Μέσα στη σεπτή χορεία των ενδόξων νεομαρτύρων, οι οποίοι θυσίασαν την ίδια τους τη ζωή για την αγάπη του Χριστού και διδάσκουν τους σημερινούς νεοέλληνες με την ειλικρινή μετάνοια και την ακλόνητη πίστη τους, εξέχουσα θέση κατέχει ο Άγιος νεομάρτυς Γεώργιος, ο οποίος γεννήθηκε και ανατράφηκε στη Νέα Έφεσο της ιστορικής και αγιοτόκου Μικράς Ασίας, όπου και μαρτύρησε στις 5 Απριλίου 1801.
Ο ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού Γεώργιος Διζλάλογλου, του οποίου ο πατέρας ονομαζόταν Νικόλαος, γεννήθηκε το 1756 στη Νέα Έφεσο, που είναι γνωστή και με το όνομα Κουσάντασι. Όταν ενηλικιώθηκε, παντρεύτηκε και απόκτησε παιδιά. Άρχισε όμως να ζει ακατάστατα και χωρίς να έχει τον έλεγχο της αυτοσυγκράτησης, επιδόθηκε ακατάσχετα στην κραιπάλη και την ασωτία και κυριευμένος από το πάθος της μέθης οδηγήθηκε με τη δική του θέληση στην προδοσία της χριστιανικής του πίστεως. Έτσι τον Ιούλιο του 1798 και σε ηλικία σαράντα δύο ετών ευρισκόμενος κάτω από την ακατάσχετη επήρεια της μέθης, παρουσιάσθηκε αυτόκλητα στον Τούρκο κριτή και δήλωσε τόσο σ’ εκείνον όσο και στους άλλους παριστάμενους ότι αρνείται τον Χριστό και ότι επιθυμεί να ασπασθεί τη μουσουλμανική θρησκεία. Μετά την άρνηση της χριστιανικής του ιδιότητος και την ομολογία της μουσουλμανικής πίστεως και προτού υποβληθεί σε περιτομή, επέστρεψε στο σπίτι του και αφού συνήλθε από το μεθύσι, συνειδητοποίησε το τρομερό αμάρτημά του. Γι’ αυτό και αποφάσισε να μετανοήσει και να επανορθώσει την προδοσία που είχε διαπράξει.
Ο συνειδησιακός του έλεγχος τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Νέα Έφεσο και να καταφύγει στη Σάμο και συγκεκριμένα στην ιστορική κωμόπολη της Χώρας. Όμως ο Γεώργιος συνελήφθηκε και οδηγήθηκε και πάλι στη Νέα Έφεσο, όπου και φυλακίστηκε. Το γεγονός αυτό συνέβη, διότι την εποχή αυτή είχε αρχίσει στη Νέα Έφεσο η ανέγερση μεγαλοπρεπούς χριστιανικού ναού επ’ ονόματι του Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Το θεάρεστο αυτό έργο δεν ήταν όμως αρεστό στους μουσουλμάνους, οι οποίοι διέδωσαν την ψεύτικη είδηση ότι οι χριστιανοί σκότωσαν τον Γεώργιο, επειδή αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη, και τον έθαψαν στα θεμέλια του νεοανεγειρόμενου ναού. Η διάδοση αυτής της συκοφαντικής κατηγορίας, με την οποία δικαιολογούνταν η εξαφάνιση του Γεωργίου στη Νέα Έφεσο, θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατεδάφιση του ναού και στην παραδειγματική τιμωρία των χριστιανών. Για να αποφευχθεί μια τέτοια δραματική εξέλιξη, οι χριστιανοί έστειλαν τους δημογέροντες στον Τούρκο κριτή και στους διοικητές της περιοχής και τους διαβεβαίωσαν ότι ο Γεώργιος βρίσκεται στη Σάμο και μάλιστα μπορούν να στείλουν ανθρώπους για να το εξακριβώσουν. Έτσι μετά τη σύλληψη του Γεωργίου και τον εγκλεισμό του στη φυλακή επί τρεις ημέρες, υποβλήθηκε με τη βία σε περιτομή και στη συνέχεια τον διόρισαν επιστάτη και φύλακα σ’ ένα τζαμί, όπου έμεινε εκεί δέκα μήνες. Μέσα στο μουσουλμανικό τέμενος επιδόθηκε με τέτοια μανία στο πάθος της μέθης, ώστε κόντεψε να μετατρέψει τον χώρο σε οινοπωλείο.
