«ΧΡΙΣΤΟΣ: Ἡ Πηγή τῆς Ζωῆς» Κυριακή 2 Ἰουνίου 2024, Ε΄ ἀπό τοῦ Πάσχα (Ἰω. δ΄ 1-42)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί, Χριστός Ἀνέστη!
Σέ συνέχεια τῆς προηγουμένης Κυριακῆς, κατά τήν ὁποία μέσα ἀπό τήν ἄμεση ἴαση τοῦ Παραλύτου, ὁ Χριστός φανερώνει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, δηλαδή ὁ μόνος ἀληθινός Θεός Σωτῆρας καί Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων, σήμερα ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μέσα ἀπό τόν διάλογο τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Σαμαρείτιδα διασώζει τήν παραδοχή τοῦ Κυρίου πρός αὐτήν, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Μεσσίας, τόν ὁποῖον περίμεναν. Παρόμοια παραδοχή ἀναφέρεται καί στό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ, τήν ὁποία σύν Θεῷ θά ἀκούσουμε τήν ἑπομένη Κυριακή, ὅπου ὁ Χριστός αὐτοαποκαλύπτεται ἐνώπιον τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ, ὡς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστός ποτέ δέν ἀπάντησε θετικά στούς Ἰουδαίους, ὅταν Τόν ρωτοῦσαν ἐναγωνίως, ἄν εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἤ μέ ποιά ἐξουσία ἐνεργοῦσε,(βλ. Ματθ. κα΄23), ἐντούτοις ὅμως ἀπεκάλυψε τήν θεϊκή Του ἰδιότητα σέ μιά γυναῖκα. Και τοῦτο διότι ὁ Κύριος γνώριζε πώς οἱ Ἰουδαῖοι δέν εἶχαν ἁγνή πρόθεση, οὔτε ἤθελαν νά παραδεχθοῦν, ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἐθελοτυφλοῦσαν συνεχῶς σέ τόσα καί τόσα θαύματα καί ὅταν μέ ἔκδηλη ὑποκρισία Τόν κατέκριναν γιά τήν θεραπεία ἀσθενοῦς τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, Ἐκεῖνος προχωροῦσε ἀκόμη περισσότερο καί χάριζε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν στόν θεραπευθέντα ἄνθρωπο, ἀφήνοντάς τους ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, νά καταλάβουν, ὅτι ἐνεργεῖ ὡς Θεός γιά τήν ψυχοσωματική σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Παρά ταῦτα οἱ Ἰουδαῖοι, ἐξαιτίας τῆς πώρωσής του, ὅπως ὁ Ἠσαϊας προφήτευσε 800 χρόνια πρίν, ἀδυνατοῦσαν νά πιστεύσουν καί συνεχῶς τόν ἐρωτοῦσαν μέ πονηρία, ἐπιχειρώντας νά τόν παγιδεύσουν μέ δόλο, ὥστε νά τόν κατηγορήσουν καί νά τόν θανατώσουν. Κι αὐτό συνέβη βεβαίως, ὅταν ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά Τόν συλλάβουν, νά Τόν δικάσουν καί νά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο ἐπειδή «ἑαυτόν υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐποίησεν»(Ιω. ιθ' 7).
Στόν ἀντίποδα ὅμως αὐτοῦ τοῦ κακεντρεχοῦς θρησκευτικοῦ κατεστημένου τῆς ἐποχῆς, μιά γυναῖκα ἡ ὁποία καταγόταν ἀπό τήν Σαμάρεια καί ἆρα ἦταν ἀλλοεθνής καί ἐχθρικά διακείμενη πρός τούς Ἰουδαίους καί ἐπίσης διῆγε βίο ἁμαρτωλό, ἀξιώθηκε ὄχι μόνο νά συνομιλήσει μέ τόν Χριστό, ἀλλά καί νά τῆς ἀποκαλυφθεῖ ὡς ὁ Μεσσίας. Βέβαια σε ἀντίθεση μέ τούς πονηρούς Ἰουδαίους, ἐκείνη ταύτισε ἀμέσως τόν Χριστό μέ τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, παρά τό ὅτι σίγουρα δέν γνώριζε τήν Ἁγία Γραφή τόσο καλά, ὅσο ἐκεῖνοι, ἀλλά ὅμως προσδοκοῦσε τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, κάτι πού ἀδυνατοῦσαν νά φτάσουν οἱ Ἰουδαῖοι. Στήν εὐαγγελική διήγηση ἐπίσης μαζί μέ τήν καλή της προαίρεση τονίζεται καί ἡ ταπεινή ἐκφορά τῆς ζωῆς της, διότι ὅταν ὁ Χριστός ἔθιξε τήν ἁμαρτία της πολυγαμίας της, ἐκείνη δέν παρεξηγήθηκε, ἀλλά μέ ταπείνωση ἀναγνώρισε ὡς προφητικό τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί ἔτρεξε νά ἐνημερώσει τούς συμπατριῶτες Της, ὅτι ὁ Μεσσίας ἦρθε στή Σαμάρεια, καλώντας τους νά Τόν συναντήσουν γιά νά πιστεύσουν κι ἐκεῖνοι.
