«Τά ἀληθινά Χριστούγεννα»
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024 – Πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ματθ. α΄ 1-25)
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Κυριακή πρίν τά Χριστούγεννα σήμερα κι ἀκούσαμε στό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁλόκληρο τό πρῶτο κεφάλαιο ἀπό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο περιγράφει τήν γενεαλογία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ὅλους τούς κατά σάρκα προγόνους Του ἀπὸ τὸν προπάτορα Ἀβραάμ ἕως τὀν Ἰωσήφ τόν μνήστορα «τόν ἄνδρα Μαρίας ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός».
Ἴσως δημιουργηθεῖ ἡ ἀπορία σέ κάποιους, γιατί γενεαλογεῖται ὁ Ἰωσήφ καί ὄχι ἡ Παναγία. Ὁ Ἰωσήφ ἦταν προστάτης καί «μνήστωρ» τῆς Θεοτόκου, καί δέν εἶχε συγγένεια εξ αἵματος μέ τόν Κύριό μας, καθότι ὁ Χριστός εἶναι χωρίς μητέρα ὡς Θεός καί χωρίς πατέρα ὡς Ἄνθρωπος, ὅπως διατυπώνεται καί στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀκολουθώντας τούς Ἀποστολικούς καί τούς λοιπούς πρό ἐκείνου Πατέρες, ἑρμηνεύοντας λέει ὅτι γιά δύο κυρίως λόγους ὁ Ματθαῖος δέν ἀναφέρει τήν Παναγία, στήν γενεαλογία του. Πρῶτον, ἐπειδή σύμφωνα μέ τό ἰουδαϊκό ἐθιμικό δίκαιο δέν γενεαλογοῦντο ποτέ οἱ γυναῖκες καί εἰδικά μόνες τους καί αὐτό φαίνεται ἀφοῦ καί στήν ὅλη γενεαλογία, ὅπου ἀναφέρεται γυναίκα, ἀναφέρεται σέ συνδυασμό μέ τό σύζυγό της. Δεύτερον ἐπειδή ὁ Ἰωσήφ παρίστατο σάν πατέρας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά εἶναι βέβαια, διότι δέν ἔπρεπε ἐξ ἀρχῆς οἱ Ἰουδαῖοι νά μάθουν, γιά τήν ἄνευ σπορᾶς κυοφορία τῆς Παρθένου, ἐπειδή θά θεωροῦσαν τήν ἐγκυμοσύνη Της προϊόν μοιχείας καί θά τήν λιθοβολοῦσαν ἕως θανάτου, σύμφωνα μέ τίς σχετικές διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
Ἐξάλλου κατά τό Ἰουδαϊκό ἔθος τά ζεύγη ἀπαραιτήτως ἔπρεπε νά προέρχονται ἀπό τήν ἴδια φυλή καί ἐν προκειμένῳ κι ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Παρθένος Μαριάμ προέρχονταν ἀπό τη φυλή τοῦ Ἰούδα καί ἀπό τη γενιά τοῦ Δαβίδ, πού σημαίνει ὅτι εἶχαν κοινούς τούς προγόνους. Γιά τό λόγο αὐτό πήγαιναν νά ἀπογραφοῦν στή Βηθλεέμ, τόπο καταγωγῆς τους σύμφωνα μέ τό διάταγμα τοῦ Καίσαρα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ἐπειδή ἀπευθύνεται στους ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς, γενεαλογεῖ τόν Κύριο ἀπό τόν Ἀβραάμ, γιά νά ἀποδείξει, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι «κατά σάρκα» Ἰουδαῖος καί ὅτι στό πρόσωπό Του κατ΄ ἐπέκτασιν ἐκπληρώνονται οἱ περί τοῦ Μεσσία ἐπαγγελίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τίς ὁποῖες οἹ συμπατριῶτες του Ἰουδαῖοι γνώριζαν καί προσδοκοῦσαν.
Σημειωτέον δέ, ὅτι καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς παραθέτει παρόμοια γενεαλογία, ἡ ὁποία ὅμως ξεκινᾶ ἀντιστρόφως τοῦ Ματθαίου. Ἀρχίζοντας ἀπό τόν Χριστό καταλήγει στόν Ἀδάμ, διότι ἀπευθύνεται σέ ἕνα ἀκροατήριο μέ ἐθνικές καταβολές. Γι’αὐτό φτάνει ἀπό τόν Χριστό στόν Ἀδάμ, ὥστε νά καταδειχθεῖ ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Μεσσίας δέν θά σώσει ἀποκλειστικά καί μόνο τούς Ἰουδαίους, ἀλλά θά εἶναι «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν Ἐθνῶν» (Λουκ. β΄32). Καί αὐτό τό φῶς πλέον δέν θά περιορίζεται μόνο σέ ἕνα ἐκλεκτό ἔθνος ἤ λαό, ἀλλά θά ἀπευθύνεται στους πάντες γιά νά τούς φωτίσει καί νά τούς ἁγιάσει, χωρίς καμμία ἀπολύτως διάκριση φυλετική ἤ κοινωνική, ἐνσωματώνοντάς τους στό μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία.
Ἀκούσαμε τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο σέ ἕνα σημεῖο τῆς γενεαλογίας νά ἀναφέρεται στήν Ρούθ. Ὅπως διαβάζουμε στό ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ Ρούθ ἦταν Μωαβίτισσα, δηλαδή προερχόταν ἀπό ἕνα εἰδωλολατρικό ἔθνος τό ὁποῖο παραδοσιακά ἦταν ἀντίπαλος τοῦ Ἰσραήλ. Ζοῦσε στήν ἐποχή τῶν Κριτῶν καί εἶχε παντρευτεῖ Ἰσραηλίτη. Μέ μεγάλη προθυμία καί ἀφοσίωση (κυρίως μετά τη χηρεία της) συμπεριφερόταν στήν συνετή πεθερά της Νωεμίν, τήν ἀκολούθησε στήν Βηθλεέμ, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν εἰδωλολατρία καί πίστεψε στόν ἀληθινό Θεό, ἐνώ ἀξιώθηκε νά γίνει σύζυγος τοῦ Βοόζ, ἀπό τόν ὁποῖον γέννησε τόν Ὠβήδ, πατέρα τοῦ Ἰεσσαί, ἀπό τόν ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Βασιλεύς Δαυίδ, κατά σάρκα πρόγονος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γενεαλογικός κατάλογος παρατίθεται καί στό τέλος τοῦ βιβλιου τῆς Ρούθ ὅπου γενεαλογεῖται ὁ βασιλιάς Δαϋίδ. Οὐσιαστικά μπαίνει στό τέλος τοῦ βιβλίου ὡς προεισαγωγή γιά τά βιβλία τῶν Βασιλειῶν τά ὁποία κατατάσσονται στά ἱστορικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἀναφέρονται στήν ἱστορία τῶν Ἰουδαίων βασιλέων Σαούλ καί Δαϋίδ.
Ἡ Ρούθ συμβολίζει καί προεικονίζει τήν εἰσδοχή τῶν ἐθνικῶν στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία. Μία εἰδωλολάτρισσα καί μάλιστα ἀπό ἐχθρικό ἔθνος καθίσταται κατά σάρκα πρόγονος τοῦ Χριστοῦ! Ἀλλά ἐκτός αὐτοῦ παρατηροῦμε, ὅτι διακινδυνεύει καί λέει στήν πεθερά της, πώς θά τήν ἀκολουθήσει στή Βηθλεέμ καί ὅτι στό ἐξῆς «ἡ γῆ σου θά εἶναι γῆ μου καί ὁ Θεός σου, Θεός μου».
Ἡ Ρούθ ἀποτελεῖ πρότυπο θυσιαστικῆς ἀγάπης. Ἡ ἄνευ ὅρων ἀγάπη αὐτή τῆς Ρούθ ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν περιορισμένη καί συμφεροντολογική ἀγάπη τήν ὁποία εἶχαν οἱ Ἰουδαῖοι, καθότι ἔχει τό στοιχεῖο τῆς θυσιαστικότητας, αὐτό πού ἀργότερα εὐαγγελίσθηκε ὁ Χριστός. Αὐτή τή θυσιαστική ἀγάπη ἔρχεται νά μᾶς ὑπενθυμίσει τό πρόσωπο τῆς Ρούθ τίς ἡμέρες αὐτές, ὅπου ναί μέν μπορεῖ ὅλα νά μᾶς θυμίζουν ὅτι ἐτοιμαζόμαστε να ἑορτάσουμε τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πλήν ὅμως πολλές φορές συμπνιγόμαστε ἀπό το κοσμικό πνεῦμα, πού μας περιβάλλει καί ξεχνοῦμε μέσα σέ ὅλα αὐτά τό κύριο πρόσωπο τῆς ἑορτῆς, τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἔχουμε ἀναρωτηθεῖ ἄν παραδιδόμαστε ἄραγε ἄνευ ὅρων στό πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ μήπως προσπαθοῦμε νά ἱκανοποιήσουμε ἀκόμα καί τίς ