Συντάχθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2024 .
«Τί νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;»
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Σέ συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν, πού ἀκούσαμε τίς προηγούμενες Κυριακές καί μᾶς ὁμιλοῦσαν γιά τίς καταστροφικές συνέπειες τοῦ πλούτου, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς πλεονεξίας, τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁμιλεῖ γιά τήν εὐθεία ἀντίθεση τοῦ πλούτου μέ τήν αἰώνια ἐν Χριστῷ ζωή.
Ἄς θυμηθοῦμε, πώς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του μακάρισε τούς φτωχούς, λέγοντας πώς εἶναι δική τους ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν (βλ. Λουκ. στ 20) καί σήμερα ἀκούγοντας τήν ἀγωνιώδη ἐρώτηση τοῦ πλούσια νέου γιά τό πώς θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή, τοῦ συνέστησε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν πλοῦτο καί νά γίνει φτωχός, διότι ναί μέν τηροῦσε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ὑπάκουε στόν νόμο Του, ὅμως ὁ πλοῦτος, πού κατεῖχε ἦταν ἡ μεγάλη του δέσμευση.
Βλέποντας αὐτόν τόν νέο νά προσεγγίζει τόν Χριστό, σκεπτόμαστε, πώς στή θέση του θά μποροῦσε νά βρίσκονται πολλοί ἀπό ἐμᾶς. Ἀφ’ ᾗς στιγμῆς μάλιστα ἀπό τήν μιά μεριά, τηροῦμε τίς βασικές ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχουμε πέσει μέ τήν χάρη Του στά μεγάλα ἁμαρτήματα τῆς κλοπῆς, τοῦ φόνου, τῆς μοιχείας, τῆς ψευδομαρτυρίας καί ἀπό τήν ἄλλη, λίγο-πολύ μᾶς ἀπασχολεῖ τό ἀγωνιῶδες ἐρώτημα αὐτοῦ τοῦ νέου. Διότι ἡ αἰώνια ζωή θά πρέπει νά ἀπασχολεῖ τόν κάθε ἐνσυνείδητο Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ἀφοῦ αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ἡ παρουσία μας πάνω στή γῆ εἶναι ἐφήμερη καί προσωρινή καί τό ἔργο μας ἐδῶ δέν εἶναι, νά συγκεντρώνουμε πλοῦτο καί ἀνέσεις ὑλικές, ἀλλά νά προετοιμάσουμε τήν αἰώνια ζωή μέ τόν Χριστό στήν Οὐράνια Βασιλεία Του. Καί πολλές φορές ἀναμφισβήτητα ἐργαζόμαστε πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Ὅμως δέν προοδεύουμε, ἐπειδή κάτι μᾶς κρατᾶ δεσμευμένους καί δυσκίνητους, ἕως ἀκίνητους κάποιες φορές πρός τήν ἐν Χριστῷ τελείωση.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁμίλησε κι ἄλλες φορές γιά αὐτό τό κάτι, πού μᾶς δεσμεύει, γιά τό ἕνα πού ἔχουμε ἀνάγκη. Ἄς θυμηθοῦμε τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῶν θεομητορικῶν ἑορτῶν, ὅταν, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (βλ. ι΄ 42), ἐπισκέφθηκε τό σπίτι τοῦ Λαζάρου καί ἐκεῖ ἐπέστησε τήν προσοχή τῆς Μάρθας στό ἕνα πού ἐπέλεξε ἡ Μαρία, ἡ ὁποία στάθηκε δίπλα του γιά νά ἀκούσει τήν θεϊκή του διδαχή. Ἄς θυμηθοῦμε ἐπίσης τό περιστατικό ἐκεῖνο, πού περιγράφεται ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο (βλ. η΄22) καί ἀκοῦμε ὡς τό τέταρτο εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τοῦ Ἱεροῦ Εὐχελαίου, ἐκεῖ ὅπου κάποιος ζητεῖ νά γίνει μαθητής Του καί νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ἀφοῦ πρῶτα πάει νά θάψει τόν πατέρα του, ἀλλά ὁ Χριστός τοῦ ζητεῖ νά τόν ἀκολουθήσει τήν ἴδια στιγμή, χωρίς νά πάει στήν κηδεία τοῦ πατέρα του. Αὐτό τό ἕνα γιά ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο ἦταν σύμφωνα μέ τήν ἀπόλυτα σωστή κρίση τοῦ Κυρίου μας ἡ πόρτα ἀπό τήν ὁποία θά εἰσερχόταν κι ἐκεῖνος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός, ὅπως τότε σ’ ἐκεῖνον τόν νέο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου νά μᾶς ὑποδείξει αὐτό τό ἕνα, πού πρέπει νά προσέξουμε καί νά ἀποδεσμευτοῦμε ἀπό αὐτό, ἀλλά καί τά πολλά τά ὁποῖα πρέπει νά δώσουμε γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε. Τότε γιά ἐκεῖνον τόν νέο, τό ἕνα πού τόν ἐμπόδιζε ἦταν τό πάθος τῆς φιλαργυρίας. Στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς ὑπάρχει ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο πού μᾶς πονᾶ στήν πνευματική μας ζωή. Ὑπάρχει κάτι πού πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε, τό ὁποῖο θά μᾶς πονέσει ἀναμφίβολα, ὅταν τό ἀποκόψουμε, ἀλλά ταυτόχρονα θά αἰσθανθοῦμε ὅτι μᾶς ἀνοίγεται διάπλατα ἡ πόρτα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης στόν νέο ὁ Χριστός συστήνει ὅλα ὅσα ἔχει νά τά μοιράσει. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι και οἱ Ἀπόστολοι ὅλα τά ἄφησαν καί ἔτσι ἀπρόσκοπτοι Τόν ἀκολούθησαν. Θά πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν πνευματική μας πορεία ὑπάρχει τό ἕνα πού πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε στόν ἑαυτό μας καί τά πολλά πού πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε.
