ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020
ΙΑ΄Λουκᾶ (Λουκ. ιδ΄ 16-24)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἀκούσαμε σήμερα τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, νά παρομοιάζει τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μέ ἕνα γιορτινό τραπέζι, ἀπεικονίζοντας συμβολικά τήν θεία Λειτουργία. Διότι ἡ κάθε θεία Λειτουργία εἶναι μιά πνευματική συνεστίαση, ἕνα Δεῖπνο, στό ὁποῖο παρατίθεται ὡς φαγητό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὡς ποτό τό Αἷμα Του καί καλούμαστε ὅλοι νά γίνουμε συνδαιτημόνες τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος τό προσφέρει καί προσφέρεται παράλληλα γιά τή ζωή καί τή σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία μας θέτει τήν παραβολή αὐτή λίγες ἡμέρες πρίν τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, θέλοντας νά προετοιμάσει τήν ὅσο τό δυνατόν καλύτερη συμμετοχή μας στό ἑόρτιο πνευματικό τραπέζι τῆς θείας Λειτουργίας, κέντρο τοῦ ἑορτασμοῦ κάθε ἑορτῆς καί ἰδίως τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς ζωῆς μας, ὅταν ἑορτάζουμε «ὡς δοκεῖ τῷ Πνεύματι» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. (βλ. PG 36,429)
Ὅμως δυστυχῶς ἡ συμμετοχή στή θεία Εὐχαριστία εἶναι γιά τούς περισσοτέρους πιστούς ἕνα μεγάλο ζητούμενο στή ζωή τους. Ἔχει ἀτονίσει ἡ συχνή προσέλευση στή θεία Κοινωνία καί ἡ συμμετοχή στό ποτήριο τῆς Ζωῆς ἐξέπεσε σέ συμμετοχή στό ἔθιμο τῶν ἑορτῶν, λίγες φορές τό χρόνο καί συνήθως χωρίς τήν ἀπαραίτητη προετοιμασία. Τόν τελευταῖο καιρό μάλιστα, ἐξαιτίας τῆς ἐπιδημίας πού μᾶς ταλαιπωρεῖ, ἐξεγέρθηκε μιά ἰδιαίτερη πολεμική ἐναντίον τῆς θείας Κοινωνίας. Πολλοί Χριστιανοί, ἀσθενεῖς στήν πίστη, φοβοῦνται νά κοινωνήσουν, χωρίς νά σκέφτονται πολύ ἁπλά, πώς τόσους αἰῶνες ποτέ δέν μεταδόθηκε κάποια ἀσθένεια ἀπό τήν θεία Κοινωνία. Τοῦτο εἶναι καί ἐπιστημονικῶς ἀποδεδειγμένο κι ἄς τό παραθεωρεῖ αὐτό ἡ σύγχρονη διανόηση. Ἡ θεία Κοινωνία, ὡς τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μεταγγίζει τήν ὄντως Ζωή.
Στήν ἀρχή τῆς περιόδου τῆς νηστεία τῶν Χριστουγέννων ἀναφερθήκαμε ἐκτενῶς στό τί εἶναι ἡ θεία κοινωνία καί τί σημαίνει γιά τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό. Σήμερα θά κάνουμε μιά σύντομη ἱστορική ἀναδρομή στά δύο χιλιάδες χρόνια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νά ἀντιληθφοῦμε τήν ἀναγκαιότητα τῆς θείας Κοινωνίας, πού ἀποτελεῖ καί τό κεντρικό δίδαγμα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων (βλ. Πραξ. β' 42,46) βλέπουμε ὅτι ἡ θ. Εὐχαριστία ἦταν τό κέντρο τῆς ζωῆς τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Τελοῦσαν καθημερινῶς τήν θ. Εὐχαριστία κατά τό πρότυπο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, σέ ἀνάμνηση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου καί τῆς ἀπολύτρωσης, πού ἐπιτεύχθηκε μέ τήν θυσία αὐτή καί μετελάμβαναν, ὥστε ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο, νά βιώνουν τήν διαρκῆ ἀνάμνησή Του.
