«ΧΡΙΣΤΟΣ: ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» Κυριακή 14 Ἰουλίου 2024 – Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Σήμερα τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας (Ματθ. ε΄14-19). Ἀπευθυνόμενος ὁ Χριστός στούς Μαθητές καί τούς ἀνά τούς αἰῶνας Χριστιανούς, τούς ὀνομάζει φῶς τοῦ κόσμου.
Πρόκειται γιά μία ἔκφραση ἐντυπωσιακή, τήν ὁποία ὁ Σωτῆρας Χριστός, την χρησιμοποίησε πρῶτα γιά νά περιγράψει τον Ἑαυτό Του, λέγοντας: «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά περπατήσει στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς τῆς ζωῆς.»(βλ. Ἰω. η΄ 12). Αὐτός ὁ λόγος μάλιστα γράφεται συχνά στό ἀνοιχτό Εὐαγγέλιο, πού κρατεῖ ὁ Χριστός, ὅταν ἀπεικονίζεται ὡς ὁ Παντοκράτωρ Κύριος.
Ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στό κόσμο, σημειώνει μέ ἔμφαση στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος, κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ, γεύθηκε τήν ἐμπειρία τῆς ἄκτιστης φωτοχυσίας Του. Ἀλλά καί μετά τήν θεία Μεταμόρφωση, οἱ Μαθητές ἔλαβαν τό ἀνέσπερο φῶς, πού ἀνέτειλε ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο, ἀπό τήν ὁλόλαμπρη δόξα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου κι ὅπως γλαφυρᾶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μαρτυρεῖ «ἔγιναν αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (βλ. Β΄ Πέτρ. α΄ 16). Ἀκόμη καί τόν Παῦλο τόν περιέλαμψε ἡ ἄκτιστη δόξα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τον μετέβαλε ἀπό διώκτη σέ διαπρύσιο κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου.(βλ. Πραξ. κς΄ 13)
Ἄρα λοιπόν οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί ὅσοι Τόν ἀκολουθοῦν ἀνά τούς αἰῶνας λαμβάνουν φῶς ἀπό Ἐκεῖνον. Φῶς ἄκτιστο, ἄδυτο καί πνευματικό, πού φωτίζει τό σκοτάδι τῆς ζωῆς καί τοῦ δρόμου τους καί τούς καθιστᾶ κι ἐκείνους φῶς γιά τόν κόσμο. Καί ὅπως τό φῶς τό ὑλικό, φωτίζει, θερμαίνει καί καθαρίζει, ἔτσι καί οἱ Χριστιανοί μποροῦν καί πρέπει νά εἶναι στήν πράξη τῆς ζωῆς τους, τό φῶς πού θά φωτίζει τήν ψυχή, θά θερμαίνει τήν καρδιά καί θά διώχνει ἀπό τόν ἄνθρωπο τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριός μας ἐπισημαίνει, ὅτι μοιάζουμε μέ λυχνάρια, πού ὅταν τά ἀνάβουν δέ τά τοποθετοῦν κάτω ἀπό τό τραπέζι, ἀλλά ψηλά, ὥστε νά φωτίζουν ὅλο τό σπίτι. Κι ὅπως μία πόλη, πού βρίσκεται πάνω στό ὄρος φαίνεται ἀπό παντοῦ, ἔτσι κι ὁ κόσμος παρατηρεῖ τήν ζωή τῶν Χριστιανῶν. Γιά τόν λόγο αὐτό ἔχουμε εὐθύνη γιά τό φῶς πού λάβαμε ἀπό τόν Χριστό, ὥστε νά λάμπει καί νά φωτίζει τούς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θά βλέπουν τά καλά μας ἔργα καί θά δοξάζουν τόν Πατέρα μας στούς Οὐρανούς.
Τόσο μεγάλη καί σπουδαία εἶναι ἡ εὐθύνη μας ὡς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὄχι μόνο πρέπει ἐμεῖς νά ζοῦμε φωτεινή ζωή, ἀλλά και τούς ἄλλους νά φωτίζουμε καί νά ἀποτελοῦμε τό πρότυπο καί τό παράδειγμά τους. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας φροντίζει, ὥστε ἀκόμη κι ὅταν ἡ ἁμαρτία ἐπιχειρεῖ νά ἀποκρύψει τόν φωτισμό τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή ζωή μας, νά ἔχουμε τήν δυνατότητα μέ τήν ἐξομολόγηση καί τήν θεία Κοινωνία νά ἀνανεώνουμε τόν θεῖο φωτισμό στήν ψυχή μας.
Αὐτή ἡ εὐθύνη, νά εἶναι δηλαδή οἱ Χριστιανοί τό φῶς τοῦ κόσμου, ξεσήκωσε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στά μέσα τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ., ἐναντίον τῆς αἵρεσης τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, πού δίδασκε πώς ὁ Χριστός ἔχει μία φύση καί ἐθεωρεῖτο μόνο Θεός, ἐνῶ εἶναι Θεός και Ἄνθρωπος.
