«Ἡ μετά θάνατον ζωή» Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024 - Ε΄Λουκᾶ (Λουκ. ιστ΄ 19-31)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς ἀπό τόν Θεό γιά νά ζεῖ πάντοτε ἐλεύθερος, αὐτεξούσιος καί ὑγιής μέσα στόν Παράδεισο. Καμμία ἀσθένεια νά μήν τόν ταλαιπωρεῖ καί ποτέ νά μήν γνωρίσει τόν θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δυστυχῶς διαπραγματεύθηκε μέ τόν διάβολο τά δῶρα αὐτά «τῆς Ἀρχεγόνου Δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ», ὅπως τά ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία μας καί μέ τρόπο πολύ ἐπιπόλαιο τά ἔχασε μαζί μέ τόν Παράδεισο, ὅπως περιγράφεται στό Βιβλίο τῆς Γενέσεως.
Ἐξόριστος πλέον πάνω στή γῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀποζητεῖ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀντισταθμίσει τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, πού δέν τόν βαραίνει ἁπλῶς, ἀλλά ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀσθένεια, πού τόν πονάει καί τόν θάνατο, πού ἐν μέρει τόν ἀφανίζει.
Ἐνώπιον μιᾶς ἀσθένειας, ἀγωνιοῦμε, φοβόμαστε καί λαμβάνουμε μέτρα προφύλαξης, μή τυχόν καί κινδυνεύσει ἡ πολύτιμη ὑγεία μας, ὅπως ἰδιαιτέρως συμβαίνει τόν τελευταῖο καιρό. Βέβαια ὑπάρχουν καί περιπτώσεις, βαρέων καί ἀνιάτων ἀσθενειῶν, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπανακτᾶ τήν ὑγεία του μέν, ἀλλά ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀξιοποιήσει τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς του, ὅπως ἀκοῦμε στίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ζήσει εἰρηνικά καί μέ μετάνοια, ὥστε διά τοῦ βιολογικοῦ θανάτου μεταστεῖ στήν ἄλλη διάσταση ζωῆς, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος». Ἔλεγε ὁ γνωστός σέ ὅλους μας Ἅγιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης, πώς ἡ ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, γέμισε τόν Παράδεισο, ἐννοώντας ἀκριβῶς, πώς ὁ ἄνθρωπος βλέποντας νά ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ σωματικοῦ του θανάτου, ἔχει τήν εὐκαιρία νά προετοιμασθεῖ κατάλληλα, νά ἐξομολογηθεῖ, νά εἰρηνεύσει μέ τούς συνανθρώπους του καί νά μεταλάβει τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ὥστε νά ζεῖ αἰωνίως ἐν Χριστῷ. Καί ὅλα αὐτά σύμφωνα πάντοτε μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Οἱ πιό πολλοί ἀπό ἐμᾶς στό ἄκουσμα καί μόνο τῆς λέξης θάνατος ἀναριγοῦμε, καθώς φέρνουμε στό νοῦ μας τόν βίαιο χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά κι ἐπειδή ἀγνοοῦμε τή στιμή κατά τήν ὁποία θά πεθάνουμε καί ἀκόμη περισσότερο, ἐπειδή δέν εἴμαστε ἔτοιμοι γιά τό μεγάλο αὐτό καί μόνο βέβαιο ταξίδι τῆς ζωῆς μας. Ἄν καί ἡ Ἐκκλησία πάντοτε φροντίζει νά μᾶς καλλιεργεῖ τή μνήμη τοῦ θανάτου, μόνον λίγοι εὐσεβεῖς Χριστιανοί ἀγωνιοῦν καί γιά τό ἄν θά εἶναι ἔτοιμοι νά ξανοιχτοῦν στήν αἰωνιότητα. Ἄν δηλαδή κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους εἶναι εἰρηνευμένοι, ἐξομολογημένοι καί κοινωνημένοι, ὥστε νά ἔχουν καλή ἀπολογία μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί νά γλιτώσουν ἀπό τίς αἰώνιες συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Ὁ θάνατος, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο εἶναι ἡ φιλάνθρωπη ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά μήν γίνει τό κακό ἀθάνατο πάνω στη γῆ. (Λόγος 38, Εἰς τά ἅγια Θεοφάνια, εἴτουν τά Γενέθλια του Σωτήρος Χριστοῦ, PG 36, 324 D). Δηλαδή πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει καί ἡ ἁμαρτία του. Οὔτε ἐκεῖνον πλέον κατατρέχει, ἀλλά οὔτε ἐκεῖνος ταλαιπωρεῖ ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀλλά καί τό ὅτι δέν γνωρίζουμε τόν χρόνο τοῦ θανάτου μας, πάλι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ τό τακτοποίησε, γιατί ἄν ὁ ἄνθρωπος γνώριζε πότε θά πεθάνει, τίποτε δέν θά τόν συγκρατοῦσε ἀπό τήν κακία καί τήν ἁμαρτία. Ὁ θάνατος ἔρχεται σάν ἕνα χαλινάρι, γιά νά συμμαζεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἐνθυμούμενος πώς εἶναι μέν θνητός, ἀλλά μέ ἀθάνατη προοπτική.
