
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
* * *
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,
Εἰσερχόμεθα καί πάλιν, εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ, εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, τήν εὐλογημένην περίοδον νηστείας καί μετανοίας, πνευμα-τικῆς ἐγρηγόρσεως καί συμπορεύσεως μετά τοῦ ἐρχομένου πρός τό ἑκούσιον πάθος Κυρίου, ἵνα φθάσωμεν προσκυνῆσαι τήν λαμπροφόρον Αὐτοῦ Ἀνάστασιν, καί ἀξιωθῶμεν ἐν αὐτῇ τῆς ἡμετέρας «διαβάσεως» ἐκ τῶν ἐπιγείων εἰς «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’, 9).
Εἰς τήν ἀρχαίαν Εκκλησίαν, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο περίοδος προετοιμασίας τῶν κατηχουμένων διά τό βάπτισμα, τό ὁποῖον ἐτελεῖτο κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Ἀναστάσεως. Τήν ἀναφοράν πρός τό βάπτισμα διασώζει καί ἡ θεώρησις καί βίωσις τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς κατ᾿ ἐξοχήν καιροῦ μετανοίας, ἡ ὁποία χαρα-κτηρίζεται ὡς «ἀνάκλησις βαπτίσματος» καί ὡς «δεύτερον βάπτισμα», ὡς «συνθήκη πρός Θεόν δευτέρου βίου», ἀναβίωσις δηλαδή τῶν δωρεῶν τοῦ βαπτίσματος καί ὑπόσχεσις πρός τόν Θεόν δι᾿ ἔναρξιν νέας πορείας ζωῆς. Αἱ ἀκολουθίαι καί ἡ ὑμνολογία τῆς περιόδου συνδέουν αὐτόν τόν πνευματικόν ἀγῶνα τῶν πιστῶν μέ τήν προσδοκίαν τοῦ Πάσχα τοῦ Κυρίου, διά τῆς ὁποίας ἡ τεσσαρακονθήμερος νηστεία ἀναδίδει εὐωδίαν πασχαλίου χαρᾶς.
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι εὐκαιρία συνειδητοποιήσεως τοῦ βάθους καί τοῦ πλούτου τῆς πίστεώς μας ὡς «προσωπικῆς συναντήσεως μέ τόν Χριστόν». Ὀρθῶς τονίζεται ὅτι ὁ Χριστιανισμός «εἶναι στό ἔπακρο προσωπικός», χωρίς αὐτό νά σημαίνῃ ὅτι εἶναι «ἀτομοκεντρικός». Οἱ πιστοί «συναντοῦν, ἀναγνωρίζουν καί ἀγαποῦν τόν ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν», ὁ ὁποῖος «τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον καί τέλειον… πρῶτος καί μόνος ἔδειξεν» (Νικόλαος Καβάσιλας). Ἐκεῖνος καλεῖ πάντας πρός σωτηρίαν καί τόν κάθε ἄν-θρωπον προσωπικῶς, ὥστε ἡ ἀνταπόκρισις τοῦ καθενός, πάντοτε «ριζωμένη στήν κοινή πίστη», νά εἶναι «ταυτόχρονα μοναδική».
Ἐνθυμούμεθα τό ὑπέροχον Παύλειον «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός· ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ. β΄, 20). Ἐδῶ τό «ἐν ἐμοί» τό «μέ» καί τό «ὑπέρ ἐμοῦ» δέν λέγονται ἐν ἀντιθέσει πρός τό «ἐν ἡμῖν, τό «ἡμᾶς»καί τό «ὑπέρ ἡμῶν» τῆς «κοινῆς σωτηρίας». Ὁ Ἀπόστολος τῆς ἐλευθερίας, ἄκρως εὐγνώμων διά τά οὐράνια ἀγαθά τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεώς του, «τό κοινόν ἴδιον ποιεῖται», ὡς ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ νά ἐνην-θρώπησε, νά ἐσταυρώθη καί νά ἀνέστη ἐκ νεκρῶν «δι᾿ αὐτόν προσωπικῶς».
«Μοναδική» καί «βαθιά προσωπική» εἶναι ἡ βίωσις τῆς πίστεώς μας ὡς χριστοδω-ρήτου ἐλευθερίας, ἡ ὁποία εἶναι ἐν ταὐτῷ «οὐσιωδῶς ἐκκλησιαστική», ἐμπειρία «κοινῆς ἐλευθερίας». Αὐτή ἡ ἀληθεστάτη ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη καί ἔμ-πρακτος συμπαράστασις πρός τόν συγκεκριμένον πλησίον, ὅπως αὐτή περιγράφεται εἰς τήν παραβολήν τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτου» (Λουκ. ι’, 30-37) καί εἰς τήν περικοπήν τῆς τελικῆς κρίσεως (Ματθ. κε’, 31-46), ἀλλά καί ὡς σεβασμός καί μέριμνα διά τήν κτίσιν καί εὐχαριστιακή χρῆσις αὐτῆς. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἔχει προσωπικόν καί ὁλιστικόν χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται ἰδιαιτέρως κατά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρα-κοστήν εἰς τόν τρόπον κατανοήσεως τοῦ ἀσκητισμοῦ καί τῆς νηστείας. Δέν γνωρίζει ἡ χριστιανική ἐλευθερία, ὡς ὑπαρκτική αὐθεντικότης καί πληρότης, σκυθρωπόν ἀσκη-τισμόν, ζωήν χωρίς χάριν καί χαράν , «σάν νά μήν ἦλθε ποτέ ὁ Χριστός». Καί ἡ νηστεία δέν εἶναι μόνον «βρωμάτων ἀποχή», ἀλλ᾿ «ἁμαρτημάτων ἀναχώρησις», ἀγών κατά τῆς φιλαυτίας, ἀγαπητική ἔξοδος ἀπό τόν ἑαυτόν μας πρός τόν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφόν, «καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως». Ἡ ὁλιστικότης τῆς πνευματικότητος τρέφεται ἀπό τήν ἐμπειρίαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς πορείας πρός τό Πάσχα καί ὡς προγεύσεως τῆς «ἐλευθερίας τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. η’, 21).
Δεόμενοι τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀξιώσῃ πάντας ἡμᾶς νά διατρέ-ξωμεν ἐν ἀσκήσει, μετανοίᾳ, συγχωρητικότητι, προσευχῇ καί ἐνθέῳ ἐλευθερίᾳ τόν δόλι-χον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατακλείομεν μέ τούς λόγους τοῦ πνευ-ματικοῦ ἡμῶν πατρός μακαριστοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς τοῦ ἔτους 1970 εἰς τόν Μητροπολιτικόν Ναόν Ἀθηνῶν: «Εἰσερχόμεθα εἰς τήν Ἁγίαν Τεσσαρακοστήν καί στό βάθος μᾶς ἀναμένει τό ὅραμα, τό θαῦμα καί τό βίωμα τῆς Ἀναστάσεως, τό κατ᾿ ἐξοχήν βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄς πορευθῶμεν πρός αὐτό τό ὅραμα καί βίωμα, ὄχι ἀσυγχώρητοι, ὄχι μή συγχωρήσαντες, ὄχι ἐν νηστείᾳ ἁπλῶς κρέατος καί ἐλαίου, ὄχι ἐν ὑποκρισίᾳ, ἀλλά ἐν θείᾳ ἐλευθερίᾳ, ἐν πνεύματι καί ἀληθεία, ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀληθείᾳ τοῦ πνεύματος».
Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ͵βκεʹ
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν
Εκτύπωση
Email

Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Ἀφού ἑορτάσαμε μέ περισσή λαμπρότητα τήν μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τῶν Χριστουγέννων καί διανύσαμε τό Ἅγιο Δωδεκαήμερο, κλείνει αὐτή ἡ ἰδιαίτερη ἑορταστική περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους μέ τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων, τήν Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τό κατ’ ἐξοχήν γεγονός τό ὁποῖο ἄλλαξε τήν πορεία τῶν γεγονότων, καί χώρισε τήν ἱστορία στά δύο ὑπῆρξε αναμφίβολα ἡ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ εἰσοδός Του στήν ἀνθρώπινη ἱστορία διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη ποταμό ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τοῦ κηρύγματός Του, τῆς δημόσιας δράσεώς Του, ἡ ὁποία κορυφώθηκε στό Σταυρικό Πάθος καί τήν Ἀνάστασή Του.
Ὅμως τήν στιγμή αὐτή, ὅπου ὁ Δεσπότης ὡς ἁπλός δοῦλος βρίσκεται μέσα στά ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου, φανερώνεται ἡ προσκύνησις τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅπως ψάλλουμε καί στόν ἀσματικό κανόνα τῆς ἑορτῆς: «Τριάδος ἡ φανέρωσις, ἐν Ἰορδάνῃ γέγονεν· αὔτη γὰρ ὑπέρθεος φύσις, ὁ Πατὴρ ἐφώνησεν. Οὗτος ὁ βαπτιζόμενος, Υἱὸς ὁ ἀγαπητός μου, τὸ Πνεῦμα συμπαρῆν τῷ ὁμοίῳ, ὅν εὐλογοῦσι Λαοί, καὶ ὑπερυψοῦσιν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Κατά τήν Βάπτισή Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός εὑρίσκεται στά Ἰορδάνεια ρεῖθρα, ἡ φωνή τοῦ Πατρός μαρτυρεῖ ἐξ οὐρανοῦ «Οὖτοςἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός», ἐνῶ τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς κατέρχεται.
Τό Βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν Βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ὁ Κύριός μας ὡς τέλειος Θεός προσέλαβε τελεία τήν ἀνθρώπινη φύση ἐκτός ὅμως τῆς ἁμαρτίας, καί φυσικά ὡς ἀναμάρτητος καμμία ἀνάγκη καθάρσεως δέν εἶχε, δείχνει ὅμως τό μέγεθος τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἐσχάτου συγκαταβάσεώς Του. Γιά τό λόγο αὐτό δεν ἔμεινε καθόλου στό νερό γιά νά ἐξομολογηθεῖ ἁμαρτίες, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι βαπτιζόμενοι, ἀλλά «εὐθέως ἀνέβη ἀπό τοῦ ὕδατος». Ὁ Χριστός ὥς Σωτῆρας καί Λυτρωτής ἐγκαινίασε τό Βάπτισμα «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί», τό ὁποῖο ἀπαλλάσσει τον ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀλλά ταυτόχρονα τόν καθιστά μέλος τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος, τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας. Ὅπως πολύ χαρακτηριστικά ἀκούσαμε στό Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα: «ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε χάρη στό ἔλεός Του, μέ τό βάπτισμα τῆς ἀναγεννήσεως καί τῆς ἀνακαινίσεως, πού χαρίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο σκόρπισε πλουσιοπάροχα ἐπάνω μας διά τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Τιτ. γ΄ 4-7).
Γιά τόν λόγο αὐτό τό βάπτισμά μας καλεῖται προσφυῶς «λουτρό παλιγγενεσίας», διότι ἀφενός μέν τό Βάπτισμα συνιστᾶ ὁλοκληρωτική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀφετέρου δέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα παρέχονται διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, τό ὁποῖο τελεῖται συναπτά μέ τό Βάπτισμα «ἀνακαινίζουν» τόν ἄνθρωπο καί τόν ἐντάσσουν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, καθαρό ἀπό κάθε ρύπο, ἀλλά καί πλῆρη τῶν οὐρανίων χαρισμάτων.
Ἐχοντας ἀξιωθεῖ αὐτῆς τῆς δωρεᾶς ἀπό τῆς βρεφικῆς ἤδη ἡλικίας, πρέπει κυρίως τά Ἅγια Θεοφάνεια, νά θυμίζουν στόν καθένα μας τήν ἡμέρα τοῦ προσωπικοῦ μας θείου φωτισμοῦ, τῆς υἱοθεσίας μας ἀπό τόν Θεό καί τῆς εἰσόδου μας στήν Ἐκκλησία διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.
Ἐνδυθήκαμε τόν Χριστό μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, λάβαμε τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα, ὀφείλουμε μέσα ἀπό τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως, τό ὁποῖο ὀνομάζεται δεύτερο βάπτισμα, νά καθαρίζουμε τήν ψυχή ἀπό τήν ἁμαρτία καί μέ τή θεία Εὐχαριστία, κοινωνώντας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ νά παραμένουμε ἑνωμένοι στό Σῶμα Του, τήν ἁγία μας Ἐκκλησία, «ἵνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου» (Τιτ. γ΄ 8).
Ἀγαπητοί μου,
Ἄς ἐνστερνισθοῦμε τήν παράκληση τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅπως την ἀναφέρει σέ μία ὁμιλία του εἰς τά Ἅγια Φῶτα: « Ἐγώ εἶμαι τό Φῶς τοῦ κόσμου (καθώς λέγει ὁ Χριστός).. . Ἔφθασε ὁ καιρός τῆς ἀναγεννήσεως, πού μᾶς ἦλθε ἀπό τόν Οὐρανό, ἀς ἀναγεννηθοῦμε. Ἔφθασε ὁ καιρός για την ἀναδημιουργία μας, ἄς ξαναγίνουμε, ὅπως ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ, μακρυά ἀπό την ἁμαρτία. Ἄς μήν μείνουμε στην ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά ἄς γίνουμε ὅπως ὅταν νηπιοβαπτισθήκαμε, παραμένοντας ἀναγεννημένοι μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.» Ἀμήν.
Χρόνια Πολλά
Μετ’ εὐχῶν καί πατρικῆς ἀγάπης ἐν Χριστῷ Ἐπιφανέντι
Ὁ Ἐπίσκοπός Σας
† Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος
Εκτύπωση
Email