Κανείς μας δέν πρόκειται νά γευθεῖ ἀπό αὐτήν τήν ζωή τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀν τηρεῖ μέν τούς κανόνες, ἀλλά ὅμως δέν ἔχει αὐτήν τήν πνευματική ἐλευθερία. Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα αὐτόν τόν λόγο, πολλοί Πατέρες παρομοιάζουν τόν ἄνθρωπο μέ ἕνα ἀετό, πού ἔχει τήν δύναμη νά ἀνοίξει τά φτερά του καί νά φύγει κατακόρυφα γιά τόν οὐρανό, ἀλλά ὅμως εἶναι δεμένος στό ἔδαφος μέ διάφορα σκοινιά, πού περιορίζουν τήν ἐλευθερία του. Καλεῖται νά κόψει ἕνα-ἕνα αὐτά τά σκοινιά, εἴτε λέγονται πάθη, εἴτε λέγονται ἐμπαθεῖς μέριμνες, εἴτε λέγονται κακές συνήθειες, εἴτε λέγονται φυσικές ὁρμές, εἴτε ὁποιεσδήποτε ἁμαρτίες ὑπάρχουν καί χαρακτηρίζουν τή ζωή μας, ὅλες ἀνεξαιρέτως γιά νά μπορέσει νά ἀπελευθερωθεῖ. Ἔστω κι ἕνα σκοινί ἄν μείνει ἀπό τά ὁποῖα εἶναι δεμένος δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθεῖ.
Ὅπως καταλαβαίνουμε ὁ λόγος τῆς σημερινῆς περικοπῆς εἶναι νά ἀντιληφθοῦμε, ὅτι κάτι μᾶς δεσμεύει σ’αὐτόν τόν κόσμο καί μᾶς στερεῖ τήν ἐλευθερία μας καί ὅτι χρειάζεται νά δώσουμε τά πάντα γιά νά κινηθοῦμε ἐλεύθερα πρός τήν Οὐράνια Βασιλεία. Σκοπός μας εἶναι πρῶτα νά βροῦμε τό ἕνα σημεῖο ἀπό τό ὁποῖο χάνουμε τήν ἐλευθερίας μας καί μετά τό πώς ὅλα θά μπορέσουμε νά τά προσφέρουμε μέ ἁπλότητα καί αὐθορμητισμό στόν Κύριο. Ἴσως γιά τόν λόγο αὐτό καί οἱ τρεῖς Εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος, ὁ Μᾶρκος καί ὁ Λουκᾶς, ἀναφέρουν τό περιστατικό αὐτό καί τό τοποθετοῦν ἀμέσως μετά ἀπό τήν εὐλογία πού ἔδωσε ὁ Χριστός στά παιδιά, λέγοντας πώς ὅποιος δέν δεχθεῖ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτά τά μικρά παιδιά μέ ἀθωότητα, αὐθορμητισμό καί ἁπλότητα, δέν θά μπορέσει νά δεῖ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
Τόσο ὄμορφα καί ἁπλᾶ τά λέει ὁ Κύριος, ἀλλά ἔμεῖς δυστυχῶς ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν κοσμική νοοτροπία ποῦ μᾶς περιβάλλει τά θεωροῦμε δύσκολα καί περίπλοκα.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Καθώς σιγά-σιγά ὁδεύουμε πρός τά Χριστούγεννα, τήν Μητρόπολη τῶν Ἑορτῶν, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς μας προετοιμασίας, νά μήν ἀμελήσουμε τήν ἐξομολόγησή μας, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἄς προστρέξουμε στούς πνευματικούς μας, νά μᾶς ὑποδείξουν τό ἕνα πού δεσμεύει τήν ἐλευθερία μας. Μόνοι μας δέν θά τά καταφέρουμε. Ἐννοεῖται πώς ὅλοι μας ἔχουμε ἕνα πνευματικό Πατέρα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνα σταθερό πνευματικό σημεῖο ἀναφορᾶς, διότι ἐκεῖνος ἀναδέχεται τήν ἐξομολόγησή μας, προσεύχεται γιά ἐμᾶς καί μᾶς καθοδηγεῖ στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, παρέχοντας τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν διά τῆς Ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, ὅπως Ἐκεῖνος οἰκονόμησε γιά τη σωτηρία μας.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶναι παρών στό Μυστήριο φωτίζει τόν πνευματικό Πατέρα καί μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκεῖνος μᾶς ὑποδεικνύει μέ τήν πνευματική του αἴσθηση, τί πρέπει νά δώσουμε στόν Κύριο, ἀπό πού χάνουμε τήν ἐλευθερία μας, ποιά εἶναι ἡ πόρτα ἀπό τήν ὁποία ἐνδεχομένως εἰσέρχεται ὁ διάβολος καί μπερδεύει τή ζωή μας. Τότε θά νοιώσουμε σάν ἀετοί πού ἀνοίγουμε τά φτερά μας, θά φύγουμε ἀπό τήν μιζέρια, θά ξεχάσουμε τίς μικρότητες καί θά ἐξαλείψουμε τίς ὀλιγοπιστίες μας, πού τόν τελευταῖο καιρό μᾶς τυρρανοῦν.
Ἄς εὐχηθοῦμε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ νά βροῦμε αὐτά τά δύο πράγματα: τό ἕνα ἀπό τό ὁποῖο χάνουμε τήν ἐλευθερία μας καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά δώσουμε τά πάντα στόν Χριστό γιά νά μᾶς ἀναδείξει κληρονόμους τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀμήν.
Εκτύπωση
Email
Συντάχθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2024 .
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς ἀπό τόν Θεό γιά νά ζεῖ πάντοτε ἐλεύθερος, αὐτεξούσιος καί ὑγιής μέσα στόν Παράδεισο. Καμμία ἀσθένεια νά μήν τόν ταλαιπωρεῖ καί ποτέ νά μήν γνωρίσει τόν θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δυστυχῶς διαπραγματεύθηκε μέ τόν διάβολο τά δῶρα αὐτά «τῆς Ἀρχεγόνου Δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ», ὅπως τά ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία μας καί μέ τρόπο πολύ ἐπιπόλαιο τά ἔχασε μαζί μέ τόν Παράδεισο, ὅπως περιγράφεται στό Βιβλίο τῆς Γενέσεως.
Ἐξόριστος πλέον πάνω στή γῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀποζητεῖ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀντισταθμίσει τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, πού δέν τόν βαραίνει ἁπλῶς, ἀλλά ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀσθένεια, πού τόν πονάει καί τόν θάνατο, πού ἐν μέρει τόν ἀφανίζει.
