Ἐγκύκλιον Μήνυμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου, Ἰκαρίας καί Κορσεῶν κ.κ. Εὐσεβίου (Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξίωσε νά εὑρισκόμαστε καί πάλι ἐπί τό αὐτό, μετά ἀπό ἀποστέρηση δύο μηνῶν καί μάλιστα τήν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Γεωγίου τοῦ ἐκ Χώρας Σάμου καί ἐν Ἐφέσῳ ἀθλήσαντος. «Εὐλόγει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον καί πάντα τά ἐντός μου τό ὄνομα, τό ἅγιον Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ΡΒ).
Καθ’ὅλη τήν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἐπιβεβλημμένης μέν, ἀλλ’ ἀκούσιας λειτουργικῆς ἀποχῆς, μετρούσαμε τίς μέρες καί τίς ὧρες, ὡς νά λήξει τό ἰδιόμορφο αὐτό πνευματικό ἐπιτίμιο καί νά ξαναβρεθοῦμε ὁμοθυμαδόν μέσα στά ἐπίγεια σκηνώματα τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ, τούς Ἱερούς Ναούς μας καί νά προσφέρουμε τήν λατρεία μας πρός Αὐτόν «ἐν πνεύματι καί ἀληθεία», ὅπως μέ ἔμφαση τόνισε ὁ Κύριος στή Σαμαρείτιδα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος.
Ὡς ἐνσυνείδητοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε, πώς ἡ Θεία Χάρη καθιστᾶ τόν κάθε Ναό ἀπό τήν στιγμή τοῦ ἐγκαινισμοῦ του καί μετά Ἱερό καί Ἅγιο : «λιμένα χειμαζομένων, ἰατρεῖον παθῶν (ψυχῆς καί σώματος), καταφυγήν ἀσθενῶν, δαιμόνων φυγαδευτήριον», ὅπως ἀναφέρει ἡ σχετική εὐχή τῶν Ἐγκαινίων. Ἡ ἴδια εὐχή μάλιστα μᾶς διαβεβαιώνει, πώς ὁ Θεός θά ἔχει τά μάτια Του ἀνοιχτά πάνω στόν Ναό αὐτό, ἡμέρα καί νύχτα καί τά αὐτιά Του ἀκόμη γιά νά ἀκούει μέ προσοχή τήν δέηση, ὅσων μέ φόβο καί εὐλάβεια προσέρχονται σ’αὐτόν καί Τόν ἐπικαλοῦνται. Οἱ ἐκφράσεις αὐτές εἶναι μέν ἀνθρωπομορφικές, ἀλλά θέλουν νά μᾶς βοηθήσουν νά ἀντιληφθοῦμε, ὅτι Ἱεροί μας Ναοί εἶναι Θεοφρούρητοι καί Θεοσκέπαστοι καί πώς ἐπιβάλλεται νά προσερχώμαστε σ’ Αὐτούς γιά νά προσευχηθοῦμε στόν Θεό, νά λειτουργηθοῦμε καί νά συμμετάσχουμε στά Ἱερά Μυστήρια μέ κορυφαῖο τήν θεία Εὐχαριστία, χωρίς νά φοβόμαστε γιά τίποτε.
Σχετικῶς τώρα μέ τά μέτρα, τά ὁποῖα λαμβάνουμε προληπτικά γιά τήν περιφρούρηση τῆς ὑγείας μας καί τά ὁποῖα θά τηρηθοῦν ἀπαρεγκλίτως, σύμφωνα μέ τίς κείμενες Ὑπουργικές ἀποφάσεις, ἀλλά καί τίς ἐντολές τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, αὐτά ἀποτελοῦν κυρίως τό μέτρο τῆς οἰκονομίας τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς ἀγάπης μας πρός τούς ἀσθενέστερους στήν πίστη Ἀδελφούς μας, ὥστε νά μήν ἀποκλεισθοῦν ἐξαιτίας τοῦ φόβου, ἀπό τήν προσέλευσή τους στούς Ναούς καί τήν θεία Κοινωνία. Ἄς μήν ξεχνᾶμε δέ, πώς κι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι κάποιες φορές ταλαντεύθηκαν στήν πίστη τους καί μάλιστα μέ παρρησία ζήτησαν ἀπό τόν Χριστό νά τούς προσθέσει πίστη (βλ. Λουκ. ιζ 5).
Στήν δύσκολη αὐτή ἱστορική καμπή, φαίνεται πώς ἔχουμε ἀνάγκη, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, νά συμμετάσχουμε στή θεία Λειτουργία, γιά νά μεταλάβουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί νά λάβουμε χάρη καί ἔλεος, ζωή καί σωτηρία, ὅπως ὁμολογοῦμε στίς εὐχές τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς.
Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ σπουδαιότερη καί τελειότερη λατρευτική ἐκδήλωσή μας ὡς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τόν Ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό μας. Ἡ αἱματηρή θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία τελέσθηκε ἅπαξ καί διά παντός ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τελεῖται ἀναιμάκτως ἀπό τήν Ἐκκλησία μας σέ κάθε Θεία Λειτουργία, κατά τό πρότυπο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, γιά νά ἔχουμε ζωηρή τήν ἀνάμνηση τῆς Θεανθρώπινης Παρουσίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καθώς Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» (Λουκ. κβ 19).