Ἔτσι λοιπόν τό 451 μ.Χ. συγκεντρώθηκαν στήν Χαλκηδόνα τῆς Κωνσταντινουπόλεως 630 θεοφόροι Πατέρες ἀπό ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς τότε Ὀρθόδοξης Οἰκουμένης καί συγκρότησαν τήν Τετάρτη κατά σειρά Οἰκουμενική Σύνοδο, τούς ὁποίους καί τιμᾶμε σήμερα.
Ἡ Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδος, πού εἶχε προηγηθεῖ στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. ἀποφάνθηκε, ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης πάνω στήν μία ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού συνέβη στήν πάναγνη μήτρα τῆς Παναγίας μας, ἡ Παναγία ὀνομάζεται Θεοτόκος, ἐπειδή γέννησε Θεό καί Ἀειπάρθενος, ἐπειδή παραμένει Παρθένος πρίν τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Παρθένος κατά τήν γέννησή Του καί Παρθένος καί μετά ἀπό αὐτήν.
Εἴκοσι (20) χρόνια μετά, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἀφοῦ ἐπικύρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού προῆλθε ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (Νίκαια 325μ.Χ.) καί τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (Κωνσταντινούπολη 381 μ.Χ.) προχώρησε στήν ὁριστική διατύπωση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Καταδίκασε τόν Μονοφυσιτισμό καί παράλληλα διασαφήνισε, πώς ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος.
Ὡς Θεός, κατά τήν θεϊκή του φύση δηλαδή, γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα καί εἶναι μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πρό πάντων τῶν αἰώνων καί μετά ἀπό αὐτούς.
Ὡς ἄνθρωπος, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση δηλαδή, γεννᾶται ἐν χρόνῳ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἔκτοτε ὡς Θεάνθρωπος σώζει τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης ἔγινε στή μία ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μιά γιά πάντα «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως», ὅπως ἐπισημαίνεται στόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου.
Ὅταν βέβαια συντάχθηκε ὁ Τόμος μέ τήν Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, ὅπως πάντοτε πίστευε καί κήρυττε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ αἱρετικοί Μονοφυσῖτες, παρά τήν καταδίκη τους, συνέταξαν κι ἐκεῖνοι ἕνα Τόμο, πού περιεῖχε τίς αἱρετικές τους δοξασίες. Ἐνώπιον λοιπόν αὐτοῦ τοῦ ἀδιεξόδου, ὁ Χριστός, τό ἀληθινό Φῶς ἐφώτισε τούς Πατέρες νά ἀνοίξουν τήν λάρνακα, μέσα στήν ὁποία εὑρισκόταν τό ἱερό λείψανο τῆς Ἁγίας ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καί νά τοποθετήσουν τούς δύο τόμους, τόν ὀρθόδοξο καί τόν αἱρετικό, ἐπί τοῦ στήθους τῆς Ἁγίας, ἀναμένοντας τήν ἀπάντηση ἐκ Θεοῦ. Καί ὤ! τοῦ θαύματος, ὅταν μετά ἀπό ἑπτά ἡμέρες νηστείας και προσευχῆς ἄνοιξαν την ὀγδόη ἡμέρα τήν λάρνακα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μέ συγκίνηση εἶδαν, πώς ἡ Ἁγία κρατοῦσε στά χέρια της τόν Τόμο τῶν Ὀρθοδόξων καί μέ τά πόδια της καταπατοῦσε τό αἱρετικό κείμενο τῶν Μονοφυσιτῶν.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν εἶναι μιά ἀκόμη θρησκεία, ἀνάμεσα στίς πολλές. Οὔτε σύγκριση δέν μπορεῖ νά γίνει μέ τίς θρησκεῖες. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι «ὁ στῦλος καί τό ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας» (Α΄Τιμ. γ 15). Τήν ἀλήθεια αὐτή τήν ἀπεκάλυψε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς διαβεβαίωσε λέγοντας: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ΄ 6). Εἶναι σάν νά μᾶς λέει: Ἐγώ εἶμαι ὁ δρόμος, ἐγώ εἶμαι ὁ τρόπος νά περπατάτε στόν δρόμο, ἐγώ εἶμαι ἡ ἐμπειρία, πού λαμβάνετε περπατώντας στό δρόμο μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς Μου.
Ἄς ἀξιοποιήσουμε τήν εὐκαιρία κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, νά βιώνουμε τήν θεοειδῆ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἀλήθειας καί ζωῆς. Νά λαμβάνουμε καί νά διατηροῦμε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά ζοῦμε στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό τό φῶς νά μεταλαμπαδεύουμε μέ τή ζωή καί τό ἔργο μας καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως ἔπραξε κι ὁ σήμερα ἑορταζόμενος ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος κι ἑρμήνευσε μέσα ἀπό τη συγγραφή πλήθους βιβλίων την Ὀρθόδοξη πίστη και ζωή. Ἀμήν.