Όμως η επιθυμία του να εξομολογηθεί και να μετανοήσει για το βαρύτατο αμάρτημά του, τον οδήγησε στο να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να δραπετεύσει. Έτσι κρυφά μεταβαίνει στη Σάμο και περνά τον καιρό του άλλοτε εκεί και άλλοτε στην Πάτμο, ενώ παράλληλα εξομολογείται το θανάσιμο αμάρτημά του και ζει συντετριμμένος σε ειλικρινή μετάνοια. Ο γενναίος αθλητής του Χριστού λαμβάνει τότε την απόφαση να ομολογήσει με παρρησία τον Ιησού Χριστό και να εξαλείψει το αμάρτημά του, θυσιάζοντας και την ίδια του ακόμη τη ζωή. Γι’ αυτό τον λόγο παρουσιάσθηκε στον Βοεβόδα της Σάμου και ομολόγησε με ξεχωριστή γενναιότητα τον Χριστό ως τον μόνο και αληθινό Θεό. Η ακλόνητη και σταθερή πίστη του Γεωργίου εξαγρίωσε τόσο πολύ τον Βοεβόδα, ώστε έδωσε την εντολή να τον ξυλοκοπήσουν με χίλιους ραβδισμούς και να τον οδηγήσουν στη συνέχεια αιμόφυρτο στη φυλακή. Μόλις πληροφορήθηκαν οι δημογέροντες της Σάμου τα βασανιστήρια και τον εγκλεισμό του Γεωργίου στη φυλακή, πήγαν στον Βοεβόδα και αφού τον δωροδόκησαν μ’ ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, αφέθηκε ελεύθερος ο Γεώργιος. Το γεγονός όμως αυτό λύπησε τον Γεώργιο, διότι δεν είχε πετύχει τον σκοπό του, ο οποίος ήταν να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Γι’ αυτό και φεύγει από τη Σάμο την 1 Μαρτίου 1801 και επιστρέφει στη γενέτειρά του, τη Νέα Έφεσο, αποφασισμένος να λάβει τον στέφανο του μαρτυρίου για την αγάπη του Χριστού.
Στην πατρίδα του κυκλοφορεί και συμπεριφέρεται πλέον με πολλή σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη και εγκράτεια και ζητά τη συγχώρηση από όλους τους γνωστούς και τους φίλους του. Μάλιστα προτού παρουσιασθεί στον Τούρκο κριτή, φρόντισε να προστατεύσει την οικογένειά του. Γι’ αυτό και έστειλε τα παιδιά του σε ασφαλές τόπο για να μην διατρέχουν κίνδυνο. Τρεις ημέρες πριν να παρουσιασθεί και να ομολογήσει με παρρησία τη χριστιανική του πίστη, επισκεπτόταν τον τόπο, όπου στις 3 Σεπτεμβρίου 1794 οι Τούρκοι κρέμασαν σε μια μουριά τον Άγιο νεομάρτυρα Πολύδωρο. Μάλιστα καθόταν απέναντι από το δένδρο, στο οποίο απαγχονίστηκε ο Άγιος Πολύδωρος και κοιτάζοντάς το επίμονα, βρισκόταν σε έντονη περισυλλογή, σκεπτόμενος το δικό του μαρτύριο. Στην πατρίδα του συνάντησε και ένα παλιό του χριστιανό φίλο, ονόματι Γεώργιο, ο οποίος είχε διακόψει τις σχέσεις μαζί του μετά την άρνηση της χριστιανικής του πίστεως. Ο παλιός αυτός φίλος τον ρώτησε τον λόγο για τον οποίο τα πόδια του Γεωργίου ήταν ταλαιπωρημένα και γεμάτα πληγές, ενώ το υπόλοιπο σώμα του ήταν καθαρό και ανέγγιχτο. Τότε ο αθλητής του Χριστού Γεώργιος του διηγήθηκε ότι ευρισκόμενος στη Σάμο, παρουσιάσθηκε στον Βοεβόδα και αφού ομολόγησε με παρρησία τον Ιησού Χριστό, δέχθηκε στα πόδια του ραβδισμούς και οδηγήθηκε στη φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του, αφού πρώτα δωροδοκήθηκε γενναιόδωρα ο Βοεβόδας από τους δημογέροντες της Σάμου, ήρθε στην πατρίδα του, τη Νέα Έφεσο, αποφασισμένος να λάβει το πολυπόθητο μαρτύριο για τον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό.
Για να δοθεί η αφορμή να μαρτυρήσει για τη χριστιανική του πίστη, πήγε σ’ ένα καφενείο και προσπάθησε να προκαλέσει επεισόδιο και να έρθει σε σύγκρουση με τον καφετζή, αλλά ο καφετζής ήταν άνθρωπος υπομονετικός και έτσι η προσπάθεια του υπήρξε ανεπιτυχής. Γι’ αυτό και εγκατέλειψε τέτοιου είδους προσπάθειες και μεθοδεύσεις και αποφάσισε να παρουσιασθεί ο ίδιος μπροστά στον Τούρκο κριτή και να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη. Έτσι στις 3 Απριλίου 1801, ημέρα Τετάρτη και ώρα τρεις το μεσημέρι, παρουσιάσθηκε μπροστά στον κριτή και πέταξε κάτω το σαρίκι του. Αμέσως τον ρώτησε ο κριτής ποιος είναι και ποιο είναι το αίτημά του. Τότε ο γενναίος αθλητής της πίστεως απάντησε ότι ήταν χριστιανός και έγινε στη συνέχεια μουσουλμάνος με τη δική του θέληση, πιστεύοντας ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι καθαρή και τίμια. Στη συνέχεια όμως διαπίστωσε ότι πρόκειται για μιαρή και ολέθρια θρησκεία. Γι’ αυτό τον λόγο βρίσκεται εδώ για να ομολογήσει, ότι ήταν και εξακολουθεί και τώρα να είναι χριστιανός με τη χάρη του Θεού, και ότι το όνομά του είναι Γεώργιος. Η θαρραλέα αυτή ομολογία πίστεως έκανε τον κριτή να θεωρήσει ότι πρόκειται για έναν μεθυσμένο ή τρελό. Ο ένδοξος όμως μάρτυς απάντησε ότι τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει, αλλά επέστρεψε στη χριστιανική του πίστη, η οποία είναι η μόνη αληθινή και σωτήρια θρησκεία. Η γενναία αυτή απάντηση του Γεωργίου προκάλεσε την οργή του Τούρκου κριτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε την εντολή να οδηγηθεί αλυσοδεμένος στη φυλακή. Μάλιστα ο ένδοξος μάρτυς του Χριστού αναρωτήθηκε και ρώτησε γιατί θέλουν να τον δέσουν, αφού ούτε κλέφτης ούτε φονιάς είναι, και δεδομένου ότι ήρθε με τη θέλησή του να δηλώσει τη χριστιανική του ιδιότητα. Κανείς δεν γνωρίζει τα βασανιστήρια, στα οποία υποβλήθηκε ο μάρτυς εκείνη τη νύχτα.
Το βράδυ της Πέμπτης τον επισκέφθηκαν στη φυλακή απεσταλμένοι των τουρκικών αρχών και προσπάθησαν να τον παροτρύνουν να ασπασθεί τη μουσουλμανική θρησκεία με απώτερο σκοπό να τον αποφυλακίσουν, ενώ άλλοι του υποσχέθηκαν χρήματα και δώρα. Εκείνος όμως παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος στη χριστιανική του πίστη και δήλωσε με παρρησία ότι είναι χριστιανός και ότι θέλει να πεθάνει ως χριστιανός. Η επιμονή και η ανένδοτη στάση του εξαγρίωσε μερικούς, οι οποίοι με μανία επιτέθηκαν εναντίον του ξεσχίζοντας με τα νύχια τους τα πλέον ευαίσθητα μέλη του σώματός του. Την Παρασκευή συγκεντρώθηκαν όλοι στο δικαστήριο και αποφάσισαν να φέρουν τον μάρτυρα για να τον δικάσουν. Ο Γεώργιος οδηγήθηκε αλυσοδεμένος με τα χέρια πίσω και ο κριτής προσπάθησε με πράο και μειλίχιο ύφος να τον συνετίσει και να τον παρακινήσει να ομολογήσει έστω και τυπικά τη μουσουλμανική του πίστη και μετά ας πάει όπου θέλει και ας ακολουθήσει όποιο θρήσκευμα επιθυμεί. Ο Γεώργιος όμως απάντησε ότι είναι χριστιανός. Τότε κάποιος ισχυρίστηκε ότι οι ιερείς των χριστιανών είναι αυτοί που τους καθοδηγούν και τους διδάσκουν να ομολογούν την πίστη τους εκεί, όπου την έχουν αρνηθεί. Οι δικαστές επιχείρησαν να τον βγάλουν φρενοβλαβή και να τον απολύσουν μ’ αυτή την αιτιολογία, αλλά η προσπάθεια υπήρξε άκαρπη, αφού στο ερώτημα του μουφτή, εάν τα ενενήντα ή τα εκατό είναι περισσότερα, ο Γεώργιος απάντησε ότι αυτό το γνωρίζουν ακόμη και τα μωρά παιδιά.
Βλέποντας ο κριτής την αμετάβλητη στάση του μάρτυρος, αποφάσισε να τον εκτελέσουν διά ξίφους και όχι δι’ απαγχονισμού. Οι δήμιοι τον άρπαξαν με μανία και με ραβδισμούς τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης, δίδοντας την εντολή να γονατίσει. Μόλις κάποιος έβγαλε το σπαθί του και προσπάθησε να τον φοβίσει, ένας Τούρκος ονόματι Ωσμάν, απευθύνθηκε στον Γεώργιο και του ζήτησε να μετανοήσει και να σώσει τη ζωή του, αλλά ο γενναίος αθλητής του Χριστού δήλωσε ότι είναι χριστιανός. Τότε ο δήμιος έδωσε την εντολή να σκύψει το κεφάλι και ο ένδοξος μάρτυς Γεώργιος δέχθηκε με πνευματική αγαλλίαση τον δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρικό του θάνατο. Το γεγονός έλαβε χώρα στις 5 Απριλίου 1801, ημέρα Παρασκευή και ώρα 3 το μεσημέρι. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Γεώργιος έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου και συναριθμήθηκε στη χορεία των αθλητών της πίστεως κατά τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Απόδειξη της ευαρέσκειας και της χάριτος του Θεού αποτελούν και τα θαύματα, τα οποία επακολούθησαν μετά τη μαρτυρική τελείωσή του. Τη νύχτα της Παρασκευής 5 Απριλίου 1801 και ξημερώνοντας Σάββατο, άπλετο φως ακτινοβόλησε από το μαρτυρικό σώμα του νεομάρτυρος Γεωργίου και το λαμπερό υπερκόσμιο αυτό φως, το οποίο έγινε αντιληπτό τόσο από τους χριστιανούς όσο και από τους μουσουλμάνους, φαινόταν ακόμη και στο μαρτυρικό του αίμα. Την επόμενη ημέρα γνωστοποιήθηκε το θαύμα και ο κριτής διέταξε να πάρουν το λείψανο και να το ενταφιάσουν στον τάφο του δι’ απαγχονισμού τελειωθέντος Αγίου Πολυδώρου. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της ταφής υπήρξαν χριστιανοί που πήραν για ευλογία τρίχες του κεφαλιού του, ενώ άλλοι έκοψαν τεμάχια από τα αιματοβαμμένα ενδύματά του ως πηγή ιάσεως γι’ αυτούς που υπέφεραν από τον πυρετό και την ελονοσία. Γι’ αυτό και στη λαϊκή συνείδηση ο νεομάρτυς Γεώργιος καθιερώθηκε ήδη από την εποχή του μαρτυρίου του ως θεράπων της ελονοσίας. Αλλά τα θαύματα του Αγίου συνεχίστηκαν και μετά από το ένδοξο μαρτύριό του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721-1813), ο Νικόλαος Καρπάθιος υπέφερε για πολλές ημέρες από ισχυρό πόνο στην κοιλιά και παρόλο που χρησιμοποίησε διάφορα φάρμακα, δεν θεραπεύτηκε από τον πόνο. Απελπισμένος πήγε τότε στον τάφο του Αγίου και αφού προσευχήθηκε με ευλάβεια και με δάκρυα, ο ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού Γεώργιος παρουσιάσθηκε σε όραμα στον ύπνο του, φορώντας ένδυμα όμοιο μ’ αυτό του Αγίου Παντελεήμονος. Ο Άγιος τον ρώτησε τι θέλει και αφού άγγιξε με μια βέργα την κοιλιά του στο σημείο, όπου πονούσε, αμέσως ο πόνος σταμάτησε και ο ασθενής έγινε τελείως καλά. Μετά τη θεραπεία του δόξασε τον Θεό και ευχαρίστησε τον Άγιο.