῾Η συχνή καί καθημερινή, ὅπως μαρτυρεῖται θεία μετάληψη ἦταν καί ἡ ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων.῾Ο Μ. Βασίλειος (4ος αἰ.) στήν ἐπιστολή (93) του πρός τήν Καισαρία τήν Πατρικία, γράφει : «Καί νά κοινωνοῦμε κάθε ἡμέρα καί νά μεταλαμβάνουμε τοῦ ἁγίου σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καλόν καί ἐπωφελές. Ἐμεῖς λοιπόν βέβαια τέσσερις φορές κάθε ἑββδομάδα κοινωνοῦμε, τήν Κυριακή, τήν Τετάρτη, καί τήν Παρασκευή καί τό Σάββατο καί τίς ἄλλες ἡμέρες, ἐάν ὑπάρχει μνήμη κάποιου Ἁγίου.»
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπίσης τόν 9ο αἰῶνα διδάσκει: «Μεγάλη δύναμη ἔχουν τά δάκρυα, ἡ κατάνυξις καί πρό πάντων ἡ Μετάληψις τῶν ἁγιασμάτων... καί κάθε ἡμέρα εἶναι δυνατόν, σ’ αὐτόν πού θέλει νά κοινωνεῖ. Γιατί λοιπόν νά μήν κοινωνοῦμε κάθε ἡμέρα ἀπό τό ἄχραντο σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Καί τί ἄλλο γλυκύτερο θά μποροῦσε νά ὑπάρξει τῆς ἁγίας Κοινωνίας;»
Ὁ 8ος καί ὁ 9ος ᾿Αποστολικός κανόνας, ὅπως καί ὁ 2ος ᾿Αντιοχείας, οἱ 66ος καί 80ός τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικῆς συνόδου ὡς ἐπίσης καί ὁ 11ος τῆς Σαρδικῆς, ἐπιβάλλουν τήν συχνή προσέλευση καί συμμετοχή στήν θεία Εὐχαριστία ἀφορίζοντας αὐτούς, πού δέν προσέρχονται χωρίς σοβαρό λόγο ἤ ὅσους παρευρίσκονται στή θεία Λειτουργία καί ἐνῶ μποροῦν, ἐντούτοις δέν μεταλαμβάνουν.
Ἡ συχνή θεία Μετάληψη, ὅπως ἐπισημαίνουν οἱ πρῶτοι τοῦ Κολλυβαδικοῦ Κινήματος τῆς φιλοκαλικῆς Ἀναγέννησης τοῦ 18ου αἰῶνα, Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου καί Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό περισπούδαστο ἔργο τους «Περί συνεχοῦς θείας Μεταλήψεως» ἀποτελεῖ κοινή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Καί βεβαίως ὁμιλοῦν για τήν ἐμπροϋπόθετη συμμετοχή μας στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς, δηλαδή κατόπιν τῆς σχετικῆς προετοιμασίας μας.
Κατ’ ἀρχήν νά τονίσωμε, ὅτι ἡ καλύτερη προετοιμασία γιά νά μεταλάβουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων εἶναι νά ζοῦμε, ὅπως θέλει ὁ Θεός, τηρώντας ὅσα ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει θεσπίσει. Ἐπειδή ὁμως ὁ ἀγῶνας τῆς ζωῆς μας ἔχει προβλήματα, δυσκολίες καί πτώσεις στήν ἁμαρτία, ὀφείλουμε μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς Μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, ἀφ’ ἑνός μέν νά λαμβάνουμε ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἀφ’ἑτέρου νά ἐπαληθεύουμε τήν θεωρία καί τήν πράξη τῆς ζωῆς μας. Μέ τή βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ μας Πατέρα, ὁ ὁποῖος στέκεται δίπλα μας, μέ διάκριση καί προσευχή, γιά νά συμβάλει στήν ὀρθή πορεία μας, συντάσσουμε τό πλαίσιο τῆς πνευματικῆς μας προετοιμασίας μέ ἀπαραίτητη ἀσφαλιστική δικλεῖδα, τά ὅσα ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἰδιαίτερα πάνω στό θέμα τῆς νηστείας, καθώς πολλοί πιστοί ἔχουν λανθασμένη ἄποψη καί κρίση, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποστεροῦν χωρίς λόγο τούς ἑαυτούς τους ἀπό τήν θεία Κοινωνία.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς μας μέ τήν ἐξομολόγηση καί ἡ πειθαρχία μας στόν κανόνα τῆς νηστείας, ὑλικῆς καί πνευματικῆς, ἀνοίγει τόν δρόμο τήν θεία Κοινωνία. Μή νομίσει ὅμως κάποιος πώς ἐπειδή νηστεύσαμε ἤ ἐξομολογηθήκαμε γίναμε καί ἄξιοι γιά νά κοινωνήσουμε. Ποτέ δέν θά γίνουμε ἄξιοι γιά τόν Χριστό. Ὁ Χριστός μᾶς ἀξιώνει ἐπειδή ποθεῖ τή σωτηρία μας καί γι’αὐτό εἶναι ἀνάγκη κοινωνοῦμε τακτικά. Ο ἅγιος 'Αθανάσιος ὁ Πάριος τόν 18ο αἰῶνα γράφει κάτι πολύ σημαντικό : «Δέν πλησιάζουμε λοιπόν νά κοινωνήσουμε μέ τόν ἀέρα ὅτι εἴμαστε ἄξιοι καί μᾶς ἀνήκει. Μή γένοιτο! ... Καί θέλει καί διψᾶ τήν ἁγιότητά μας ὁ Θεός. Σώζει δε τόν καθένα μας ὄχι γιά τήν ἀξία του, ἀλλά μέ τήν δική του θεία δύναμη.»
Τήν παραμονή τῆς ἡμέρας πού θά κοινωνήσουμε, καλό εἶναι κάνοντας τήν βραδυνή προσευχή τοῦ Μικροῦ Ἀποδείπνου, νά διαβάζουμε τίς εὐχές τῆς θείας Μεταλήψεως. Μᾶς προετοιμάζουν πνευματικά γιά τήν συνάντησή μας μέ τόν Χριστό, ἀλλά βλέπουμε κιόλας, πώς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, σημειώνουν τήν ἀναξιότητα τοῦ ἀνθρώπου καί πώς ὅλοι δειλιάζουν μπροστά στην θέα τοῦ θείου Σώματος καί Αἵματος. Ὅμως δέν ἀπομακρύνονται, ἀλλά προσέρχονται προσβλέποντας στό ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτούς καί ἐμεῖς νά λαμβάνουμε ὡς παράδειγμα γιά τήν ζωή μας καί νά σκεπτόμαστε, πώς ἄν τέτοια πνευματικά ἀναστήματα αἰσθάνονταν τέτοια συντριβή, πόση περισσότερη θά πρέπει νά αἰσθανόμαστε ἐμεῖς;
Καί μέ αὐτήν τήν ταπεινή ἄποψη γιά τόν ἑαυτό μας, νά προσερχώμαστε στόν Χριστό, ὅπως προσῆλθε ὁ Τελώνης καί ἡ Πόρνη, ὁ Ἑκατόνταρχος καί ἡ Χαναναία γιά νά λάβωμε κι ἐμεῖς τό δῶρο τῆς θείας Κοινωνίας. Ἡ μετάληψη τοῦ ἀχράντου σώματος καί τοῦ τιμίου αἵματος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἠθική ἐπιβράβευση, ἀλλά ἐπισφράγιση τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα τῆς παρούσας ζωῆς καί ἐφόδιο γιά τήν αἰώνια. Στίς ἡμέρες μας μάλιστα, ἀποτελεῖ καί ὁμολογία πίστεως!
Οἱ ἐποχές μπορεῖ νά ἄλλαξαν καί νά εἶναι ἴσως δυσκολώτερες! Ἡ ᾿Εκκλησία πάντως ὡς ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος, ἔχει τήν δύναμη καί τήν δυνατότητα νά τήν οἰκονομεῖ ἔτσι ὥστε, ὅταν ὑπάρχει θέληση καί ἀβίαστο φρόνημα, νά μετατρέπει τήν πόρνη σέ ἁγία καί τόν ληστή σέ πρῶτο πολίτη τοῦ Παραδείσου. Αὐτή ἡ δύναμη εἶναι ἐκείνη, πού μᾶς φορτίζει μέ γενναῖο φρόνημα, μᾶς ἀποπλύνει τά ἁμαρτήματα καί μᾶς κάνει νά ἐλπίζουμε στό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι νά γευόμαστε τόν Χριστό.
Καί τί ὡραιότερο, ἀπό τό νά εἶναι κανείς ὅσο τό δυνατόν περισσότερο καιρό σύναιμος καί σύσσωμος Χριστοῦ, ἕνα ζωντανό ἅγιο ἀρτοφόριο, ὅπου «θεοῦ τό αἷμα καί θεοῖ καί τρέφοι» καί ἀθόρυβα ἐκχύνεται στίς φλέβες τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλπίδος μας. Ἀμήν.