Ἐνώπιον μιᾶς ἀσθένειας, ἀγωνιοῦμε, φοβόμαστε καί λαμβάνουμε μέτρα προφύλαξης, μή τυχόν καί κινδυνεύσει ἡ πολύτιμη ὑγεία μας, ὅπως ἰδιαιτέρως συμβαίνει τόν τελευταῖο καιρό. Βέβαια ὑπάρχουν καί περιπτώσεις, βαρέων καί ἀνιάτων ἀσθενειῶν, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπανακτᾶ τήν ὑγεία του μέν, ἀλλά ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀξιοποιήσει τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς του, ὅπως ἀκοῦμε στίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ζήσει εἰρηνικά καί μέ μετάνοια, ὥστε διά τοῦ βιολογικοῦ θανάτου μεταστεῖ στήν ἄλλη διάσταση ζωῆς, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος» . Ἔλεγε ὁ γνωστός σέ ὅλους μας Ἅγιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης, πώς ἡ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, γέμισε τόν Παράδεισο, ἐννοώντας ἀκριβῶς, πώς ὁ ἄνθρωπος βλέποντας νά ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ σωματικοῦ του θανάτου, ἔχει τήν εὐκαιρία νά προετοιμασθεῖ κατάλληλα, νά ἐξομολογηθεῖ, νά εἰρηνεύσει μέ τούς συνανθρώπους του καί νά μεταλάβει τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ὥστε νά ζεῖ αἰωνίως ἐν Χριστῷ. Καί ὅλα αὐτά σύμφωνα πάντοτε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οἱ πιό πολλοί ἀπό ἐμᾶς στό ἄκουσμα καί μόνο τῆς λέξης θάνατος ἀναριγοῦμε, καθώς φέρνουμε στό νοῦ μας τόν βίαιο χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά κι ἐπειδή ἀγνοοῦμε τή στιμή κατά τήν ὁποία θά πεθάνουμε καί ἀκόμη περισσότερο, ἐπειδή δέν εἴμαστε ἔτοιμοι γιά τό μεγάλο αὐτό καί μόνο βέβαιο ταξίδι τῆς ζωῆς μας. Ἄν καί ἡ Ἐκκλησία πάντοτε φροντίζει νά μᾶς καλλιεργεῖ τή μνήμη τοῦ θανάτου, μόνον λίγοι εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἀγωνιοῦν καί γιά τό ἄν θά εἶναι ἔτοιμοι νά ξανοιχτοῦν στήν αἰωνιότητα. Ἄν δηλαδή κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους εἶναι εἰρηνευμένοι, ἐξομολογημένοι καί κοινωνημένοι, ὥστε νά ἔχουν καλή ἀπολογία μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί νά γλιτώσουν ἀπό τίς αἰώνιες συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Ὁ θάνατος, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο εἶναι ἡ φιλάνθρωπη ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά μήν γίνει τό κακό ἀθάνατο πάνω στη γῆ. (Λόγος 38, Εἰς τά ἅγια Θεοφάνια, εἴτουν τά Γενέθλια του Σωτήρος Χριστοῦ, PG 36, 324 D). Δηλαδή πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει καί ἡ ἁμαρτία του. Οὔτε ἐκεῖνον πλέον κατατρέχει, ἀλλά οὔτε ἐκεῖνος ταλαιπωρεῖ ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀλλά καί τό ὅτι δέν γνωρίζουμε τόν χρόνο τοῦ θανάτου μας, πάλι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ τό τακτοποίησε, γιατί ἄν ὁ ἄνθρωπος γνώριζε πότε θά πεθάνει, τίποτε δέν θά τόν συγκρατοῦσε ἀπό τήν κακία καί τήν ἁμαρτία. Ὁ θάνατος ἔρχεται σάν ἕνα χαλινάρι, γιά νά συμμαζεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἐνθυμούμενος πώς εἶναι μέν θνητός, ἀλλά μέ ἀθάνατη προοπτική.
Τοῦτο σημαίνει πώς δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι, μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἡ ζωή συνεχίζεται. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει χρονική ἀρχή, ὅταν συλλαμβάνεται στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀλλά δέν ἔχει τέλος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεθάνει, τό μέν σῶμα ἐπιστρέφει στή γῆ, στά ἐξ ὧν συνετέθη στοιχεῖα, γι’ αὐτό καί στήν ταφή λέγει ὁ ἱερέας «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς. Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ».
Ἡ ψυχή ὅμως ὡς ἐγκατεστημένη ἀπό τήν πνοή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀθάνατη καί συνεχίζει τήν πορεία της. Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο ζεῖ σέ μία ἄλλη διάσταση ζωῆς, πού ὀνομάζεται μέση κατάσταση ψυχῶν, ἐν ἀναμονῇ τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὁπότε θά ἀναστηθοῦν τά νεκρά σώματα τῶν ἀνθρώπων καί θά εἰσέλθουν ξανά σέ αὐτά οἱ ψυχές καί ὡς κανονικοί καί ὁλόκληροι ἄνθρωποι, θά σταθοῦμε ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, στό κριτήριο τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, γιά νά ἀκούσουμε τήν δίκαιη κρίση Του.