Από το έτος 1806, δηλαδή μόλις πέντε χρόνια μετά το μαρτύριο του Αγίου, η τιμία κάρα του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους μέσα σε ασημένια οκτάπλευρη λειψανοθήκη που έχει σχήμα δισκοπότηρου και φέρει ανάγλυφη εξωτερικά τη μορφή του Αγίου, ενώ την ασματική του ακολουθία εποίησε ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1750-1821).
Ο Άγιος Γεώργιος ο εξ Εφέσου τιμάται με την πρέπουσα εκκλησιαστική λαμπρότητα στο ιστορικό και εύανδρο νησί της Σάμου, αφού σύμφωνα με το συναξάριό του κατέφυγε και διέμεινε στη Σάμο και συγκεκριμένα στην ιστορική κωμόπολη της Χώρας στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την προφορική, αλλά συναξαριακά αβάσιμη λαϊκή παράδοση περί της καταγωγής του πατρός του νεομάρτυρος από την κωμόπολη της Χώρας Σάμου, κατέστησαν τον νεομάρτυρα Γεώργιο ως τον δημοφιλέστερο τοπικό άγιο της Σάμου στη θρησκευτική συνείδηση του ευσεβούς σαμιακού λαού. Είναι ενδεικτικό ότι και η Τοπική Εκκλησία της Σάμου μνημονεύει τον Άγιο Γεώργιο ως νεομάρτυρα «εκ Χώρας Σάμου και εν Εφέσω αθλήσαντα», ενώ στη λαϊκή παράδοση του νησιού φέρει την επωνυμία «ο Αϊ-Γιώργης ο μέθυσος ή μπεκρής», που δικαιολογείται από τον έκλυτο βίο του και το πάθος της μέθης, το οποίο και τον οδήγησε στον εξισλαμισμό του. Ο πρώτος εορτασμός της μνήμης του Αγίου νεομάρτυρος Γεωργίου στη Σάμο, ο οποίος μέχρι και το 1995 είχε καθιερωθεί να τελείται την Κυριακή του Παραλύτου (Δ΄ Κυριακή από του Πάσχα), έλαβε χώρα την Κυριακή 7 Μαΐου 1967 προεξάρχοντος του αοιδίμου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονος Χρυσοφάκη (του και μετέπειτα Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης). Στις 17 Μαΐου 1970 ετέθη ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση του ομωνύμου Ιερού Ναού του Αγίου στη Χώρα της Σάμου και σε οικόπεδο, το οποίο δωρήθηκε από τον Εμμανουήλ Λ. Χατζηνικολάου εις μνήμην της μητρός του Καλλιόπης. Ο Ιερός Ναός του Αγίου νεομάρτυρος Γεωργίου Χώρας Σάμου, του οποίου τα θυρανοίξια τελέσθηκαν με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμονα Μπαρδάκο την Κυριακή του Παραλύτου 25 Μαΐου 1975, αποτελεί το επίκεντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν του Αγίου. Από το 1996 και με απόφαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσεβίου ορίστηκε να εορτάζεται κατ’ έτος πανηγυρικά η μνήμη του την Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ε΄ Κυριακή από του Πάσχα). Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και με την παρουσία πλήθους πιστών τελέσθηκε η πανήγυρη του Αγίου την Κυριακή της Σαμαρείτιδος 13 Μαΐου 2001, κατά την οποία τελέσθηκαν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια του ομωνύμου Ιερού Ναού επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως των 200 ετών από το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου (1801 - 2001).
Είθε ο τιμώμενος στη Σάμο, όπου κατέφυγε και διέμεινε, Άγιος νεομάρτυς Γεώργιος, ο μαρτυρήσας στη Νέα Έφεσο κατά το έτος 1801, να καταστεί οδηγός και καθοδηγητής για την εν Χριστώ ζωή και σωτηρία, διδάσκοντας με την ειλικρινή μετάνοιά του, με το ακμαίο αγωνιστικό του φρόνημα και με τη σθεναρή ομολογία της χριστιανικής του πίστεως.
Το ἀπόγευμα τῆς Τρίτης 24ης Ἀπριλίου στο Ἐκκλησιαστικό Πνευματικό Κέντρο, πλησίον τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίου Νικολάου Φούρνων ὁ Σεβασμιώτατος ὁμίλησε στην Σύναξη Μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἀριθμεῖ πλέον τῶν 100 ἀτόμων, για την ἀναγκαιότητα τῆς πραγμάτωσης τῶν ὅσων διδάσκονται και κυρίως την δυνατότητα πραγμάτωσης τῆς γνήσια πνευματικῆς δραστηριότητας κατά το θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Στή διάρκεια τῆς τριημέρου παραμονῆς του στούς Φούρνους ὁ Σεβασμιώτατος συναντήθηκε μέ τούς θαρραλέους Ἀκρίτες μας καί ἐπαίνεσε τήν ἐμμονή καί ἐπιμονή τους στίς πατροπράδοτες ἀρετές τοῦ Γένους μας. Χάρηκε διότι ἀντιλήφθηκε, πώς παρά τίς δυσκολίες στά ἐθνικά μας θέματα, παραμένει ἀμείωτη ἡ ἀνδρεία τους, ἡ ὁποία συνυπάρχει μαζί μέ τήν ἁπλότητα, τό ἦθος καί τήν νησιώτικη ἀρχοντιά τους, καθώς ὅπως ἐπεσήμανε ὁ ἀκριτικός αὐτός Λαός μας παραμένει ἀκλινής «ἐν οἷς ἔμαθε καί ἐπιστώθη» (βλ. Β Τιμ. γ 14) καί διατηρεῖ τήν πίστη του μέ εὐλάβεια ὡς τό πατροπαράδοτον σέβας, δίδοντας ἕνα ἠχηρό μάθημα ἀγάπης πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν Πατρίδα πρός ὅλους, τούς ἐντός καί ἐκτός Ἑλληνικῶν συνόρων, τούς ἐγγύς καί τούς μακράν τοῦ Νησιωτικοῦ Συμπλέγματος τῶν Φούρνων-Κορσεῶν.
Λαμπρός ο Εορτασμός στης Ζωοδόχου Πηγής στην ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Σάμου όπου την παραμονή τελέσθηκε πανηγυρικός εσπερινός χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ Ευσεβίου τον θείο λόγο κήρυξε ο Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμανδρίτης π. Σωτήριος Κοσμόπουλος .
Το πρωί της επομένης τελέσθηκε πανηγυρική Αρχιερατική θεία λειτουργία Ιερουργούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ Ευσεβίου ο οποίος κήρυξε τον θείο λόγο . μετά το πέρας της θ. λειτουργίας τελέσθηκε η λιτάνευσις της Ιεράς και Θαυματουργού εικόνος της Ζωοδόχου Πηγής και ο καθιερωμένος αγιασμός στο προαύλιο της Ιεράς Μονής .
Το πλήθος των προσκυνητών ανηφόρισαν στην Ιερά Μονή εδέχθηκαν την πλούσια και εγκάρδια φιλοξενία της Γερόντισσας Ευνίκης και των αδελφών της Ιεράς Μονής σε μία ηλιόλουστη ημέρα.