Ἐμεῖς λοιπόν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀκολουθώντας τήν δισχιλιετῆ παράδοση τῆς μαρτυρικῆς μας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, διδαχθήκαμε νά κοινωνοῦμε, γιατί ἔχουμε ἀνάγκη νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό. Δέν κοινωνοῦμε οὔτε γιά τό καλό, οὔτε γιά τό ἔθιμο. Γι’ αὐτό καί κοινωνοῦμε συχνά. Οὔτε ἡ θεία κοινωνία εἶναι βραβεῖο, ἐπειδή νηστεύσαμε ἤ ἐξομολογηθήκαμε. Ἡ προετοιμασία μας αὐτή εἶναι ἀπαραίτητη, ἀλλά ἡ θεία Κοινωνία εἶναι τό ἀντίδοτο τῆς ἁμαρτίας, τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας, ὅπως λέει ὀ Ἴδιος ὁ Χριστός: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰω. στ 54). Δυστυχῶς ὅμως ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό αὐτήν τήν σύγχρονη ἀκαταστασία, ἡ Θεία Κοινωνία παραμένει ὁ μεγάλος καί ἀγνοημένος θησαυρός.
Μέ βάση ὅμως τήν πίστη μας, ἀλλά καί τήν ἱερά παράδοση δύο χιλιάδων χρόνων, ἄς σκεφθοῦμε: Ὁ Θεός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς δώσει ζωή καί ὄχι θάνατο. Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατόν κοινωνώντας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ νά ἀρρωστήσουμε; Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι Μυστήριο, εἶναι θαῦμα καί ὅπως ὅλα τα θαύματα, δέν ἐξηγεῖται λογικά, γιατί ὑπερβαίνει τίς δυνατότητες τῆς λογικῆς. Τα ἱερά Μυστήρια δέν εἶναι παράλογα, ἀλλά ὑπέρλογα, ὅπως λέμε μέ τήν θεολογική ὁρολογία. Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῆς Θεότητας κατά χάριν, ὑγιεῖς στήν ψυχή καί τό σῶμα, ἐπισφραγίζει τόν πνευματικό μας ἀγῶνα καί μᾶς ἐξασφαλίζει τήν αἰώνια ζωή.
Ἐκτός τούτου, ὅσοι φλυαροῦν ἐναντίον τῆς θείας Κοινωνίας, ὅπως μποροῦμε νά καταλάβουμε ἀπό τά λεγόμενά τους, οὔτε γνώρισαν, οὔτε γεύθηκαν ποτέ πραγματικά τό Μυστήριον. Κυρίως ὅμως ποτέ κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἀπέδειξε, πώς ἡ θεία Κοινωνία μεταδίδει ἀσθένειες. Καί τοῦτο ἀφ’ ᾗς στιγμῆς μάλιστα τόσο ὁ Ἰατρικός Σύλλογος Ἀθηνῶν, ὅσο καί πολλοί ἰατροί μέ ἐπιστημονικές ἀνακοινώσεις τους ἀποκλείουν κάθε πιθανότητα μετάδοσης ἀσθένειας ἀπό τήν θεία Κοινωνία. Ἐμεῖς βέβαια δέν ἔχουμε ἀνάγκη τέτοιων ἀνακοινώσεων, διότι ἀπό τήν βιωματική ἐμπειρία μας ἀνά τούς αἰῶνες, γνωρίζουμε, ὅτι ποτέ κανείς, οὔτε Κληρικός, οὔτε Λαϊκός δέν ἀρρώστησε ἀπό τήν θεία Κοινωνία, οὔτε ἀκόμη κάποιος Ἱερεύς, ἀπό αὐτούς πού διακονοῦν σέ Νοσοκομεῖα Λοιμωδῶν Νόσων, Σανατορίων, Λεπροκομείων κλπ., δεδομένου, ὅτι στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας ὁ ἱερουργός καταλύει (καταναλώνει) τήν θεία Κοινωνία, πού περίσσευσε.
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς μας μερίμνης καί τῆς εὐθύνης μας γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη, σᾶς καλῶ νά κλείσετε τά αὐτιά σας στίς σύγχρονες σειρῆνες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖες μέ βλάσφημο τρόπο καί ἐντελῶς ἀπροκάλυπτα, καταφέρονται μέ τά λόγια τους καί τά ἔργα τους ἐναντίον τοῦ Ἐκκλησιασμοῦ καί κυρίως ἐναντίον ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δυστυχῶς μέ τό πρόσχημα τῆς προστασίας τῆς ὑγείας.
Σᾶς καλῶ νά δώσετε δυναμικά τό «παρών» στήν ἐπιτέλεση τῆς θείας Λατρείας, ἐκκλησιαζόμενοι καί συμπροσευχόμενοι στούς Ἱερούς μας Ναούς καί κοινωνώντας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τηρουμένων βεβαίως τῶν προληπτικῶν μέτρων καί τῆς σχετικῆς μας προετοιμασίας. Ἄς γνωρίζουμε δέ, ὅτι ἀπό τοῦδε καί εἰς τό ἐξῆς, ἡ συμμετοχή μας στή θεία Κοινωνία θά εἶναι ὄχι μόνον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον, ἀλλά καί εἰς ὁμολογίαν πίστεως καί ἀγάπης πρός τόν Σωτῆρα Χριστόν. Ἀμήν.
Μετά τῆς ἐν Χριστῷ ἀναστάντι ἀγάπης καί εὐχῶν
†Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος