«ΧΡΙΣΤΟΣ: ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου» Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024 - Ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου (Λουκᾶ δ΄ 16-22)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ εὐαγγελική περικοπή, πού ἀκούσαμε, διαβάζεται ἐξ ἀφορμῆς τῆς Ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου, δηλαδή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τό ὁποῖο ἀρχίζει σήμερα. Ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ Σεπτεμβρίου εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική Πρωτοχρονιά.
Ἡ ἡμέρα αὐτή, ὅπως σημειώνει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στόν Συναξαριστή, ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά ἐμᾶς. Διότι μιά τέτοια ἡμέρα, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στήν Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ, ὅπως συνήθιζε κάθε Σάββατο, διδάσκοντας σ’εμᾶς τόν ἀπαραίτητο ἐκκλησιασμό μας κάθε Κυριακή, ἔλαβε τό βιβλίο τοῦ Ἠσαϊα καί ἱστάμενος ἀνάμεσα στούς συγκεντρωμένους πιστούς, διάβασε εἰς ἐπήκοο πάντων τήν ἀρχή τοῦ ἐξηκοστοῦ πρώτου κεφαλαίου, τό ὁποῖο σέ νεοελληνική ἀπόδοση λέει τά ἐξῆς:
«Πνεῦμα Κυρίου μένει πάνω σέ ἐμένα, διότι μέ αὐτό μέ ἔχρισε ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπο καί μέ ἔστειλε νά κηρύξω στούς πτωχούς καί γυμνούς ἀπό πίστη ἀνθρώπους τό χαρμόσυνον μήνυμα τῆς λύτρωσης, νά θεραπεύσω αὐτούς τῶν ὁποίων ἡ καρδία ἔχει συντριβεῖ ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Νά κηρύξω στούς δούλους τῆς ἁμαρτίας τήν ἄφεση καί τήν ἀπελευθέρωση, νά χαρίσω ἀναβλέψη σ’ ἐκείνους πού ἔχουν σκοτισμένο καί τυφλωμένο τόν νοῦ ἀπό τά πάθη τῆς ἁμαρτίας, νά στείλω ὑγιεῖς καί ἐλευθέρους ἀπό κάθε ἐνοχήν ἐκείνους, πού ἔχουν καταπληγωθεῖ καί συντριβεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία· μέ ἔστειλε νά κηρύξω στούς ἀνθρώπους τήν ἀρχή νέου χρόνου, ὁ ὁποῖος καί θά εἶναι εὐχαρίστως δεκτός ἀπό τόν Θεόν, ποθητός δέ καί χαρμόσυνος διά τούς ἀνθρώπους”.
Ἀκολούθως ἔκλεισε τό βιβλίο ἤ γιά νά τό ποῦμε καλύτερα τύλιξε τόν κύλινδρο, ἐπί τοῦ ὁποίου ἦταν τυλιγμένη ἡ περγαμηνή, τό ἔδωσε στόν διακονητή καί κάθισε, ἐνῶ ὅλων τά μάτια ἦταν στραμμένα ἐπάνω Του. Τότε ἐνώπιον ὅλων ὁ Κύριός μας αὐτοσυστήθηκε μέ τρόπο πανηγυρικό, λέγοντας στούς ἔκπληκτους ἀκροατές Του, πώς τώρα ἐκπληρώθηκε ἐνώπιόν σας αὐτή ἡ προφητεία, ὁμιλώντας σαφῶς περί τῆς παρουσίας Του ὡς Μεσσία, Θεοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτῆ, μέ τά ἀνωτέρω χαρακτηριστικά.
Ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πώς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του σέ καθε καλοπροαίρετο πιστό, πού ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια γιά τήν σωτηρία Του. Ἀποκαλύπτει τόν μεσσιανικό Του ρόλο καί ἐμφανίζεται ὡς ὁ μόνος Σωτῆρας καί Λυτρωτής Θεός, ὅπως ἀκριβῶς ἀναγγέλθηκε μέσα ἀπό τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μέ προσδοκία τό περίμεναν τά ἔθνη γιά τήν σωτηρία τους, ἀλλά καί ὅπως μέχρι λεπτομερείας ἐπαλήθευσε μέ τήν ἐνανθρώπηση καί τό σωτήριο ἔργο Του.
Μᾶς ἐντυπωσιάζει ὅμως τό γεγονός, ὅτι ἐνῶ ὁ Χριστός αὐτοαποκαλύπτεται, τήν ἴδια στιγμή τό ἀκροατήριο τῆς Συναγωγῆς διερωτᾶται: «Αὐτός δέν εἶναι ὁ υἱός τοῦ Ἰωσήφ;» (δ΄22), σημειώνει ὁ Λουκᾶς. «Ἀπό ποῦ ὑπάρχει σ’αὐτόν αὐτή ἡ σοφία και αὐτά τα θαυμαστά; αὐτός δέν εἶναι ὁ ξυλουργός, ὁ υἱός τῆς Μαρίας, ὁ ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου, τοῦ Ἰωσῆ καί τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Σίμωνος; Καί δέν εἶναι μαζί μας ἐδῶ οἱ ἀδελφές του;» ἐπισημαίνουν ὁ Ματθαῖος (ιγ΄ 54-55) καί ὁ Μᾶρκος (στ΄2-3) ἤ «πώς αὐτός ξέρει γράμματα χωρίς ποτέ νά ἔχει μάθει;» ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης (ζ΄15 ).
Ἡ ἀπορία τῶν ἀνθρώπων δηλώνει τήν ἄγνοια ἤ καλύτερα τήν ἡμιμάθειά τους. Ναί μέν ἦσαν πιστοί καί πήγαιναν στήν συναγωγή, ἀλλά δέν γνώριζαν ἐπαρκῶς τήν Ἁγία Γραφή, ὥστε νά μποροῦν νά ἀναγνωρίσουν στό θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τόν ἀληθινό Θεό, Σωτῆρα καί Λυτρωτή καί νά ταυτίσουν τή γνώση τους μέ τήν αὐτοπρόσωπη παρουσία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου.
Ἄς κάνουμε λοιπόν δύο σημαντικές καί χρήσιμες διαπιστώσεις.
Α. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στήν πνευματική μας συγκρότηση καί στήν ἀπό μέρους μας μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθώς ἐδῶ ἀκριβῶς ἑστιάζεται καί τό πρόβλημα τῶν ἀνθρώπων στή σχέση τους μέ τόν Χριστό. Ἀρκετοί δυσκολεύονται νά ἀναγνωρίσουν τόν Χριστό καί νά ζήσουν τή ζωή Του, διότι ἀγνοοῦν τόν λόγο Του, δέν γνωρίζουν ἐπαρκῶς τό θέλημά Του, ἀλλ’ οὔτε καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς, πού Ἐκεῖνος διδάσκει. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς ποτέ τους δέν διάβασαν τήν Ἁγία Γραφή. Μέ ἀποτέλεσμα νά ἀρκοῦνται σέ ἕνα Χριστό, ὅπως τόν ἔμαθαν, συνήθως ἐλλιπῆ καί ἐκκοσμικευμένο, πού ὄχι μόνον δέν σώζει, ἀλλά διατηρεῖ χλιαρή τήν πίστη καί ἐπιφανειακή τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Β. Ἡ δεύτερη διαπίστωση εἶναι πώς μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἔκπληξη καί τά ὅσα ἐρωτηματικά ἐπακολουθοῦν, οἱ Εὐαγγελιστές δίδουν σαφῆ ἀπάντηση γιά τήν φαινομενική σιωπή τῆς Ἁγίας Γραφῆς σχετικά μέ τό χρονικό διάστημα τῆς κατ’ ἄνθρωπον ἐνηλικίωσης τοῦ Χριστοῦ. Πολλοί ἄνθρωποι, Χριστιανοί καί μή, διερωτῶνται γιατί δέν παρέχονται πληροφορίες γιά τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ἐμφάνισή Του ὡς δωδεκαετοῦς στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος, ἕως τήν παρουσία Του τριακονταετοῦς πλέον στήν Συναγωγή. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, παρασυρόμενοι ἀπό τήν ἄγνοια καί τήν ἀμάθειά τους, ἤ ἡμιμαθεῖς ὄντες, ἔχουν τήν αἴσθηση, ὅτι γνωρίζουν τά πάντα καί μποροῦν νά διορθώσουν ἀκόμη καί τήν Ἐκκλησία, βρίσκοντας λάθη καί στήν Ἁγία Γραφή!