Αὐτό ὅμως, πού δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει εἶναι ὅτι μετά τόν βιολογικό θάνατο δέν ὑπάρχει μετάνοια, οὔτε δυνατότητα ἀλλαγῆς τῆς κατάστασής μας . Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος γιά νά προετοιμάσει τήν αἰωνιότητα, αὐτό γίνεται ὅσο καιρό εἶναι μέ σῶμα καί ψυχή. Γιά ὅσο καιρό δηλαδή ζοῦμε πάνω στή γῆ, ἔχουμε χρέος νά προετοιμάσουμε τήν αἰώνια ζωή μας. Στόν κόσμο αὐτό δέν ἐρχόμαστε γιά νά ἀποκτήσουμε χρήματα, κτήματα καί περιουσίες, οὔτε γιά νά κάνουμε ἐπίδειξη δύναμης καί ἐξουσίας ἤ κατάχρηση τῶν χαρισμάτων μας. Κι ἄν ξεφεύγουμε ἤ παρασυρόμαστε ἀπό τόν σκοπό μας, πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή ἐν Χριστῷ, ἡ μετάνοια γίνεται ὁ τρόπος νά ἐπιστρέψουμε καί νά ἀκολουθήσωμε τη ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία κηρύττει συνεχῶς καί ἐναγωνίως γιά τήν ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, προτρέποντας παράλληλα νά πράττουμε τό καλό καί τό ἀγαθό, πού μᾶς ὁμοιώνει μέ τόν Θεό. Κυρίως ὅμως ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση. Ἡ μετάνοια πάντοτε ἦταν καί εἶναι ἡ κεντρική ἰδέα τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως ὅλοι μας ἔχουμε ὄχι μόνο τήν εὐκαιρία, ἀλλά τό δικαίωμα ἀπό τόν Θεό, νά διορθώνουμε τά λάθη μας, μέ δική μας πρωτοβουλία, νά σβήνουμε τίς ἁμαρτίες μας μέ τήν χάρη Του καί νά λυτρωνόμαστε ἀπό τίς αἰώνιες συνέπειες.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καταδεικνύει πόσο βαρειά εἶναι αὐτή ἡ ἔκφραση «αἰώνιες συνέπειες» καί πόσο σπουδαῖο εἶναι γιά ἐμᾶς νά ἔχουμε μνήμη θανάτου, δηλαδή νά ἐνθυμούμαστε, ὅτι κάποια στιγμή, ἄγνωστο πότε, θά πεθάνουμε καί θά τελειώσει αὐτή ἡ ζωή καί μαζί της, θά τελειώσουν καί ὅλες οἱ καταστάσεις πού τήν συνοδεύουν. Τίποτε δέν συνεχίζει πέραν τοῦ τάφου, παρά μόνον ὅ,τι κατήρτισε ὁ ἄνθρωπος μέ τρόπο πνευματικό στή ζωή του καί ὅ,τι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ οἰκοδόμησε στήν ψυχή του. Αὐτή ἡ πνευματική οἰκοδομή εἶναι θεμελιωμένη στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀκρογωνιαῖο λίθο τήν θεία Κοινωνία καί ἀναγκαῖα προετοιμασία τό νά ζεῖς, ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἐδῶ συντείνει ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἄν μείνουμε ἀνεξομολόγητοι καί μακρυά ἀπό τόν Χριστό σ’ αὐτήν τήν ζωή, ἀδιαφορώντας γιά την ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τη θεία Κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἷματός Του, τότε δυστυχῶς θά εἴμαστε αἰωνίως μακρυά Του καί θά τιμωρούμαστε αἰωνίως, ὅπως ὁ δυστυχής, ἀνώνυμος πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Ἄς γνωρίζουμε δέ ὅτι στήν ἀγωνιώδη προσευχή τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, γιά τό ἄν θά σωθῇ, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καί τοῦ συνέστησε: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι.»
Ἄς συντηροῦμε λοιπόν στή μνήμη μας τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας καί τί ἀπολογία θά δώσουμε στόν Κύριο, ὥστε νά συνεγειρόμαστε σέ φιλότιμη προσπάθεια, γιά νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, μέ σκοπό τήν αἰωνιότητά μας ἐν Χριστῷ. Ἀμήν.
Εκτύπωση
Email
Συντάχθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2024 .
Ἐρωτηθεις ὁ Σεβασμιώτατος διὰ τὴν θλιβερὴ ἐπέτειο τῶν 4 ἐτων ἀπὸ τὸν καταστρεπτικό σεισμό στὴ Σάμο, εἴπε τά ἐξης:
Τέσσερα χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὸν σφοδρότατο καὶ καταστροφικὸ σεισμό τῆς 30ης Ὀκτωβρίου 2020, που ἔπληξε τὸ νησί μας, μὲ θύματα δύο νέα παιδιὰ καὶ ἀνυπολόγιστες ὑλικὲς καταστροφὲς σὲ κτίρια καὶ κυρίως σὲ 98 τραυματισμένους Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ 4 Μοναστήρια.
Θλιβερὸς ἀπολογισμὸς μὲ φοβερὲς ὑλικὲς καὶ ψυχολογικὲς συνέπειες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ, λειτουργικὴ, λατρευτικὴ καὶ πνευματικὴ ζωή τους. Φοβερὴ ἐμπειρία. «Δειλία θανάτου ἐμπίπτει» στὴ ψυχή.
Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους, ἀλλὰ καὶ θλιβερό, ὅτι ἀκόμα, μετὰ ἀπὸ 4 χρόνια, οἱ Ἱεροὶ Ναοί μας βρίσκονται ἐκτὸς λειτουργικῆς καὶ λατρευτικῆς ζωῆς. Ἔγιναν ὑποστηλώσεις σὲ μερικούς, μετὰ τὴν ὑπογραφὴ προγραμματικῶν συμβάσεων μὲ τήν Περιφέρεια Βορείου Αἰγαίου, τούς Δήμους Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Σάμου, τήν Γενική Γραμματεῖα Νησιωτικῆς Πολιτικῆς καί κυρίως μέ τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ. Ἀναθέσεις καὶ ἐκπονήσεις μελετῶν βρίσκονται σὲ πλήρη ἐξέλιξη ἀναμένοντες καί χρηματοδοτήσεις.
Εἶναι ἀλήθεια ὃτι ὁ φυσικὸς σεισμός μας ἐπηρέασε. Ὅμως στὴν ἐπιφάνεια ἦρθε ἐντονότερος προβληματισμός μας, οἱ πνευματικοί σεισμοί τῆς καθημερινότητας ποὺ θανατώνουν αἰώνιες ψυχὲς «περί ὦν Χριστός ἀπέθανε», γκρεμίζουν πνευματικά οἰκοδομήματα, ἰσοπεδώνουν ἀξίες, οἰκογένεια, σχολεῖο, νεολαία, τελικὰ ὄχι μόνο τὴν ἴδια τήν κοινωνία, ἀλλὰ καὶ τὸ μέλλον της. Δὲν ἀπογοητευόμεθα. Οἱ πνευματικοί σεισμοὶ ἀπελευθερώνουν γκρεμίζοντας ἀποκαλύπτουν πνευματικὸ οὐρανό, ἀνακαινίζουν καὶ ἀνανεώνουν. Σεισμοὶ ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ Θεία Χάρις στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ ἐξομολόγησης χωρὶς φωνὲς καὶ βουητά, εἶναι οἱ σεισμοί τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ καὶ οἱ ἀγγελοι χαίρονται “ἐπὶ ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοούντι”.
Νὰ μᾶς διαφυλάττει ὁ Θεός. Ἀνθρωπίνως ἀγωνιζόμεθα. Τό ἒργο τῆς ἀνορθώσεως καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν ζημιῶν δύσκολο.