Τοῦτο σημαίνει πώς δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι, μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἡ ζωή συνεχίζεται. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει χρονική ἀρχή, ὅταν συλλαμβάνεται στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀλλά δέν ἔχει τέλος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεθάνει, τό μέν σῶμα ἐπιστρέφει στή γῆ, στά ἐξ ὧν συνετέθη στοιχεῖα, γι’ αὐτό καί στήν ταφή λέγει ὁ ἱερέας «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς. Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ».
Ἡ ψυχή ὅμως ὡς ἐγκατεστημένη ἀπό τήν πνοή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀθάνατη καί συνεχίζει τήν πορεία της. Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο ζεῖ σέ μία ἄλλη διάσταση ζωῆς, πού ὀνομάζεται μέση κατάσταση ψυχῶν, ἐν ἀναμονῇ τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὁπότε θά ἀναστηθοῦν τά νεκρά σώματα τῶν ἀνθρώπων καί θά εἰσέλθουν ξανά σέ αὐτά οἱ ψυχές καί ὡς κανονικοί καί ὁλόκληροι ἄνθρωποι, θά σταθοῦμε ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, στό κριτήριο τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, γιά νά ἀκούσουμε τήν δίκαιη κρίση Του.
Αὐτό ὅμως, πού δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει εἶναι ὅτι μετά τόν βιολογικό θάνατο δέν ὑπάρχει μετάνοια, οὔτε δυνατότητα ἀλλαγῆς τῆς κατάστασής μας. Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος γιά νά προετοιμάσει τήν αἰωνιότητα, αὐτό γίνεται ὅσο καιρό εἶναι μέ σῶμα καί ψυχή. Γιά ὅσο καιρό δηλαδή ζοῦμε πάνω στή γῆ, ἔχουμε χρέος νά προετοιμάσουμε τήν αἰώνια ζωή μας. Στόν κόσμο αὐτό δέν ἐρχόμαστε γιά νά ἀποκτήσουμε χρήματα, κτήματα καί περιουσίες, οὔτε γιά νά κάνουμε ἐπίδειξη δύναμης καί ἐξουσίας ἤ κατάχρηση τῶν χαρισμάτων μας. Κι ἄν ξεφεύγουμε ἤ παρασυρόμαστε ἀπό τόν σκοπό μας, πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή ἐν Χριστῷ, ἡ μετάνοια γίνεται ὁ τρόπος νά ἐπιστρέψουμε καί νά ἀκολουθήσωμε τη ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία κηρύττει συνεχῶς καί ἐναγωνίως γιά τήν ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, προτρέποντας παράλληλα νά πράττουμε τό καλό καί τό ἀγαθό, πού μᾶς ὁμοιώνει μέ τόν Θεό. Κυρίως ὅμως ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση. Ἡ μετάνοια πάντοτε ἦταν καί εἶναι ἡ κεντρική ἰδέα τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως ὅλοι μας ἔχουμε ὄχι μόνο τήν εὐκαιρία, ἀλλά τό δικαίωμα ἀπό τόν Θεό, νά διορθώνουμε τά λάθη μας, μέ δική μας πρωτοβουλία, νά σβήνουμε τίς ἁμαρτίες μας μέ τήν χάρη Του καί νά λυτρωνόμαστε ἀπό τίς αἰώνιες συνέπειες.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καταδεικνύει πόσο βαρειά εἶναι αὐτή ἡ ἔκφραση «αἰώνιες συνέπειες» καί πόσο σπουδαῖο εἶναι γιά ἐμᾶς νά ἔχουμε μνήμη θανάτου, δηλαδή νά ἐνθυμούμαστε, ὅτι κάποια στιγμή, ἄγνωστο πότε, θά πεθάνουμε καί θά τελειώσει αὐτή ἡ ζωή καί μαζί της, θά τελειώσουν καί ὅλες οἱ καταστάσεις πού τήν συνοδεύουν. Τίποτε δέν συνεχίζει πέραν τοῦ τάφου, παρά μόνον ὅ,τι κατήρτισε ὁ ἄνθρωπος μέ τρόπο πνευματικό στή ζωή του καί ὅ,τι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ οἰκοδόμησε στήν ψυχή του. Αὐτή ἡ πνευματική οἰκοδομή εἶναι θεμελιωμένη στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀκρογωνιαῖο λίθο τήν θεία Κοινωνία καί ἀναγκαῖα προετοιμασία τό νά ζεῖς, ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἐδῶ συντείνει ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἄν μείνουμε ἀνεξομολόγητοι καί μακρυά ἀπό τόν Χριστό σ’ αὐτήν τήν ζωή, ἀδιαφορώντας γιά την ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τη θεία Κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἷματός Του, τότε δυστυχῶς θά εἴμαστε αἰωνίως μακρυά Του καί θά τιμωρούμαστε αἰωνίως, ὅπως ὁ δυστυχής, ἀνώνυμος πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Ἄς γνωρίζουμε δέ ὅτι στήν ἀγωνιώδη προσευχή τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, γιά τό ἄν θά σωθῇ, ἐμφανίσθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος καί τοῦ συνέστησε: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι.»
Ἄς συντηροῦμε λοιπόν στή μνήμη μας τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας καί τί ἀπολογία θά δώσουμε στόν Κύριο, ὥστε νά συνεγειρόμαστε σέ φιλότιμη προσπάθεια, γιά νά ζοῦμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, μέ σκοπό τήν αἰωνιότητά μας ἐν Χριστῷ. Ἀμήν.