός. Ὁ Πανάγαθος Πατέρας ἔδωσε στούς πρωτοπλάστους πού θρηνοῦσαν, τό Πρωτευαγγέλιο γιά τόν Λυτρωτή, ὁ ὁποῖος θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως (Γεν.3,15).
Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ μεταδόθηκε ἀπό στόμα σέ στόμα σέ ὅλους τούς λαούς. Ἡ προσδοκία τοῦ Λυτρωτῆ καί τῆς ἐπανόδου τῆς χρυσῆς ἐποχῆς, τῆς ἀρχικῆς παραδείσιας καταστάσεως, ἐφώτιζε τά σκοτάδια καί ἁπάλυνε τόν πόνο γιά τήν ἀπώλεια τοῦ παραδείσου.
Ἦταν παγκόσμια ἡ προσδοκία γιά τόν Θεάνθρωπο Λυτρωτή. Ἦταν μιά μή συνειδητή, μιά ἀσίγαστη νοσταλγία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Αὐτή ἡ νοσταλγία πρόβαλε ἀπό τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς τῶν προχριστιανικῶν λαῶν, ὡς ἡ μόνη ἐλπίδα γιά τήν λύση τοῦ πανανθρωπίνου δράματος, τοῦ χωρισμοῦ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Καί ὅταν συμπληρώθηκε ὁ καιρός, ὅταν ὁ πανανθρώπινος πόνος παρεβίασε τόν οὐρανό, σέ μιά ἥσυχη νύχτα τοῦ Δεκέμβρη, στό σταῦλο τῆς Βηθλεέμ, ἄγνωστος ἀπό ὅλους, μή ἀποδεκτός ἀπό ὅλους, γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἔγινε υἱός τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς Υἱοί τοῦ Θεοῦ. Τυλίχθηκε στά σπάργανα, γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ἔγινε μικρός, γιά νά μᾶς κάνει μεγάλους. Ἔγινε πτωχός, γιά νά μᾶς κάνει πλούσιους. Ἦρθε κλαίγοντας γιά νά στεγνώσει τά δάκρυά μας. Γεννήθηκε στά ξένα, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν οὐράνια Πατρίδα μας. Πουθενά δέν βρῆκε μιά θέση σέ ὅλη τήν χώρα, γιά νά ἔχουμε ἐμεῖς θέση στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.