Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, Τῆς Ὀρθοδοξίας
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Πρῶτος μεγάλος σταθμός τοῦ πνευματικοῦ μας ταξιδιοῦ στό πέλαγος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ σημερινή Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, κατά τήν ὁποία ἑορτάζουμε τήν ἀναστύλωση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων. Μέ τήν τελική ἐπικράτηση τῆς ὀρθῆς πίστης, πού ἐκφράστηκε στήν Ἑβδόμη Οἰκουμενική Σύνοδο τό 787, σέ συνδυασμό μέ τήν ὀρθή πράξη τό 843 μ.Χ., σχεδόν ἑξῆντα χρόνια δηλαδή μετά, κατέπαυσε ἡ διαμάχη, πού ταλαιπώρησε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά περισσότερο ἀπό ἕνα αἰῶνα.
Δυστυχῶς οἱ ἔριδες καί οἱ διαμάχες, πού πολλές φορές εἶχαν αἱματηρή κατάληξη, δέν ἔλειψαν ἀπό τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστική Ἱστορία διδάσκει ὅτι ἀκρότητες καί ἐγωϊσμοί, θρησκόληπτες ἐμμονές καί προσωπικές ἐμπάθειες, ὅσο κι ἄν διεκδικοῦν τό δίκαιο καί τό θεολογικῶς ὀρθόν, ἐντούτοις ἐξελίσσονται ἀρνητικά καί πληγώνουν τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Διότι οἱ ἄνθρωποι συχνά ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἀνέχεται καί μᾶς συγχωρεῖ, κι ἐμεῖς ἀντί νά πράττουμε ἀναλόγως τῆς εὐγνωμοσύνης μας πρός Ἐκεῖνον, συχνά ἀναλωνόμαστε σέ πράγματα καί ὑποθέσεις, πού μπορεῖ φαινομενικά νά κραδαίνουν τό λαβαρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅμως ἐπί τῆς οὐσίας βάλουν κατ’ αὐτῆς, διότι ἀπειλοῦν «τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», γιά τά ὁποῖα προσευχόμαστε ἐναγωνίως μέσα στή θεία Λειτουργία, λίγο πρίν κοινωνήσουμε μάλιστα τῶν ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἴσως γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία σήμερα, μέσα ἀπό τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, ὁμιλεῖ γιά τήν συνάντηση τῶν πρώτων Μαθητῶν μέ τόν Χριστό. Ὁ Ἰωάννης ἀφήνει νά φανεῖ ὁ διαφορετικός τρόπος προσέγγισης τοῦ καθενός, ἀνάλογα μέ αὐτό πού πίστευε καί περίμενε γιά τόν Μεσσία, ἀνάλογα μέ αὐτό πού ἀναζητοῦσε καί εὐχόταν νά βρεῖ. Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος εἶναι ὁ Ἴδιος γιά ὅλους καί γιά τόν καθένα ἀποτελεῖ τό πλήρωμα τῆς δικῆς του ἀναζήτησης, πού ὅμως ὀφείλει νά κινεῖται μεταξύ τῆς ἐνθουσιώδους φράσεως «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν» καί τῆς πρόσκλησης «ἔρχου καί ἴδε». Δηλαδή μεταξύ τῆς διακήρυξης, ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέ τήν θεανδρική Του ὑπόσταση καί πώς αὐτό διακριβώνεται μέ τήν προσωπική βιωματική ἐμπειρία τοῦ καθενός, πού τόν προσεγγίζει.
Αὐτό τό «ἔρχου καί ἴδε», πού ἀκούσαμε σήμερα εἶναι ἡ διαχρονική πρόταση τῆς Ἐκκλησίας πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους. Εἶναι τό ἱεραποστολικό κάλεσμα στούς ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀλλά και ἡ διαρκής ὑπόμνηση στούς βαπτισμένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, νά ἐπαληθεύουν τόν δρόμο τῆς ζωῆς τους. Ἔλα νά δεῖς, μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, μέσα ἀπό τήν Πατερική διδασκαλία, μέσα ἀπό τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἄν ζῶντας μέσα στήν Ἐκκλησία, γνωρίζεις πραγματικά τόν Χριστό καί ζεῖς τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ! Γιά νά μή φανεῖ σκληρός ὁ λόγος αὐτός, ἄς σκεφθοῦμε μόνο, πόσοι καί πόσοι γνώρισαν τόν Χριστό, ἀλλά ἐπειδή δέν ἀνταποκρινόταν στήν ἀναζήτηση τοῦ Μεσσία, ὅπως ἐκεῖνοι εἶχαν στό μυαλό τους, Τόν ἀπέρριψαν. Καί ὄχι μόνο Τόν ἀπέρριψαν, ἀλλά καί ὅταν ἀκόμη Τόν ὑποδέχθηκαν μετά βαΐων καί κλάδων, ἄλλα περίμεναν ἀπό αὐτόν, γι’ αὐτό καί μετ’ ὀλίγον Τόν σταύρωσαν.
Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε, πώς ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν εὑρήκαμε ἁπλῶς ἕνα ἱστορικό πρόσωπο, πού ποθοῦσε ἡ καρδιά μας, ἀλλά τό θεανδρικό ἐκεῖνο Πρόσωπο, τό Ὁποῖον ὄχι μόνο γεμίζει τήν καρδιά μας, ἀλλά καί σώζει τή ὕπαρξή μας.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ζοῦμε ἐν Χριστῷ, μέ τόν Χριστό καί γιά τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας, ὅπως τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του (γ΄4). Ὁ Χριστός εἶναι γιά ἐμᾶς τά πάντα.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐνυπόστατη πίστη μας, ὅπως μᾶς λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής. Δηλαδή γνωρίζουμε βιωματικά Αὐτόν, τόν Ὁποῖον πιστεύουμε. Ὅπως Τόν γνωρίζουμε, Τόν ζοῦμε μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπάρχει «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ 15), αὐθεντικός ἑρμηνευτής καί πάροχος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Μέσα ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε τόν Χριστό. Ἐκεῖ Τόν ἀναγνωρίζουμε. Στήν Ἐκκλησία Τόν μεταλαμβάνουμε. Μέσα σέ Αὐτήν ἀπολαμβάνουμε τήν χάρη Του καί ἐτοιμάζουμε τή σωτηρία μας. Ὅλα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καί τήν ἱερά Της παράδοση μιλοῦν γιά τόν Χριστό, γι’ αὐτό καί ὁ ἀληθινός Χριστιανός παντοῦ ὀφείλει νά βλέπει τόν Χριστό καί νά ἐπαληθεύει τήν αὐθεντική ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐκήρυξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν..., οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν.» (Συνοδικόν Ὀρθοδοξίας)
Τοῦτο ὅμως τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, διότι περί μυστηρίου πρόκειται, ἔχει τήν ἀνάγκη νά διασφαλίζεται ἀπό τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε, πώς «οἱ ἄνθρωποι θά καταλαβαίνουν, ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἐάν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας.» (βλ. Ἰω. ιγ 35). Ὑπεύθυνοι δέ γιά αὐτήν τήν ἀγάπη καί τήν ἑνότητα εἴμαστε ὁ καθένας προσωπικῶς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σχεδόν σέ ὅλες τίς ἐπιστολές του, ἰδιαιτέρως πρός τούς Κορινθίους, μιλάει γιά τήν ἀποφυγή ἐρίδων καί μαχῶν. Ἐκεῖ τονίζει, πώς «ἀκόμη κι ἄν ἔχω ὅλη τήν γνώση καί ὅλη τήν πίστη ὥστε νά μετακινῶ ὅρη, ἀκόμη κι ἀν μιλῶ τίς γλῶσσες τῶν Ἀγγέλων, ἄν δέν ἔχω ἀγάπη, τότε δέν εἶμαι τίποτε!» (βλ. Α΄Κορ. ιγ) Στίς ποιμαντικές του πρός Τιμόθεον καί Τίτον ἐφιστᾶ τήν προσοχή τους στήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια μεταξύ τῶν πιστῶν καί τήν ἀποστασιοποίησή τους ἀπό κάθε εἴδους φιλονικία, πρός ἀποφυγήν σχίσματος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, διαμέσου τῶν αἰώνων μᾶς ἱκετεύει, λέγοντας: «οὐ γάρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλ’ ἀπολαβεῖν ἀδελφούς ᾧν τῷ χωρισμῷ σπαρατόμεθα.» Δέν ζητάμε νά νικήσουμε, ἀλλά νά κερδίσουμε καί πάλι στήν ἀληθινή ζωή τούς ἀδελφούς μας, γιατί σπαραζόμαστε ἀπό τόν χωρισμό τους. Τοῦτο σημαίνει πώς τίποτε δέν πρέπει νά θέτει σέ κίνδυνο τήν ἑνότητα, τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη, μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί πώς ὅλα πρέπει νά διευθετῶνται μέ γνώμονα τήν ἑνότητα, στόχο τήν εἰρήνη καί κριτήριο τήν ἀγάπη, ὥστε νά μήν πληγωθεῖ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θριάμβευσε καί θριαμβεύει ἐξαιτίας ἐκείνων, πού προσέφεραν τόν ἑαυτό τους θυσία πνευματική στόν Χριστό καί ἔθεσαν σκοπό τῆς ζωῆς τους νά διδάσκουν τό Εὐαγγέλιο καί νά τό τηροῦν ἐπακριβῶς, διαφυλάσσοντας τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦλθε «ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός» (Λουκ. ιθ΄10). Ὁ σύγχρονος Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἀπέναντι στίς προκλήσεις τοῦ κόσμου ὀφείλει νά ἀγωνίζεται πνευματικά, τηρώντας τόν κανόνα τῆς προσευχῆς καί τῆς πίστεως, διαφυλάσσοντας παράλληλα τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα μέσα στό σῶμα του Χριστοῦ. Οἱ ἐγωϊσμοί καί οἱ ἐμμονές, ὄχι μόνο δέν ὠφελοῦν πουθενά, ἀλλά ἀκυρώνουν καί τήν ὅποια πνευματική προσπάθεια καί ἐργασία. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός ὀφείλει νά ζεῖ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό νά φαίνεται στή ζωή Του. Κι ἀν ἡ ζωή μας στριμώχνεται ἀπό τήν καθημερινότητα καί γίνεται πολλές φορές μαρτυρική, τότε νά ἔχουμε κατά νοῦν τήν συμβουλή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπως τήν ἀκούσαμε σήμερα, ὅτι «τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ιβ΄ 1) καί ποτέ νά μήν πάρουμε τά μάτια μας ἀπό τόν Χριστό. Καί ὅταν μετά ἀπό χρόνια θά ἔχουμε φύγει ἀπό αὐτήν τήν ζωή καί θά ἀκούγεται στό τέλος τῆς λιτάνευσης τῶν ἱερῶν Εἰκόνων τό «ἁπάντων τῶν ὑπέρ τῆς εὐσεβείας ἀγωνισαμένων, αἰωνία ἡ μνήμη», τότε ἡ ψυχή μας θά ἀγάλλεται συμμετέχοντας σέ αὐτόν τόν μακαρισμό. Ἀμήν.