Τό ἐντυπωσιακό στήν εὐαγγελική διήγηση εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει μιά λεπτομέρεια, ἡ ὁποία φαίνεται ἀσήμαντη, ἀλλά δέν εἶναι. Ὁ Ἰωάννης στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου Του λέει πώς εἶναι πολλά αὐτά πού ἔκανε ὁ Χριστός, τά ὁποῖα ἄν γράφονταν ἕνα πρός ἕνα δέν θά χωροῦσε ὁ κόσμος τά βιβλία, πού θά γράφονταν. (βλ. Ἰω. κα΄25) Στή συγκεκριμένη λοιπόν περικοπή, ἀναφέρει πώς ἡ Σαμαρείτιδα συνεπαρμένη ἀπό τήν χαρά καί πάνω στήν βιασύνη της νά εἰδοποιήσει τού ἀνθρώπους γιά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά τους, ξέχασε τήν στάμνα της στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Μιά λεπτομέρεια, πού ὅμως μᾶς δείχνει, πόσο δευτερεύουσα εἶναι ἡ βιοτική μέριμνα καί δή ὁ προσπορισμός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναντήσει πραγματικά τόν Χριστό καί πόσο γρήγορα ἀναλαμβάνει ἱεραποστολική δραστηριότητα κινούμενος ἀπό τήν χάρη πού πλημμυρίζει τήν καρδιά του, ὥστε κι ἄλλοι νά γνωρίσουν τόν Χριστό καί νά ζήσουν τό θαῦμα τῆς ἐμπειρίας τῆς Θεανθρώπινης Παρουσίας Του στή ζωή τους. Βασικά στοιχεῖα βέβαια, ὅπως καταλαβαίνουμε εἶναι ἡ στοιχειώδης τουλάχιστον γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ καλή προαίρεση σέ συνδυασμό μέ τήν ταπείνωση, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά προσμένει τόν Χριστό καί νά προσδοκεῖ τήν συνάντηση μαζί Του. Χαρακτηριστικά τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τά ζητούμενα τοῦ σύγχρονου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ καί δή τοῦ συγχρόνου Ὀρθοδόξου Ἕλληνα. Ἔχουμε τήν Ἁγία Γραφή πρωτότυπη στήν γλῶσσα μας καί δυστυχῶς ἁγνοοῦμε τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καθώς δέν διαβάζουμε οὔτε αὐτήν τήν Καινή Διαθήκη.
-Πῶς ἄραγε ἔχουμε ἀπαίτηση νά λειτουργήσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί νά ἔχουμε ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅταν δέν προσευχόμαστε, δέν διαβάζουμε τήν Καινή Διαθήκη, δέν νηστεύουμε, ἔστω τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, δέν ἐκκλησιαζόμαστε, δέν μετανοοῦμε καί ἀδιαφοροῦμε γιά τήν θεία κοινωνία;
-Πῶς νά μήν γίνουμε ἕρμαια τοῦ κόσμου καί τῆς καθημερινότητας, ὅταν ποτέ καί πουθενά στή ζωή μας δέν προηγεῖται ὁ Χριστός καί ἡ ὁμολογία τῆς πίστης μας σέ Ἐκεῖνον, παρά μόνον ἀκοῦς γιά μιά ἄνευρη καί ἄοσμη χριστιανική ἀγάπη, πού πιό πολύ γιά ἰδέα μοιάζει παρά γιά ἀρετή καί συνέπεια τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθινῆς ζωῆς;
Αὐτές τίς ἡμέρες τῆς Πασχάλιας περιόδου, οἱ πρόγονοί μας κρατοῦσαν μέ ζωηρό τρόπο τήν ἱερά παράδοση νά ἀνταλλάσουν μόνον τόν χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη, Ἀληθῶς Ἀνέστη». Πολλοί σήμερα κόπτονται γιά τίς παραδόσεις μας, ἀλλά τίς περιορίζουν μόνο σέ χορούς καί τραγούδια, σέ ψυχαγωγίες καί ἀναβιώσεις παγανιστικῶν ἐθίμων, τά ὁποῖα ποτέ δέν ὑπῆρξαν ἑλληνική παράδοση σύμφωνα μέ τούς ἀρχαίους μας προγόνους, φιλοσόφους, ποιητές, τραγικούς συγγραφεῖς καί ἄλλους. Σπάνια πλέον ἀκούγεται θαρρετά τό «Χριστός Ἀνέστη, Ἀληθῶς Ἀνέστη», ἀλλά κι ὅπου τύχει νά ἀκουσθεῖ ὡς χαιρετιστήρια προσφώνηση, ἔρχεται ἡ ἀπάντηση: «ἐπίσης, καί τοῦ χρόνου, νά ’στε καλά, χρόνια πολλά,» γιά νά σέ ἀποκαρδιώσει, νά σέ ἀπογοητεύσει καί νά σκεφτεῖς πόσο βαθιά νυχτωμένοι εἴμαστε σχετικά μέ τήν ρότα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς καί πόσο ἔχουμε ἄμεση ἀνάγκη ἐπαναπροσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς μας.
Ἀλήθεια σκεφθήκαμε ποτέ, πώς ὁ χαιρετισμός «Χαίρετε» εἶναι ἡ χαρμόσυνη προσφώνηση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στίς Μυροφόρες, ὅταν πρῶτες Τόν συνάντησαν μετά τήν Ἀνάστασή Του καί πώς αὐτή ἡ χαρά ἦταν ἡ ἀμοιβή τους γιά τήν τόλμη τους νά Τόν διακονήσουν μέ θάρρος καί γενναιότητα κόντρα στό φρόνημα τοῦ κόσμου;
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἔγραψε τό Εὐαγγέλιό του σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τούς ἄλλους τρεῖς Εὐαγγελιστές καί γι’αὐτό ἐπιλέγει νά διηγηθεῖ πολλά διαφορετικά γεγονότα, τά ὁποῖα ὅμως καταδεικνύουν τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης τρόπον τινά ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνη νά καταδείξει τήν σημασία καί τήν σπουδαιότητα τῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας τῆς συνάντησης μέ τόν Χριστό, ὡς ἀναγκαίας προϋπόθεσης γιά τήν αἰώνια ἐν Χριστῷ ζωή. Ἐπιχειρεῖ νά ἀντικρούσει δύο μεγάλα αἱρετικά ρεύματα, πού παρασιτοῦν μέχρι σήμερα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τόν δοκητισμό, πού ἀμφισβητεῖ τήν πραγματική παρουσία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου στον κόσμο καί τόν γνωστικισμό, πού θεωρεῖ πώς μόνον ἡ γνώση καί ἡ μόρφωση συνεπάγεται τήν ἕνωση καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό.
Ἡ αὐτοαποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στή Σαμαρείτιδα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας καί ἡ ἄμεση ἀλλαγή τῆς Σαμαρείτιδος, τῆς μετέπειτα ἁγίας ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος καί ἰσαποστόλου Φωτεινῆς ἀπαντοῦν ξεκάθαρα στόν δοκητισμό, πώς ὁ Χριστός δέν φάνηκε, ἀλλά εἶναι ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεός. Καί στόν γνωστικισμό, ὅτι ἡ ἐμπειρική συνάντηση μέ τόν Χριστό μέσα ἀπό τήν Μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν μετάνοια καί τή θεία Κοινωνία, ὁδηγεῖ στήν βίωση τῆς θεανθρώπινης Παρουσίας Του αἰωνίως. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰωάννης ξεκινᾶ τήν Α΄Καθολική (πρός ὅλους δηλαδή) Ἐπιστολή Του, λέγοντας: «...ἐκεῖνο ποὺ ἔχουμε ἀκούσει, ἐκεῖνο ποὺ ἔχουμε δεῖ μὲ τὰ μάτια μας, ἐκεῖνο ποὺ παρατηρήσαμε καὶ τὰ χέρια μας ἐψηλάφησαν...σᾶς ἀναγγέλομεν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον» (βλ.α,1-2).Ἀμήν