Ἐλπίζουμε καὶ προσδοκοῦμε εὐχόμενοι νά ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε καί πάλιν τούς Ἱερούς Ναούς καί τά Μοναστήρια μας στήν προτέρα ὡραιότητά τους. “Ἐπίρρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου”. (Ψαλμ. ΝΔ΄, 23)
Εκτύπωση
Email
Συντάχθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2024 .
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί ,
Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό την ὁμιλία τοῦ Κυρίου «ἐπί τόπου πεδινοῦ», ἡ ὁποία σέ σύγκριση μέ την ἐπί του ὄρους ὁμιλία εἶναι μικρότερη σέ ἔκταση, ἀλλά ἐπεξεργάζεται τά ἴδια ὑψηλά ἰδανικά.
Συγκεφαλαιώνοντας μέσα σέ λίγες λέξεις τό πνεῦμα τοῦ νέου νόμου τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Κύριος ἐπισημαίνει: «Ὅπως θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρωνται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι νά τούς συμπεριφέρεσθε κι ἐσεῖς.» Εἶναι ἡ θετική διατύπωση καί ἡ πνευματική ἀναβάθμιση ἐκείνου τοῦ γνωμικοῦ, πού ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι: «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσῃς» .
Ἄς προσέξουμε ὅμως μιά σημαντική λεπτομέρεια! Εἶναι ἄλλο πράγμα νά μήν ἀδικήσεις τόν συνάνθρωπό σου καί ἄλλο πράγμα, σαφῶς ἀνώτερο, νά τόν εὐεργετήσεις καί νά δώσεις ἔμπρακτη ἀγάπη καί χωρίς κἄν νά περιμένεις νά σοῦ ἀνταποδώσει μέ τό «εὐχαριστῶ», ὅπως ἄλλωστε λέει κι ὁ Λαός μας: «κάνε τό καλό καί ρίξ’το στό γιαλό».
Δηλαδή: Θέλουμε νά μᾶς ἀγαπᾶνε; Νά ἀγαπᾶμε κι ἐμεῖς κι ἄς μήν μᾶς ἀγαποῦν. Θέλουμε νά μᾶς συγχωροῦνε; Νά συγχωροῦμε κι ἐμεῖς κι ἄς μήν μᾶς συγχωροῦν. Θέλουμε νά μᾶς συμπεριφέρονται σωστά; Κι ἐμεῖς νά φροντίζουμε νά ἔχουμε σωστή συμπεριφορά, κι ἄς μήν απολαμβάνουμε τά ἴδια. Θέλουμε νά μᾶς συμπαραστέκονται στίς δυσκολίες μας; Νά πράττουμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο, κι ἄς μήν βρίσκονται γιά ἐμᾶς συμπαραστάτες.
Ὁ Κύριος δέν μᾶς ἀποτρέπει ἁπλῶς ἀπό τήν κακία, ἀλλά μᾶς προτρέπει στήν ἀρετή, καθώς ἡ ἀπουσία τῆς κακίας ἀπό μόνη της δέν συνεπάγεται τήν παρουσία τῆς ἀρετῆς. Καί ὅλα αὐτά, χωρίς νά περιμένουμε οὔτε ἀναγνώριση, οὔτε ἀνταπόδοση!
Ὁ Κύριος λοιπόν μᾶς συνιστᾶ νά πράττουμέ το ἀγαθό, καί μάλιστα πρῶτοι. Κι ἀκόμη περισσότερο, νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας, αὐτούς δηλαδή πού μᾶς ἐχθρεύονται ἤ μᾶς μισοῦν. Γι’ αὐτό καί κάθε βράδυ, ὅταν ὁλοκληρώνουμε τήν προσευχή του Ἀποδείπνου, μέ εἰδική αἴτηση ζητοῦμε τό ἔλεος καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ γιά ὅσους μᾶς ἀγαποῦν ἤ μᾶς μισοῦν. Καί σέ κάθε θεία Λειτουργία ἀκοῦμε τό παράγγελμα «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν», πού σημαίνει νά ἀγαπήσουμε πρῶτα τούς ἄλλους γιά νά ὁμολογήσουμε ἀπό κοινοῦ καί μονοιασμένοι τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ὁ πραγματικός Χριστιανός δηλαδή, ὡς ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, δέν δύναται νά δεῖ κανένα ὡς ἐχθρό του.
Ἡ Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα ἐξάλλου ἐπισημαίνει, ὅτι ὁ Χριστιανός ἔχει μόνο ἕνα ἐχθρό, τόν διάβολο καί μόνον ἕνα πόλεμο, αὐτόν ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί μόνο ἕνα ὅπλο μπορεῖ νά κρατήσει, τό ὅπλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται καί τήν θερμή του προσευχή.
Στή συνέχεια ὁ Χριστός μᾶς ἐξηγεῖ πῶς ἐκφράζεται αὐτή ἡ ἀγάπη: «Ἐάν ἀγαπᾶτε μόνον ἐκείνους ποῦ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά ἀμοιβή σᾶς ἀνήκει ἀπό τόν Θεό; Καμμία. Διότι καί οἱ ἁμαρτωλοί το ἴδιο κάνουν. Καί ἐάν κάνετε τό καλό σ’ ἐκείνους, ποῦ σᾶς εὐεργετοῦν, ποιά ἀνταμοιβή μπορεῖ νά ἔχετε ἀπό τόν Θεό; Καμμία. Διότι καί οἱ ἁμαρτωλοί ἔτσι ἐνεργοῦν. Καί ἐάν δανείζετε σ’ ἐκείνους ἀπό τούς ὁποίους ἐλπίζετε νά πάρετε πίσω τα δανεικά, ποιά ἀνταπόδοση ἀπό τόν Θεό σᾶς ἀνήκει; Καμμία. Διότι καί οἱ ἁμαρτωλοί δανείζουν σέ ἄλλους ἁμαρτωλούς γιά νά πάρουν πίσω ὁλόκληρο το ποσό πού δάνεισαν ἤ καί σέ καιρό ἀνάγκης νά πάρουν κι αὐτοί ἴσα δάνεια. Ἐσεῖς ὅμως νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας καί ὅλους νά τούς εὐεργετεῖτε καί νά δανείζετε σέ ὅλους, φίλους καί ἐχθρούς χωρίς νά περιμένετε καμμία ἀνταπόδοση ἀπό αὐτούς.»
Ὁ Κύριος ζητεῖ τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, καί ὄχι τήν ψεύτικη συμφεροντολογική ἀγάπη τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία δέν ἔχει πνευματική ἀξία. Διότι ποιά ἀξία ἔχει νά κάνεις τό καλό ἐπειδή περιμένεις ἀνταπόδοση; Ἡ ἀγάπη ἀξίζει µόνο, ὅταν τήν κάνεις γιά τόν Θεό, χωρίς νά ὑπολογίζεις ποιός εἶναι ὁ ἀποδέκτης τῆς ἀγάπης σου.
Ἡ ἀγάπη, πού ζητεῖ ὁ Χριστός πρέπει νά ἀγκαλιάζει ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τούς δύστροπους, τούς ἄδικους, τούς ἄφιλους, μέχρι καί τούς ἐχθρούς. Ἡ ἀγάπη δέν δανείζεται, ἀλλά προσφέρεται ἀνιδιοτελῶς. Βέβαια µία τέτοια ἀγάπη, ἰδίως πρός τούς ἐχθρούς, φαίνεται δύσκολη ἤ καί ἀκατόρθωτη. Πῶς νά ἀγαπήσουμε καί νά εὐεργετοῦμε κι αὐτούς ἀκόμη ποῦ µᾶς πληγώνουν, µᾶς ἀδικοῦν, µᾶς ὑβρίζουν, µᾶς πολεμοῦν;
Ὅμως μήν ξεχνᾶμε, ὅτι τέτοια ἀγάπη ἔδειξαν οἱ Ἅγιοι καί οἱ πιστοί της Ἐκκλησίας μας, σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τοῦ Ἴδιου του Κυρίου. Ἡ ἀγάπη τους αὐτή ἦταν πού ἐντυπωσίασε καί ἄλλαξε τόν κόσμο· ἦταν ἡ σφραγίδα τῆς γνησιότητάς τους. Διότι τέτοια ἀγάπη μᾶς ἔδειξε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιά ἐμᾶς, πού ἀπομακρυνθήκαμε. Γι’ αὐτό γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Ρωμαίους: «Ὁ Θεός ὅμως δείχνει τήν δική Του ἀγάπη σ’ ἐμᾶς, μέ τό ὅτι ἐνῶ εἴμασταν ἀκόμη ἁμαρτωλοί, ὁ Χριστός ἀπέθανε γιά χάρη μας» (βλ. Ρωμ. ε 8). Ὅταν ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ συγχώρησε τούς σταυρωτές του, ὁ ἐκ δεξιῶν ληστής ἀκούγοντάς Τον ἀλλοιώθηκε πνευματικά καί ἐξομολογούμενος ζήτησε νά τόν θυμηθεῖ στή Βασιλεία Του καί σώθηκε ἀπολαμβάνοντας τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του κι ἐνῶ ἴσως ποτέ δέν ἀγάπησε, οὔτε ἀγαπήθηκε. Δύσκολη βέβαια φαίνεται ἡ ἀποδοχή αὐτῆς τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἔτσι ἀποφάσισε καί δίδαξε ὁ Χριστός!
«Ἄν ἐπικρατοῦσε παντοῦ ἡ ἀγάπη , σημειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πόσο διαφορετικός θά ἦταν ὁ κόσμος μας! Ἄν ὅλοι ἔδιναν ἀγάπη καί εἰσέπρατταν ἀγάπη, κανένας δέν θά ἀδικοῦσε σέ τίποτε καί οἱ φόνοι, φιλονικίες, πόλεμοι, ἐπαναστάσεις, κλοπές, πλεονεξίες καί ὅλα τα κακά θά ἐξαφανίζονταν. Ἀκόμα καί τό ὄνομα «κακία» θά ἦταν ἄγνωστο.»
Τέτοια ἀγάπη ὅμως εἶναι δῶρο Θεοῦ καί αὐτό θά πρέπει νά τό ζητοῦμε καθημερινά ἀπό τόν Θεό ἀγωνιζόμενοι νά γίνουμε ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ ὅλοι μας θέλουμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας κατανόηση, ὑπομονή, συμπόνοια, στήριξη, φιλία καὶ ὅλη τὴν ἁπλότητα τούτου τοῦ κόσμου. Μέ ἁπλά λόγια, νά προσευχόμαστε λέγοντας: «Κύριε, τι μπορῶ νά κάνω σήμερα γιά τήν δόξα σου; Τί μπορῶ νά κάνω γιά τό αἷμα πού ἔχυσες γιά ἐμᾶς; » Διότι ὁ Κύριος δέν θά μᾶς κρίνει μόνο γιά τίς ἁμαρτίες πού κάναμε, ἀλλά καί γιά ὅ,τι καλό μπορούσαμε νά κάνουμε καί δέν τό πράξαμε. Ὅπως ἀκριβῶς τό λέει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος στήν ἐπιστολή Του: «Ἐκεῖνος πού ἐνῶ μπορεῖ νά κάνει τό καλό δέν τό κάνει, ἁμαρτάνει» (δ΄ 17). Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά ἐξομολογούμαστε μόνο τά ἄσχημα πού σκεφτήκαμε ἤ πράξαμε, ἀλλά καί τί καλό μπορούσαμε νά κάνουμε, ἀλλά ἀδιαφορώντας καί ὀλιγορώντας τό παραμελήσαμε.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Συνεχῶς προσευχόμαστε στή θεία Λειτουργία γιά νά ἔχουμε καλή ἀπολογία στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ στή Δευτέρα Παρουσία Του. Ἄς ρωτήσουμε λοιπόν τοὺς ἑαυτοὺς μας, πῶς θά σταθῶ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ; Τί θά ἀπαντήσω ὅταν μέ ρωτήσει: «Ἄκουσες αὐτὰ τὰ λόγια; τὰ κατανόησες; τὰ ἐπανέλαβες; τὰ κήρυξες; τὶ ἔκανες;» Καὶ πόσο λυπηρὸ θὰ εἶναι ἀλήθεια, νὰ κοιτάξουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τοῦ ‘ποῦμε, «Δυστυχῶς Κύριε δέν ἔκανα ὅ,τι ἤθελες· δέν κατάφερα νὰ βοηθήσω μέ τήν καλή συμπεριφορά μου ἄλλους ἀνθρώπους καί νά τούς στηρίξω στὴ δυστυχία, τὴ μοναξιά καί τήν ἀνάγκη τους. Κι ἐνῶ ἤθελα νά ἀπολαμβάνω τιμῆς ἀπό τούς ἄλλους, δέν μπόρεσα νά συμπεριφερθῶ ἀνάλογα σέ αὐτούς.»
Ἄς σκεφτοῦμε σοβαρὰ αὐτὴν τὴν πολὺ ἁπλὴ, ἀλλά σπουδαία ἐντολή, διότι μᾶς ἀκολουθεῖ σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Κι ἀφοῦ περιμένουμε τήν ἀγάπη ἀπό τούς ἄλλους, ἄς δίνουμε κι ἐμεῖς ἀναλόγως τῆς ἀγάπης, πού μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός. Καί νά γνωρίζουμε, πώς τό σπουδαιότερο θά εἶναι νά μήν ἀκούσουμε τό «εὐχαριστῶ» τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά, τό «εὐχαριστῶ» τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀνταπόδοση τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.
Εκτύπωση
Email
Συντάχθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2024 .
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς διηγεῖται σήμερα στό πέμπτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του, ὅτι ὁ Χριστός ἐπέλεξε ν’ ἀνεβεῖ στό πλοιάριο τοῦ Πέτρου γιά νά διδάξει τό λαό πού βρισκόταν στήν ἀκτή. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τή διδασκαλία Του, προέτρεψε τόν Πέτρο νά ρίξει τά δίχτυά του στή θάλασσα. Ἐκεῖνος ἐξηγεῖ στό Χριστό, ὅτι ὅλη τή νύχτα κοπίασαν, ἀλλά τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἀπογοητευτικό.
Ὑπακούει ὅμως στό παράγγελμα τοῦ Κυρίου καί ρίχνει τά δίχτυα, μέ ἀποτέλεσμα αὐτά νά γεμίσουν καί νά χρειαστεῖ τή βοήθεια καί ἑνός ἄλλου πλοιαρίου γιά νά μπορέσει νά ἀνεβάσει τό δίχτυ. Γεμίζει ἀπό ψάρια τό δικό του, γεμίζει καί τό πλοιάριο τῶν ἄλλων ψαράδων καί κινδυνεύουν νά βουλιάξουν. Καί τότε ὁ Πέτρος πέφτει στά γόνατα τοῦ Χριστοῦ καί ἀναφωνεῖ: «Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμί Κύριε» (Λουκ. 5, 8), γιά νά λάβει ἀπό τό Χριστό τήν κλήση νά γίνει μαθητής Του, μαζί μέ τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί νά μάθει κοντά στόν Κύριο νά ἁλιεύει ἀνθρώπους.
Ἀκούγοντας τήν φράση αὐτή «Ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμί», «Εἶμαι ἁμαρτωλός ἄνθρωπος Κύριε», ὅπως τήν λέει ὁ Πέτρος σκεφθήκαμε ποτέ ἄραγε, πόσοι ἀπό ἐμᾶς θα εἴχαμε την συναίσθηση νά ἀναφωνήσουμε αὐτή τή φράση;
Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί παρά τήν πολυεπίπεδη κρίση, γευόμαστε τήν ἀφθονία τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ἀλλά συνήθως σκεφτόμαστε ὅτι αὐτά τά ἀγαθά τα δικαιούμαστε, γιατί ἐργαζόμαστε, γιατί ἔχουμε χαρίσματα, γιατί εἴμαστε ἱκανοί, γιατί οἱ ἄλλοι μᾶς ὀφείλουν καί γιά πολλούς ἀκόμη λόγους προσωπικούς ἤ μή.
Ὁ Πέτρος μπροστά στή δύναμη τοῦ Θεοῦ συναισθάνεται τό μέγεθος τῆς ἀναξιότητάς του. Γνωρίζει μέχρι ποιοῦ σημείου μπορεῖ νά φτάσουν οἱ δυνατότητές του. Ξέρει ὅτι εἶναι ἱκανός ψαράς. Γνωρίζει πότε τά ψάρια προσελκύονται καί πότε ὄχι. Ὅμως μπροστά στό Χριστό συνειδητοποιεῖ τό θαῦμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Τότε ὅλες οἱ ἱκανότητες καί οἱ γνώσεις τοῦ φαίνονται λίγες καί ἐλλιπεῖς. Τό μόνο πού διακρίνει εὔκολα εἶναι ἡ ἁμαρτωλότητά του, ἡ ἔλλειψη καθαρότητας στήν ψυχή του. Αἰσθάνεται, ὅτι εἶναι ἕνα τίποτε, μπροστά στό Χριστό. Ἕνα τίποτε, ποῦ ὅμως τό ἀγαπᾶ ὁ Χριστός, καθώς ὑπονοεῖ κι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σέ ἕνα ποίημά του, καί τοῦ τό δείχνει μέ θαυμαστά σημεῖα. Ὁ Πέτρος Τοῦ ζητεῖ νά κατέβει ἀπό τό πλοῖο, γιατί θεωρεῖ πῶς δέν μπορεῖ νά ἀντέξει τή δύναμη τῆς Θεότητας. Ὁ Χριστός ὅμως μέ τόν τρόπο καί τόν λόγο Του, δείχνει τήν ἀναγκαιότητα τῆς παρουσία Του στή ζωή τοῦ Πέτρου και κατ’ ἐπέκτασιν τήν δική μας.
Ὁ Χριστός ἰδιαιτέρως διά τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Κοινωνίας ἐπιθυμεῖ νά εἰσέλθει στό πλοῖο τῆς ζωῆς μας. Μᾶλλον νά γίνει αὐτή καθεαυτή ἡ ζωή μας. Ὁ τρόπος ὅμως μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε τήν κοινωνία μαζί Του καθορίζει τό ἀποτέλεσμα. Σκεφθήκαμε ποτέ, ἄν ὅσες φορές στή ζωή μας προσερχόμαστε νά κοινωνήσουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νά λάβουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, συναισθανόμαστε ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί; Ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ξεσκεπάζει τό μέγεθος τῆς πνευματικῆς μας ἀσθένειας; Ἤ μήπως προσερχόμαστε μέ θράσος καί ἔλλειψη ἐπίγνωσης, δικαιολογώντας μάλιστα τήν προσέλευσή μας, ἐπειδή νηστεύσαμε κάποιες ἡμέρες καί προσερχόμαστε γιά τό καλό ἤ γιά τό ἔθιμο τῶν ἡμερῶν νά κοινωνήσουμε, χωρίς νά αἰσθανόμαστε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί κυρίως χωρίς νά ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ τίς ἁμαρτίες μας; Ὁ Πέτρος, ὅπως ἀντιληφθήκαμε σήμερα στό Εὐαγγέλιο, ἐξομολογήθηκε. Δεν σκέφθηκε ἄν εἶναι καλύτερος ἀπό ἄλλους. Μόνον εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός καί ὁ Χριστός τόν ἀνέδειξε σέ κορυφαῖο μαθητή του.
Ἐμεῖς συνήθως χωρίς νά ἀναγνωρίζουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, ἀδιαφοροῦμε μᾶλλον γιά τόν ἐρχομό καί τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό πλοῖο τῆς ζωῆς μας. Κι ἄν δέν τό πράττουμε ἔτσι ἀκριβῶς, τό δείχνουμε μέ τόν τρόπο μας. Παρακολουθοῦμε τήν θεία Λειτουργία χωρίς οἱ περισσότεροι νά συμμετέχουμε σ’ Αὐτήν. Ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία, συνήθως ἀργά οἱ περισσότεροι καί φεύγουμε ἀπό τή θεία Λειτουργία μοιάζοντας ὄχι στόν Πέτρο, ἀλλά σ’ ἐκείνους, πού ἀγνάντευαν ἀπό τήν παραλία, γιά νά ἐπιστρέψουμε, ὅπως κι ἐκεῖνοι στήν στυγνή καθημερινότητα!
Κάποιες φορές μάλιστα ἐρχόμαστε ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία, προτάσσουμε τόν ἐγωϊσμό μας καί ἀπαιτοῦμε ἀπό Αὐτήν διάφορες ἐξυπηρετήσεις καί πράγματα. Ἀπαιτοῦμε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά συσχηματισθεῖ με τίς ἀπαιτήσεις μας χωρίς να συλλογισθοῦμε με σεβασμό, πώς ἐμεῖς πρέπει να στοιχηθοῦμε με την ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Κρίνουμε τούς πάντες και τά πάντα, πλήν τοῦ ἑαυτοῦ μας κι ὅταν ἔρθει κι ἡ ὥρα να μιλήσουμε για ἐμᾶς τότε ἀκοῦς: «...Πιστεύω με τον τρόπο μου, ...πάω στην Ἐκκλησία ὅποτε το ἔχω ἀνάγκη...» και το χειρότερο, ἀκοῦς πολλούς βαπτισμένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς να δηλώνουν ἀγνωστικιστές και να λένε, πώς...πιστεύουν σέ μια ἀνώτερη δύναμη ! Δυστυχῶς, για το κατάντημά μας! Θεωροῦμε πώς ἡ Ἐκκλησία εἶναι φιλανθρωπικός ὀργανισμός και εἶναι ἀρκετό για αὐτήν να ἐκδαπανᾶται σέ ὑλικά ἔργα ἀγάπης, νά προσφέρει φαγητό, ἐνδύματα καί φάρμακα καί νά πληρώνει λογαριασμούς, ναῦλα κι ἐνοίκια, τά ὁποῖα καί βεβαίως παρέχονται καί μάλιστα σέ μέγιστο βαθμό. Ἀκόμη δέ, ἔχουμε καί τήν ἀξίωση νά κάνουμε ὑποδείξεις, ὑποβιβάζοντας τήν Ἐκκλησία ἀπό ζωή τοῦ Χριστοῦ σέ θρησκευτική ὑπόθεση τοῦ κόσμου. Καί τοῦτο φαίνεται ἀκόμη περισσότερο στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις, ὅπου ἀδιαφοροῦμε γιά τό τί διδάσκει ὁ Χριστός καί συνήθως πράττουμε αὐτό πού μᾶς μαθαίνει ὁ κόσμος, μέσα ἀπό τόν ὁποῖο μᾶς πλανᾶ ὁ διάβολος καί γιά παράδειγμα: ἀντί να προετοιμαζόμαστε ἀπόβραδίς για να πανηγυρίσουμε σέ μια μεγάλη γιορτή και να κοινωνήσουμε ἀπό τά ἄχραντα Μυστήρια, οἱ πιο πολλοί ξημερώνονται παρέα μέ τίς ὀρχῆστρες στις κάθε λογῆς ἐκδηλώσεις, ὅπου λατρεύεται ἡ ὑλική τροφή και ἀπόλαυση!
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁ Χριστός μέσα ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο μᾶς διδάσκει: «Καί ὅταν ἀκόμη ἐκτελέσετε ὅλα ὅσα σᾶς διέταξε ὁ Θεός, πρέπει νά λέτε ὅτι εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι, διότι ἁπλῶς κάναμε ὅ,τι εἴχαμε χρέος νά κάνουμε.» (βλ. Λουκ. ιζ΄ 10). Γι’ αὐτό καί δέν ὅρισε ὡς Ἁγιότητα τήν ἀξιοσύνη, ἀλλά τήν ἐν μετανοία ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ἄν μιμηθοῦμε τόν Πέτρο, τότε θά αἰσθανθοῦμε καί τήν ἐπιθυμία νά μιλήσουμε στόν Χριστό. Θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία εἴτε μέ τήν προσευχή μας, εἴτε μέ τό λόγο μας, εἴτε μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης, ἀλλά κυρίως μέ τήν ἔξοδό μας ἀπό τόν ἑαυτό μας καί ἀπό τή συνήθειά μας, ἀρχικά μέ τήν ἐξομολόγηση, νά ζήσουμε τήν ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, χωρίς νά παραμένουμε προσκολλημένοι στίς βιοτικές μας μέριμνες και ἀπολαύσεις. Χρειάζονται κι αὐτές ἀλλά στην ὥρα και το μέτρο τους.
Ἀς ἀξιοποιήσουμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό πλοιάριο τῆς ζωῆς μας. Ἰδίως τώρα ὅπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω ἀπό τά ἁλιεύματα τῆς ἐπιβίωσης, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὀφείλουμε νά ζοῦμε ἀναγνωρίζοντας μέ ταπείνωση τήν ἀνάγκη νά ὑπάρχει καί νά προηγεῖται ὁ Χριστός στή ζωή μας. Ἀμήν.
Εκτύπωση
Email