Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. ( βλ. Ἰωάν. ιδ 6)
Θλίψη καί πικρία μᾶς προξένησε μιά ἀνακοίνωση γιά τά ἩΡΑΙΑ, ἐξαιτίας τῶν θεολογικῶν ἀνακριβειῶν, πού ἐμπεριέχει.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού εἰσερχόμαστε στή διαδικασία νά ἀπαντήσουμε, διότι τά τελευταῖα χρόνια θεωρήσαμε, πώς εἶναι καλύτερο γιά λόγους διακρίσεως καί εὐγενείας νά μήν διαφημίζουμε κι ἐμεῖς αὐτές τίς ἐκδηλώσεις μέ ἀρνητικές ἀνακοινώσεις. Κάτι, πού ὅμως ἐλήφθη μᾶλλον ὡς ἀδυναμία, παρά ὡς ἀνωτερότητα. Γιά τόν λόγο αὐτό καί ἐπειδή τό ποιμαντικό μας καθῆκον τό ἐπιβάλλει, θά ἀπαντήσουμε μέ κάθε δυνατή συντομία στά ζητήματα πού θίγονται, μέ τήν συμβουλή, ἐάν κάποιοι δέν γνωρίζουν ἐπαρκῶς τέτοιου εἴδους πνευματικά καί θεολογικά θέματα, καλό εἶναι νά μήν ἀσχολοῦνται ἤ νά ἐρωτοῦν καί νά μελετοῦν ἐνδελεχῶς πρῶτα, πρίν ἀσχοληθοῦν, διότι κινδυνεύουν νά ἐκτεθοῦν.
Κατ’ ἀρχήν πώς εἶναι δυνατόν ἐν ἔτει 2017, σέ ἕνα Νησί ταλαιπωρημένο ἀπό τήν οἰκονομική κρίση, πού ἔχει προσβάλλει μεγάλο τμῆμα τῶν κατοίκων του σέ συνδυασμό μάλιστα μέ τό ἄλυτο προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα, νά θεωρεῖται πρόοδος καί ἑνωτική κίνηση μία τέτοια παγανιστική τελετή. Μιά ὄντως ξένη πρός τά γνήσια καί αὐθεντικά ἑλληνικά δεδομένα τελετή, γεμάτη ἀπό εἰδωλολατρικά κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, τά ὁποῖα καί οἱ Ἀρχαῖοι μας πρόγονοι τά καταδίκαζαν. Πρῶτος ὁ δικός μας Πυθαγόρας, ὁ ὁποῖος ἦταν μονοθεϊστής καί μάλιστα ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ἐξορία του στήν Ἀρχαία Βαβυλώνα, ὅπου συναντήθηκε μέ τόν Προφήτη Δανιήλ, μιλοῦσε γιά ἕνα ἀληθινό Θεό. Ὁ μέγιστος Σωκράτης ἐπίσης στήν Ἀπολογία του, ὅπως τήν διασώζει ὁ Πλάτωνας ὁμιλεῖ γιά ἕνα Θεό. Τό ἴδιο καί οἱ Ἀρχαῖοι τραγικοί, ὅπως μαρτυροῦν οἱ σχετικές ἀναφορές τοῦ Αἰσχύλου στόν Προμηθέα Δεσμώτη.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, γιατί ἄραγε νά φοβόμαστε τίς λέξεις, ὅταν αὐτές ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα; Ἀπό τό διαδίκτυο ἀνασύρουμε τήν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου παγανισμός, -πού μᾶς συμβουλεύουν νά μήν χρησιμοποιοῦμε- καί τήν παραθέτουμε γιά νά γίνει κατανοητός: «Ο παγανισμός είναι ουσιαστικά ειδωλολατρία. Τόσο η αρχαιοελληνική θρησκεία, όσο και οι θρησκείες των άλλων προχριστιανικών λαών ήταν σαφώς ειδωλολατρικές. Η έννοια του θείου σε αυτές, συγκρινόμενη με την σύγχρονη μονοθεϊστική αντίληψη, έχει όλα τα γνωρίσματα της ειδωλολατρίας. Η λατρεία αψύχων αντικειμένων και φανταστικών θείων οντοτήτων είναι καθαρή ειδωλολατρία». Πρός τί λοιπόν ἡ διαμαρτυρία;
Ὡς πρός τήν αἰτίαση τώρα, ὅτι ὁ χριστιανισμός λατρεύει ὡς εἴδωλα, τίς εἰκόνες καί τά ἀγάλματα, μᾶς ἐντυπωσιάζει ἡ ἄγνοια αὐτῆς τῆς παραδοχῆς.
Κατ’ ἀρχήν δέν λατρεύουμε εἰκόνες καί ἀγάλματα, ἀλλά σύμφωνα καί μέ τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τούς ἀπονέμουμε τιμητική προσκύνηση. Ὅπως σημειώνει ἀρχικῶς ὁ Μ. Βασίλειος καί κατόπιν ἐκτενέστερα ἐπεξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» δηλαδή ἡ τιμητική προσκύνηση ἀπευθύνεται στό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, που εἶναι ὑπαρκτό καί ὄχι στό ξύλο, τήν πέτρα ἤ τά ἄλλα ὑλικά. Ἐπίσης ἡ διαφορά εἰκόνας μέ τό εἴδωλο εἶναι ἡ ἐξῆς: ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας μας ἤ τῶν Ἁγίων μας ἀποτελοῦν ἀπεικόνιση πραγματικοῦ προσώπου καί ὄχι ψεύτικου ἤ φανταστικοῦ, ὅπως οἱ ψευδοθεοί τοῦ δωδεκάθεου, πού εἶναι ἀποκυήματα φαντασίας καί δέν ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα. Γι’ αὐτό καί οἱ ἀπεικονίσεις τους ὀνομάζονται εἴδωλα καί ὄχι εἰκόνες, ἀφοῦ δέν παριστοῦν κάτι ὑπαρκτό. Τό δωδεκάθεο ἀποτελεῖ τήν θεοποίηση τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, γι’ αὐτό καί μέσα ἀπό αὐτά στήν οὐσία λατρεύεται ὁ ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός καί ὁ πατέρας τοῦ ἐμπαθοῦς αὐτοῦ ἐγωϊσμοῦ, δηλαδή ὁ διάβολος. Κι ἄν κάποιος θεωρεῖ ὑπερβολική τήν θέση αὐτή δέν ἔχει παρά νά προστρέξει στούς βίους τῶν ἁγίων τῶν πρώτων Χριστιανικῶν αἰώνων, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στήν Ἔφεσο γιά παράδειγμα ἤ τοῦ δικοῦ μας Ἁγίου Ἑρμογένη στή Σάμο, πού ὁ μέν ἐξορίσθηκε στήν Πάτμο, ὁ δέ τελειώθηκε μαρτυρικῶς δι’ ἀποκεφαλισμοῦ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες στή Σάμο, διότι εὐλογώντας σταυροειδῶς τόν εἰδωλολατρικό ναό ἐκδίωξαν τά δαιμόνια πού κατοικοῦσαν σ’ αὐτόν, ἐλευθερώνοντας παράλληλα τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν πλάνη.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προσέλαβε τόν κόσμο ὁλόκληρο σέ συνέχεια τοῦ Χριστοῦ. Δέν κατέστρεψε τίποτε. Ἀντιθέτως μαλιστα ἰδίως στήν θεία Λατρεία καθαγίασε, ὅ,τι προσέλαβε καί τό διέσωσε. Ἔτσι σώζονται ἀρχαῖοι κίονες, κιονόκρανα, μετώπες, ὑπέρθυρα καί ἄλλα τμήματα ἀρχαίων εἰδωλολατρικῶν ναῶν, ἐπειδή στηρίζουν καί κοσμοῦν ἐπί αἰῶνες τούς Ναούς γιά τήν λατρεία τοῦ Ἑνός καί Μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἄς μᾶς ποῦν ἐκεῖνοι πού κόπτονται δῆθεν γιά τούς ἀρχαίους ναούς, πού εἶναι τά κιονόκρανα, οἱ μετώπες, τά ὑπέρθυρα ἤ η ζωφόρος τοῦ Ἡραίου; Μιά κολόνα ἔμεινε κι αὐτή...! Ὅσα γλίτωσαν ἀπό τήν κλοπή τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἤ κατέληξαν σέ κάποια ἀσβεστοκάμινο, γιά νά γίνουν ἀσβέστης, ὅπως λέγεται γιά τόν Ναό τῆς Ἄρτεμης στό Νά τῆς Ἰκαρίας ἤ στηρίζουν κάποιο κατώϊ ἤ μαντρί ἤ ἔγιναν μάντρες σέ χωράφια! Ἄν ὅμως στήριζαν τήν στέγη κάποιου Ναοῦ ἤ ἄν κοσμοῦσαν τό ὑπέρθυρο τῆς ὡραίας Πύλης, ὅπως στήν Παναγία τήν Ἑκατονταπυλιανή τῆς Πάρου, τότε καί θά διατηροῦνταν γιά σχεδόν δυόμισι χιλιάδες χρόνια καί θά μαρτυροῦσαν τήν συνέχεια τοῦ πολιτισμοῦ καί θά φανέρωναν τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν Σαμίων, πού ἀπό πολύς νωρίς ἔγιναν Χριστιανοί, εὐαγγελιζόμενοι ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Ἀπόστολο Παῦλο, καθώς ὑπάρχει σχετική μαρτυρία στήν Ἁγία Γραφή, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, πού ἀναφέρεται στήν παρουσία τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν στή Σάμο «τῇ δὲ ἑτέρᾳ παρεβάλομεν εἰς Σάμον» (κεφ. 20, στιχ. 15).
Ἀλλά ἄς μήν κρίνουμε μέ βάση τήν σύγχρονη νοοτροπία, τό τρόπο ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ἄλλων ἐποχῶν.
Οὔτε ὅμως εἶναι σωστό νά τίθεται ἡ εὐμάρεια ὡς μόνο κριτήριο γιά τή ζωή μας. Δέν θα καταστρέψουμε τή ζωή μας γιά νά κερδίσουμε τουριστικά ὠφέλη.
Δέν θά πληγώσουμε τίς ψυχές μας μέ σατανολατρίες γιά νά προκαλέσουμε θέαμα καί νά προσελκύσουμε ἐπισκέπτες. «τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μαρκ. 8, 36-37).Ἄς κοιτάξουμε λοιπόν νά διαχειρισθοῦμε σωστά αὐτά πού ἔχουμε, τήν παράδοση πού κληρονομήσαμε καί διαφυλάσσουμε ὡς Ἔθνος αἰῶνες τώρα καί ἔτσι θά προοδεύσουμε.
Σημειωθήτω δέ ὅτι ἄν ὑπάρχει κάποιος τοπικός φορέας, πού ἀγωνίζεται γιά τήν ἑνότητα καί τήν συνοχή ὅλων στά ἀκριτικά μας Νησιά, αὐτός εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ Τοπική μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ παρουσία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε αἰτία καί ἀφορμή προόδου, πνευματικῆς ἀναβάθμισης καί ἑνότητος πέρα ἀπό τά ἐνδεχόμενα μικροπολιτικά συμφέροντα κάποιων καί τίς ἐπιλογές τρόπου ζωῆς, πού ἴσως δέν βοηθοῦν καί τόσο πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση.
Ἡ Ἐκκλησία παλεύει μόνη της καί ἐπιχειρεῖ νά ἑνώσει αὐτούς, πού θέλουν ἑνωμένοι νά προοδεύσουν. Καί παρά τά πολλά ἐμπόδια τό ἐπιτυγχάνει, ὅσο εἶναι δυνατόν κατά τήν χάριν, πού δίνει ο Χριστός καί μάλιστα τό πιό σημαντικό, χωρίς καμμία οἰκονομική ἐπιχορήγηση!
Φυσικά καί ὁ καθένας ἔχει δικαίωμα νά πιστεύει καί νά κάνει ὅ,τι θέλει. Δέν ὑπάρχει πιό δημοκρατικός ὀργανισμός ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν...». (Μαρκ. 8, 34) Ὅταν ὅμως κάνεις ὅ,τι θέλεις, ἀναλαμβάνεις τίς συνέπειες τῶν πράξεών σου, δέν διαμαρτύρεσαι ὅταν ἀσκεῖται κριτική, ἀποδέχεσαι τό δικαίωμα νά ἔχει κι ὁ ἄλλος ἄποψη, δέν τόν κατηγορεῖς γιατί δέν σέ ἀκολουθεῖ, οὔτε τόν καταδικάζεις ἐπί τῇ βάσει ἀνυπόστατων ἀδικημάτων καί ἀστήρικτων αἰτιάσεων ἄλλων ἐποχῶν, οὔτε αὐτοπροβάλλεσαι ὡς μεγάλος, ὅταν ἀπό ὅσα λές καί πράττεις παραδέχεσαι, ὅτι εἶσαι μικρός.
Καί τίθεται τό ἐρώτημα: Πώς ἐννοεῖται ἡ ἑνότητα στήν ἀνακοίνωση αὐτή; Μέ ποιά ἀφορμή νά ἑνωθοῦμε; Πώς νά παρασταθοῦν οἱ ἐνσυνείδητοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί σέ μία δαιμονικῆς φύσεως λατρία; Εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου νά συμπαραταχθεῖ μέ τό ψηλαφητό σκοτάδι; «τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου»;βροντοφωνάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στή δεύτερη πρός Κορινθίου ἐπιστολή του (κεφ 6, στιχ.14-15)
Τά θέματα αὐτά ἔχουν λυθεῖ ἐδῶ καί πάρα πολλούς αἰῶνες. Καί δέν τά ἔλυσε μόνον ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἡ Ἱστορία μιά γιά πάντα. Ἄρα δέν χρειάζεται νά ἀσχοληθεῖ κανένας μικρότερος ἤ μεγαλύτερος γιά νά τά ἐπιλύσει. Καλό θά ἦταν ὅλοι ἐκεῖνοι, πού πασχίζουν νά ἀναβιώσουν τήν εἰδωλολατρία τοῦ δωδεκαθέου μέ τά διάφορα θρησκευτικά δρώμενα, νά διαβάσουν πρῶτα, ἔστω πετῶντι ὀφθαλμῷ, τήν ἀρχαιοελληνική γραμματεία καί θά ἀντιληφθοῦν, ὅτι πασχίζουν στήν οὐσία γιά ἕνα ἀνώφελο καί ἐπικίνδυνο πισωγύρισμα, ἐπιχειρώντας νά ἀναβιώσουν κάτι, πού πέθανε πολύ πρίν τόν Χριστιανισμό,. Ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστιανισμοῦ ἁπλῶς ἐπιβεβαίωσε τόν θάνατο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀπόδειξη, ἡ παρουσία τοῦ βωμοῦ «τῷ ἀγνώστῳ Θεῷ» (βλ. Πράξ. 17,23), πού συνάντησε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Ἀθήνα καί ἔλαβε αφορμή γιά νά τούς κηρύξει τόν ἀληθινό Θεό, τόν Ὁποῖον σεβόντουσαν χωρίς νά τόν γνωρίζουν.
Ὁ Χριστιανισμός μέ τό ὄχημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ ἐξαπλώθηκε στά Ἕθνη. Προσέλαβε καί καθαγίασε τούς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἀνθρώπους καί τούς ἔκανε εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, ἀχειροποίητες καί θεοδημιούργητες. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἕνας ἀπό τούς πολλούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀσχολήθηκε μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο μέ τά ζητήματα αὐτά, ἔχουν ἐκτενεῖς ἀναφορές στά ἔργα τους. Ἡ δέ Όρθόδοξη Ἐκκλησία μας στή δισχιλιετῆ πορεία της τακτοποίησε τίς ἐκκρεμότητες πάνω σ’ αὐτά τά ζητήματα, ὥστε ὁ καλοπροαίρετος ἐρευνητής νά ἔχει ἀπό αἰώνων ἔτοιμες τίς ἀπαντήσεις, ὡς πρός τέτοια εἰδωλολατρικά κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλόγος μάλιστα ἔχει γράψει δύο λόγους στηλιτευτικούς κατά Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη, πού ἐπιχειροῦσε μάταια νά ἀναστήσει τό δωδεκάθεο. Ὁ Ἰουλιανός μάλιστα εἶχε ζητήσει καί χρησμό ἀπό τό Μαντεῖο τῶν Δελφῶν στά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος μ. Χ. Καί τό μαντικό δαιμόνιο τοῦ ἀπάντησε, ἄν καί ὅπως ἔδειξε ἡ Ἱστορία, ὁ Ἰουλιανός δέν κατάλαβε τήν ἑρμηνεία τοῦ χρησμοῦ, πού καταγράφηκε ὡς καί ὁ τελευταῖος, ὅτι δηλαδή τελείωσε ὁριστικῶς τό παραμῦθι τοῦ δωδεκάθεου καί ὡς μῦθος πέρασε πιά στήν ἱστορία.
Τήν παραθέτουμε κατακλείοντας πρός γνῶσιν:
«Εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαί πέσε δαίδαλος αὐλά, οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐδέ παγάν λαλέουσαν. Ἀπέσβετο καί τό λάλον ὕδωρ»,
δηλαδή
«Πεῖτε στόν βασιλιά,(Ἰουλιανό) ὅτι στό χῶμα κείτεται ὁ ἔντεχνος αὐλός, ὁ Φοῖβος δέν ἔχει πιά κατοικία, οὔτε δάφνη μαντική, οὔτε πηγή ὁμιλοῦσα.
Χάθηκε καί τό νερό πού μιλοῦσε. »
Ταῦτα πάντα μέ πολλή ἀγάπη πρός ἐνημέρωσιν καί μόνον καί μέ τήν συνείδηση, ὅτι διακονοῦμε τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή!