Τη Παρασκευή 12η Μαρτίου εξεδήμησε προς Κύριον, σε ηλικία 81 ετών, ο Πανοσιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος Πέτρου Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Ζώνης Βλαμαρής.
Η Εξόδιος Ακολουθία τελέσθηκε το Σάββατο 13 Μαρτίου , στο Μετόχιο του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου της Ιεράς Μονής Αγίας Ζώνης αφού δυστυχώς το καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίας Ζώνης χτυπήθηκε από τον σεισμό της 30ης Οκτωβρίου 2020 προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ Ευσεβίου . O Σεβασμιώτατος απέδωσε τον οφειλόμενο σεβασμό της τοπικής κατα Σάμον και Ικαρίαν Εκκλησίας προς τον μακαριστό π. Χριστοφόρο , ο οποίος με την καλοσύνη, την πραότητα, την εργατικότητα, την θυσιαστική προσφορά και το ιερατικό του ήθος του διακόνησε την Ιερά Μονή Αγίας Ζώνης για πάνω από 50 χρόνια . Δυστυχώς λόγω της πανδημίας η εξόδιος ακολουθία του μακαριστού γέροντος ετελέσθει σε στενό οικογενειακό κύκλο και η ταφή του πραγματοποιήθηκε στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής.
Ο μακαριστός π Χριστοφόρος κατά κόσμον Κωνσταντίνος Πέτρου γεννήθηκε στο Παλαιόκαστρο της Σάμου την 3η Αυγούστου 1940 . Προσήλθε ως δόκιμος μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίας Ζώνης Βλαμαρής Σάμου το 1958 .
Την 8ην Ιανουαρίου 1961 εκάρει μοναχός υπο του μακαριστού καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίας Ζώνης Αρχιμ. Νικηφόρου Καραγιάννη μετονομασθείς εις Χριστοφόρον. Χειροτονήθηκε Διάκονος την 16 ην Απριλίου 1966 στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίας Ζώνης Βλαμαρής και πρεσβύτερος την 24ην Μαρτίου 1968 παρά του Μακαριστού Μητροπολίτου από Σάμου και Ικαρίας, Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος Χρυσοφάκη .
Τη 1η Απριλίου 1968 διορίστηκε έκτακτος εφημέριος του Ιερού Ναού « Συλλήψεως Τιμίου Προδρόμου » Αμπέλου Σάμου και στη συνέχεια διακόνησε πλείστες ενορίες που είχαν έλειψη κληρικών όπως Ιερό Ναό Αγ. Νικολάου Κοκκαρίου, Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Χώρας Σάμου , Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Παλαιοκάστρου κ.α.
Διεκρίνετο για την ιεροπρέπεια, το ήθος, την εντιμότητα, την πνευματική προσφορά, το αγωνιστικό φρόνημα και την εργατικότητά του, απολαμβάνοντας δικαίως της εκτιμήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Ευσεβίου ο οποίος κατά την ημέρα του επανεγκαινισμού του Καθολικού της Ιεράς Μονής της Αγίας Ζώνης την 16η Ιουνίου 2013 απένειμε εις αυτόν τιμητικώς τον τίτλο του Προηγουμένου της Ιεράς Μονής
Ο π. Χριστοφόρος συμβολίζει τη γενιά του πνευματικού αγώνα, αλλά και τη γενιά της δημιουργίας. Έζησε και πάλεψε μέσα σε δύσκολες συνθήκες, δίνοντας τον δικό του αγώνα για την Ιερά μονή της Αγίας Ζώνης . Ο λόγος του ήταν μεστός, η στάση του σεμνή, με τον τρόπο του φρόντιζε να βρίσκεται δίπλα στους προσκυνητές της Ιεράς Μονής ,δίνοντάς τους δύναμη για να μπορέσουν να σταθούν «όρθιοι». Φιλόξενος πάντοτε, άνοιγε την πατρική του αγκαλιά, όπως ο Αβραάμ, σε κάθε αδελφό που τον επισκεπτόταν αποζητώντας λίγη ανθρώπινη αγάπη στην αφιλόξενη ζωή μας. Πλήθος Σαμιωτών προσέρχονταν για να βρουν ανάπαυση στο Ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως που με ζήλο διακονούσε.
Τόσο η Ιερά Μονή της Αγίας Ζώνης όσο και η ακριτική Ιερά Μητρόπολις Σάμου και Ικαρίας δέονται προς Κύριον υπέρ Αναπαύσεως της ψυχής αυτού.
Εισερχόμεθα, ευδοκία και χάριτι του αγαθοδότου Θεού, εις την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εις τον δόλιχον των ασκητικών αγώνων. Η Εκκλησία, η οποία γνωρίζει τους λαβυρίνθους της ανθρωπίνης ψυχής και τον μίτον της Αριάδνης, την οδόν της εξόδου από αυτούς — την ταπείνωσιν, την μετάνοιαν, την δύναμιν της προσευχής και των κατανυκτικών ιερών ακολουθιών, την παθοκτόνον νηστείαν, την υπομονήν, την υπακοήν εις τον κανόνα της ευσεβείας —, μας καλεί και εφέτος εις μίαν ένθεον πορείαν, μέτρον της οποίας είναι ο Σταυρός και ορίζων η Ανάστασις του Χριστού.
Η προσκύνησις του Σταυρού, μεσούσης της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αποκαλύπτει το νόημα της όλης περιόδου. Ο λόγος του Κυρίου ηχεί και συγκλονίζει: «ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι … αράτω τον σταυρόν αυτού καθ ημέραν και ακολουθήτω μοι». (Λουκ. θ’, 23). Καλούμεθα να αίρωμεν τον ιδικόν μας σταυρόν, ακολουθούντες τον Κύριον και ατενίζοντες τον ζωηφόρον Σταυρόν Αυτού, εν επιγνώσει ότι Κύριός εστιν ο σώζων και όχι η άρσις του ημετέρου σταυρού. Ο Σταυρός του Κυρίου είναι «η κρίσις της κρίσεώς μας», η «κρίσις του κόσμου», και συγχρόνως η υπόσχεσις ότι το κακόν, εις όλας τας μορφάς του, δεν έχει τον τελευταίον λόγον εις την ιστορίαν. Προσβλέποντες προς τον Χριστόν και, υπό την σκέπην Αυτού ως του αγωνοθέτου, του ευλογούντος και κρατύνοντος την ημετέραν προσπάθειαν, αγωνιζόμεθα τον καλόν αγώνα, «εν παντί θλιβόμενοι αλλ ου στενοχωρούμενοι, απορούμενοι αλλ ουκ εξαπορούμενοι, διωκόμενοι αλλ ουκ εγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι αλλ ουκ απολλύμενοι» (Β´ Κορ. δ´, 8-9). Αυτή είναι η βιωματική πεμπτουσία και κατά την σταυροαναστάσιμον αυτήν περίοδον. Πορευόμεθα προς την Ανάστασιν δια του Σταυρού, δια του οποίου «ήλθε χαρά εν όλω τω κόσμω».
Ίσως τινές εξ υμών διερωτώνται, διατί η Εκκλησία, σοβούσης της πανδημίας, προσθέτει εις τους ήδη υπάρχοντας υγειονομικούς περιορισμούς και μίαν ακόμη «καραντίναν», αυτήν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Πράγματι, και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μία «καραντίνα», δηλαδή χρονική περίοδος διαρκείας τεσσαράκοντα ημερών. Ωστόσον, η Εκκλησία δεν έρχεται να μας εξουθενώση έτι περαιτέρω με νέας υποχρεώσεις και απαγορεύσεις. Αντιθέτως, μας προσκαλεί να νοηματοδοτήσωμεν την καραντίναν που βιώνομεν λόγω του κορωνοϊού, μέσω της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ως απελευθερώσεως από τον εγκλωβισμόν εις τα του «κόσμου τούτου».
Το σημερινόν Ευαγγελικόν ανάγνωσμα θέτει τους όρους δι᾽ αυτήν την απελευθέρωσιν. Πρώτος όρος είναι η νηστεία, όχι με την έννοιαν της αποχής μόνον από συγκεριμένας τροφάς, αλλά και από τας συνηθείας εκείνας, αι οποίαι μας κρατούν προσκολλημένους εις τον κόσμον. Η αποχή αυτή δεν συνιστά έκφρασιν απαξιώσεως του κόσμου, αλλά αναγκαίαν προϋπόθεσιν επαναπροσδιορισμού της σχέσεώς μας με αυτόν και βιώσεως της μοναδικής ευφροσύνης της ανακαλύψεώς του ως πεδίου χριστιανικής μαρτυρίας. Δια τον λόγον αυτόν, και εις το στάδιον της νηστείας, η θέασις και βίωσις της ζωής των πιστών έχει πασχαλινόν χαρακτήρα, γεύσιν Αναστάσεως. Το «σαρακοστιανό κλίμα» δεν είναι καταθλιπτικόν, αλλά ατμόσφαιρα χαράς. Αυτήν την «χαράν την μεγάλην» ευηγγελίσατο ο άγγελος «παντί τω λαώ» κατά την Γέννησιν του Σωτήρος (Λουκ. β , 10), αυτή είναι η αναφαίρετος και
«πεπληρωμένη χαρά» (Α´ Ιωαν. α , 4) της εν Χριστώ ζωής. Ο Χριστός είναι πάντοτε παρών εις την ζωήν μας, ευρίσκεται πλησιέστερον εις ημάς από όσον ημείς εις τον εαυτόν μας, πάσας τας ημέρας, «έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη´, 20). Η ζωή της Εκκλησίας είναι ακατάλυτος μαρτυρία περί της ελθούσης Χάριτος και περί της ελπίδος της Βασιλείας, της πληρότητος της αποκαλύψεως του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας.
Η πίστις είναι η απάντησις εις την φιλάνθρωπον συγκατάβασιν του Θεού προς ημάς, το «Ναι» με όλην μας την ύπαρξιν εις τον «κλίναντα ουρανούς και καταβάντα», δια να λυτρώση το ανθρώπινον γένος «εκ της δουλείας του αλλοτρίου» και να μας ανοίξη την οδόν της κατά χάριν θεώσεως. Εκ της δωρεάς της Χάριτος πηγάζει και τρέφεται η θυσιαστική αγάπη προς τον πλησίον και η «φροντίς» δια την κτίσιν όλην. Εάν απουσιάζη αυτή η φιλάδελφος αγάπη και η θεοτερπής μέριμνα δια την δημιουργίαν, τότε ο συνάνθρωπος καθίσταται η «κόλασίς μου» και η κτίσις εγκαταλείπεται εις αλόγους δυνάμεις, αι οποίαι την μεταβάλλουν εις αντικείμενον εκμεταλλεύσεως και εις περιβάλλον εχθρικόν δια τον άνθρωπον.
Ο δεύτερος όρος δια την απελευθέρωσιν, την οποίαν υπόσχεται η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είναι η συγγνώμη. Λήθην του θείου ελέους και της αφάτου ευεργεσίας, αθέτησιν της Κυριακής εντολής, όπως καταστώμεν το «άλας της γης» και «το φως του κόσμου» (Ματθ. ε´, 13-14), και κακήν αλλοίωσιν του χριστιανικού βιώματος, αποτελεί η «κλειστή πνευματικότης», η οποία ζη από την άρνησιν και την απόρριψιν του «άλλου» και του κόσμου, νεκρώνει την αγάπην, την συγχώρησιν και την αποδοχήν του διαφορετικού. Αυτήν την άγονον και υπεροπτικήν στάσιν ζωής, αποδοκιμάζει με έμφασιν ο Ευαγγελικός λόγος κατά τας τρεις πρώτας Κυριακάς του Τριωδίου.
Είναι γνωστόν ότι τοιαύται ακρότητες παρουσιάζουν έξαρσιν ιδιαιτέρως κατά τας περιόδους, εις τας οποίας η Εκκλησία καλεί τους πιστούς εις πνευματικήν γυμνασίαν και εγρήγορσιν. Όμως, η γνησία πνευματική ζωή είναι οδός εσωτερικής αναγεννήσεως, έξοδος από τον εαυτόν μας, αγαπητική κίνησις προς τον πλησίον. Δεν στηρίζεται εις σύνδρομα καθαρότητος και αποκλεισμούς, άλλά είναι συγγνώμη και διάκρισις, δοξολογία και ευχαριστία, κατά την εμπειρικήν σοφίαν της ασκητικής παραδόσεως: «Ου τα βρώματα, αλλ η γαστριμαργία κακή…, ουδέ το λέγειν, αλλ η αργολογία…, ουδέ ο κόσμος κακός, αλλά τα πάθη».
Με αυτήν την διάθεσιν και τα αισθήματα, ενούντες τας προσευχάς μας μαζί με όλους εσάς, αγαπητοί, δια την οριστικήν υπέρβασιν της φονικής πανδημίας και ταχείαν αντιμετώπισιν των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών της, και εξαιτούμενοι τας ικετηρίους υμών δεήσεις, δια την, πεντηκονταετίαν όλην μετά την άνωθεν, όλως αδίκως, επιβληθείσαν σιωπήν, επαναλειτουργίαν της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης, υποδεχόμεθα εν Εκκλησία την Αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, άδοντες και ψάλλοντες ομοθυμαδόν το «Μεθ ημών ο Θεός», Ω η δόξα και το κράτος εις τους ατελευτήτους αιώνας. Αμήν!