Ἀκόμη καί ἐξαιτίας κάποιων φαντασιωδῶν θεωριῶν, πού λένε πώς ὁ Χριστός, πρίν ξεκινήσει τή δημόσια δράση του γιά τή σωτηρία μας, ταξίδευσε ἀνά τόν κόσμο γιά νά γνωρίσει ἄλλες φιλοσοφίες καί πολιτισμούς, φθάνουν σέ σημεῖα ἀπίστευτης αὐθάδειας υἱοθετώντας δυστυχῶς βλάσφημες θεωρίες γιά τόν Χριστό. Ἡ ἀπάντηση σέ ὅλους αὐτούς βρίσκεται στήν ἔκπληξη τῶν συμπατριωτῶν τοῦ Κυρίου μας, ἡ ὁποία φανερώνει, ὅτι γνώριζαν πολύ καλά τόν Χριστό καί τήν οἰκογένεια μέσα στήν ὁποία ὡς ἄνθρωπος μεγάλωνε. Τοῦτο σημαίνει πώς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, δέν πῆγε πουθενά ἀλλοῦ πέρα ἀπό τήν πατρίδα Του, κάτι πού ἄλλωστε δέν εἶχε ἀνάγκη, ἀφοῦ ὡς Θεός γνωρίζει τά πάντα καί εἶναι πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν, ἀλλά ἡσύχαζε στήν Ναζαρέτ βοηθώντας τόν θεωρούμενο ὡς πατέρα του Ἰωσήφ στό ξυλουργεῖο, ὑποτασσόμενος στή ζωή τῆς οἰκογενείας του.
Ἀξίζει ὅμως νά σημειώσουμε ἐπι τῇ εὐκαιρίᾳ, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς δίνει τόσα μόνο στοιχεῖα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὅσα μᾶς χρειάζονται γιά τή σωτηρία μας. Σέ πολλά σημεῖα ἀφήνει «κενά», χωρίς νά κάνει καμμία προσπάθεια νά τά καλύψει. Καί τοῦτο διότι δέν ἐνδιαφέρεται καθόλου γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς περιέργειάς μας, οὔτε μᾶς δίνει ἀπάντηση σέ ἐρωτήσεις, πού πηγάζουν ἀπό αὐτήν. Ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε μόνον πώς ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου Του μέ ἔμφαση, ὅτι, «ὑπάρχουν δέ καί πολλά ἄλλα, ὅσα ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς, τά ὁποῖα ἐάν γράφονταν ἕνα πρός ἕνα, νομίζω ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέ θά ἐχωροῦσε τά βιβλία, πού θά γράφονταν. Πράγματι”. (κα΄ 25)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Νέα ἐκκλησιαστική χρονιά ἀπό σήμερα καί εὐκαιρία γιά ὅλους μας νά τήν ἐγκαινιάσουμε μέ τή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἰδίως τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὥστε στόν ἀντίποδα ἐρωτημάτων ἀμαθείας, ἡμιμαθείας ἤ βλάσφημης αἱρετικῆς διδασκαλίας, ἐμεῖς νά γνωρίζουμε τόν Χριστό τήν ζωή καί τήν διδασκαλία Του ἐπαρκῶς γιά νά μποροῦμε νά πράττουμε τό θέλημά Του γιά τή σωτηρία μας. Ἀμήν.