
Ἀγαπητοί μου Πατέρες και Ἀδελφοί,
Ἐφέτος συμπληρώνονται 1.700 ἒτη ἀπό τή σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό ἒτος 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, μέ τή συμμετοχή 318 Θεοφόρων Πατέρων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφύλαξε μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τή συνοδικότητά της, τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποφάνθηκε γιά διάφορα δογματικά, διοικητικά καί ἐκκλησιολογικά ζητήματα.
Ἀφορμή γιά τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στάθηκαν τρία κυρίως ζητήματα: α) ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πού ἔλεγε πώς ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, (ὅπως σήμερα διδάσκουν οἱ Χιλιαστές), β) ὁ καθορισμός τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καί γ) ἡ ἐπανένταξη στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν πεπτωκώτων (lapsi), τῶν Χριστιανῶν δηλαδή, οἱ ὁποῖοι στίς περιόδους τῶν διωγμῶν ἀπό δειλία θυσίασαν στά εἴδωλα καί «ἀπέφυγαν» μέν τόν μαρτυρικό θάνατο, ἀλλά ἀποκλείονταν καί ἀπό τήν Σύναξη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία ἐμπνεόμενη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, στό πρῶτο ζήτημα παρέμεινε ἀμετακίνητη στό δόγμα Της γιά τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, καταδικάζοντας ἐντελῶς τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί καθιερώνοντας τόν ὅρο «Ὁμοούσιος τῷ Πατρί» γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, συντάσσοντας καί τά πρῶτα ἑπτά ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...ἕως τό οὐκ ἔσται τέλος», τό ὁποῖο εἶναι ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στό δεύτερο ζήτημα ἡ Ἐκκλησία συνέθεσε τίς παραδόσεις Ἀνατολῆς καί Δύσης καί καθόρισε τό Πάσχα νά ἑορτάζεται ἀπό κοινοῦ για ὅλους τούς Χριστιανούς τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καί μετά τό πάσχα τῶν Ἑβραίων.
Στό τρίτο ζήτημα, πού εἶχε δημιουργήσει σχίσματα καί διαιρέσεις ἀποφασίσθηκε ἡ κατά τό δυνατόν ἐπιεικής ἀντιμετώπιση τῶν πεπτωκότων καί ἡ κατόπιν μετανοίας ἡ σταδιακή ἐπανένταξή τους στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ σκοπό τή σωτηρία τους.
Ἡ συμπλήρωση 1.700 ἐτῶν ἀπό τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ Γεγονότος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀξία τῆς Συνοδικότητας καί τῆς Ἑνότητας τῆς πίστεώς μας. Μᾶς καλεῖ νά διαφυλάξουμε ἀνόθευτη τήν πίστη μας καί νά διατηρήσουμε ἀκεραία τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἐκ Θεοῦ ἀληθινή πίστη.
Εἶναι ἡ ὁδός τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό στό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Σαρκωμένη παναλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ἡ πίστη μας διά μέσου τῶν αἰώνων δέν γνώρισε οὒτε μεταρρύθμιση, οὒτε ἀντιμεταρρύθμιση. Ἀκόμη κι ὅταν ἐμφανίσθηκαν ἀναγεννητικές τάσεις, αὐτές ἀπέβλεπαν στήν ἐπιστροφή στήν παράδοση. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τή μοναδική δυνατότητα νά διασώζει καί νά διατηρεῖ πάντοτε νέο καί ἀναλλοίωτο τό Ὀρθόδοξο ἦθος καί φρόνημα καί νά τό παραδίδει ἀπό γενιά σέ γενιά μέχρις ἐμᾶς σήμερα, οἱ ὁποῖοι πιστεύουμε ὡς ὀφείλουμε σέ «ὃ,τι πανταχοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη», σύμφωνα καί μέ τόν ὁρισμό τοῦ ὁσίου Βικεντίου τοῦ ἐκ Λειρίνου, καθώς «αὐτό εἶναι τό ἀληθινό καί γιά ὅλους σωτήριο.»
Αὐτό δέν μποροῦμε οὒτε νά τό ἀλλοιώσουμε, οὒτε νά τό νομοθετήσουμε ἐκ νέου.
Ἡ πίστη μας δεν ἒχει σημαντικά καί ἀσήμαντα, οὐσιώδη καί ἐπουσιώδη. Ὃλα εἶναι ἰσόκυρα καί ἀλληλένδετα γιά τήν σωτηρία μας.
Στό «Πιστεύω» τό ὁποῖο ἀπαγγείλαμε τώρα ὃλοι, ἀλλά καί στήν Θεία Λειτουργία, ὁ Ἱερεύς μᾶς προτρέπει ἀμέσως μετά, λέγοντας: «Στῶμεν καλῶς. Στῶμεν μετά φόβου. Πρόσχωμεν...». Δηλαδή μέ τίς λέξεις τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, μέ τίς ὁποῖες συγκράτησε τά ἀγγελικά τάγματα καί δέν ἀκολούθησαν τόν Ἑωσφόρο στήν πτώση του, μᾶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή, ὥστε νά μήν ἀλλοιώσουμε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τό φρόνημά μας, ἀπό παρακοή καί ἐγωϊσμό καί ἐκπέσουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ὁ Σατανᾶς ἀπό τόν οὐρανό.
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Δεν εἶναι καιρός γιά διαμάχες καί ἐγωϊσμούς πάνω σέ ζητήματα τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς μας. Δέν εἶναι καιρός γιά διαιρέσεις καί ψυχρότητες μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ὧρα γιά ἔχθρες καί μίση στήν κοινωνία τῆς γλυκυτάτης Πατρίδος μας. Ὁ πιστός Χριστιανός πρῶτα καί πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει νά εἶναι σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη στό σύγχρονο κόσμο, ἀλλιῶς δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει οὔτε ὡς φῶς, πού θά φωτίζει καί θά θερμαίνει τόν κόσμο, οὔτε ὡς ἁλάτι, πού θά συντηρεῖ καί θά νοστιμίζει τόν κόσμο, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του.
Ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ μόνος ἀναμάρτητος εἶναι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ καί ἆρα ὅλοι μας φέρουμε ἀναλογικῶς εὐθύνη γιά ὅλα ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, ὅπως εὐθυνόμαστε δίχως ἄλλο καί γιά τήν παράδοση καί παραλαβή τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό γενιά σέ γενιά, στίς οἰκογένειες καί τήν κοινωνία.
Ἑορτάζοντας σήμερα καί τήν μνήμη τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, πού μαρτύρησαν στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας τό 320 μ.Χ., πέντε μόλις χρόνια πρίν τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀντιλαμβανόμαστε τό ρόλο κάθε γενιᾶς στήν παράδοση καί παραλαβή τῆς πίστεως. Κυρίως ὅμως, μέσα ἀπό τό ἀνδρεῖο φρόνημα πού ἐπέδειξε ἡ μητέρα τοῦ ἑνός ἐξ αὐτῶν, ἀντιλαμβανόμαστε καί τόν ρόλο τῶν γονέων γιά τή μετάδοση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης στά παιδιά καί τήν κατά Χριστόν μόρφωση καί παιδαγωγία, πού ὀφείλουν νά τούς δίνουν. Ἀκόμη δέ, πώς χρειάζεται νά εἴμαστε ἰδιαίτερα προσεκτικοί στά θέματα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί ζωῆς, καθώς ἀμέτρητοι Ἀδελφοί πρίν ἀπό ἐμᾶς, γνωστοί ἤ ἄγνωστοι, διέσωσαν τήν πίστη γιά χάρη μας καί γιά τη σωτηρία μας ἀκόμη καί μέ τή θυσία τῆς ζωῆς τους, γιά τούς ὁποίους σήμερα ψάλλουμε τό «Αἰωνία ἡ μνήμη».
Σήμερα, ἀνατρέχοντας 1700 χρόνια στό ἱστορικό μας παρελθόν διδασκόμαστε ἐπίσης πώς τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρά τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, τά ἀνθρώπινα λάθη ἤ πιθανούς ἀδέξιους χειρισμούς, διατηρεῖται σέ ἀλάνθαστη πορεία μέσα στή θάλασσα τοῦ κόσμου, διότι καθοδηγεῖται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί διαφυλάσσεται ἀλώβητο, γιατί εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ μας.
Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, ἔχοντας τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων καί παραλλήλως λαμβάνοντας τό μήνυμα τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νά διαπλέουμε τό πέλαγος τῆς ζωῆς μέσα σέ αὐτό τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, μένοντας ἀμετακίνητοι στά δογματικά θέματα τῆς πίστεως καί διευθετῶντας τά θέματα τῆς ζωῆς μας μέ διάκριση, σύνεση, ἀγάπη καί κυρίως ἐπιείκεια, ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς, τῆς μετανοίας καί τῆς ὑπακοῆς μας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πάντοτε μέ σκοπό τήν σωτηρία τῶνψυχῶν «ὑπέρ ᾧν Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη». Ἀμήν
Χρόνια πολλά!
Εὐχέτης πρός τόν Κύριο γιά ὅλους σας
+ Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος
Εκτύπωση
Email

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
* * *
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,
Εἰσερχόμεθα καί πάλιν, εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ, εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, τήν εὐλογημένην περίοδον νηστείας καί μετανοίας, πνευματικῆς ἐγρηγόρσεως καί συμπορεύσεως μετά τοῦ ἐρχομένου πρός τό ἑκούσιον πάθος Κυρίου, ἵνα φθάσωμεν προσκυνῆσαι τήν λαμπροφόρον Αὐτοῦ Ἀνάστασιν, καί ἀξιωθῶμεν ἐν αὐτῇ τῆς ἡμετέρας «διαβάσεως» ἐκ τῶν ἐπιγείων εἰς «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’, 9).
Εἰς τήν ἀρχαίαν Εκκλησίαν, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο περίοδος προετοιμασίας τῶν κατηχουμένων διά τό βάπτισμα, τό ὁποῖον ἐτελεῖτο κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Ἀναστάσεως. Τήν ἀναφοράν πρός τό βάπτισμα διασώζει καί ἡ θεώρησις καί βίωσις τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς κατ᾿ ἐξοχήν καιροῦ μετανοίας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «ἀνάκλησις βαπτίσματος» καί ὡς «δεύτερον βάπτισμα», ὡς «συνθήκη πρός Θεόν δευτέρου βίου», ἀναβίωσις δηλαδή τῶν δωρεῶν τοῦ βαπτίσματος καί ὑπόσχεσις πρός τόν Θεόν δι᾿ ἔναρξιν νέας πορείας ζωῆς. Αἱ ἀκολουθίαι καί ἡ ὑμνολογία τῆς περιόδου συνδέουν αὐτόν τόν πνευματικόν ἀγῶνα τῶν πιστῶν μέ τήν προσδοκίαν τοῦ Πάσχα τοῦ Κυρίου, διά τῆς ὁποίας ἡ τεσσαρακονθήμερος νηστεία ἀναδίδει εὐωδίαν πασχαλίου χαρᾶς.
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι εὐκαιρία συνειδητοποιήσεως τοῦ βάθους καί τοῦ πλούτου τῆς πίστεώς μας ὡς «προσωπικῆς συναντήσεως μέ τόν Χριστόν». Ὀρθῶς τονίζεται ὅτι ὁ Χριστιανισμός «εἶναι στό ἔπακρο προσωπικός», χωρίς αὐτό νά σημαίνῃ ὅτι εἶναι «ἀτομοκεντρικός». Οἱ πιστοί «συναντοῦν, ἀναγνωρίζουν καί ἀγαποῦν τόν ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν», ὁ ὁποῖος «τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον καί τέλειον… πρῶτος καί μόνος ἔδειξεν» (Νικόλαος Καβάσιλας). Ἐκεῖνος καλεῖ πάντας πρός σωτηρίαν καί τόν κάθε ἄνθρωπον προσωπικῶς, ὥστε ἡ ἀνταπόκρισις τοῦ καθενός, πάντοτε «ριζωμένη στήν κοινή πίστη», νά εἶναι «ταυτόχρονα μοναδική».
Ἐνθυμούμεθα τό ὑπέροχον Παύλειον «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός· ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ. β΄, 20). Ἐδῶ τό «ἐν ἐμοί» τό «μέ» καί τό «ὑπέρ ἐμοῦ» δέν λέγονται ἐν ἀντιθέσει πρός τό "ἐν ἡμῖν", τό «ἡμᾶς»καί τό «ὑπέρ ἡμῶν» τῆς «κοινῆς σωτηρίας». Ὁ Ἀπόστολος τῆς ἐλευθερίας, ἄκρως εὐγνώμων διά τά οὐράνια ἀγαθά τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεώς του, «τό κοινόν ἴδιον ποιεῖται», ὡς ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ νά ἐνην-θρώπησε, νά ἐσταυρώθη καί νά ἀνέστη ἐκ νεκρῶν «δι᾿ αὐτόν προσωπικῶς».
«Μοναδική» καί «βαθιά προσωπική» εἶναι ἡ βίωσις τῆς πίστεώς μας ὡς χριστοδωρήτου ἐλευθερίας, ἡ ὁποία εἶναι ἐν ταὐτῷ «οὐσιωδῶς ἐκκλησιαστική», ἐμπειρία «κοινῆς ἐλευθερίας». Αὐτή ἡ ἀληθεστάτη ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη καί ἔμπρακτος συμπαράστασις πρός τόν συγκεκριμένον πλησίον, ὅπως αὐτή περιγράφεται εἰς τήν παραβολήν τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτου» (Λουκ. ι’, 30-37) καί εἰς τήν περικοπήν τῆς τελικῆς κρίσεως (Ματθ. κε’, 31-46), ἀλλά καί ὡς σεβασμός καί μέριμνα διά τήν κτίσιν καί εὐχαριστιακή χρῆσις αὐτῆς. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἔχει προσωπικόν καί ὁλιστικόν χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται ἰδιαιτέρως κατά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν εἰς τόν τρόπον κατανοήσεως τοῦ ἀσκητισμοῦ καί τῆς νηστείας. Δέν γνωρίζει ἡ χριστιανική ἐλευθερία, ὡς ὑπαρκτική αὐθεντικότης καί πληρότης, σκυθρωπόν ἀσκητισμόν, ζωήν χωρίς χάριν καί χαράν , «σάν νά μήν ἦλθε ποτέ ὁ Χριστός». Καί ἡ νηστεία δέν εἶναι μόνον «βρωμάτων ἀποχή», ἀλλ᾿ «ἁμαρτημάτων ἀναχώρησις», ἀγών κατά τῆς φιλαυτίας, ἀγαπητική ἔξοδος ἀπό τόν ἑαυτόν μας πρός τόν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφόν, «καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως». Ἡ ὁλιστικότης τῆς πνευματικότητος τρέφεται ἀπό τήν ἐμπειρίαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς πορείας πρός τό Πάσχα καί ὡς προγεύσεως τῆς "ἐλευθερίας τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ" (Ρωμ. η’, 21).
Δεόμενοι τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀξιώσῃ πάντας ἡμᾶς νά διατρέξωμεν ἐν ἀσκήσει, μετανοίᾳ, συγχωρητικότητι, προσευχῇ καί ἐνθέῳ ἐλευθερίᾳ τόν δόλιχον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατακλείομεν μέ τούς λόγους τοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν πατρός μακαριστοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς τοῦ ἔτους 1970 εἰς τόν Μητροπολιτικόν Ναόν Ἀθηνῶν: «Εἰσερχόμεθα εἰς τήν Ἁγίαν Τεσσαρακοστήν καί στό βάθος μᾶς ἀναμένει τό ὅραμα, τό θαῦμα καί τό βίωμα τῆς Ἀναστάσεως, τό κατ᾿ ἐξοχήν βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄς πορευθῶμεν πρός αὐτό τό ὅραμα καί βίωμα, ὄχι ἀσυγχώρητοι, ὄχι μή συγχωρήσαντες, ὄχι ἐν νηστείᾳ ἁπλῶς κρέατος καί ἐλαίου, ὄχι ἐν ὑποκρισίᾳ, ἀλλά ἐν θείᾳ ἐλευθερίᾳ, ἐν πνεύματι καί ἀληθεία, ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀληθείᾳ τοῦ πνεύματος».
Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ͵βκεʹ
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν
Εκτύπωση
Email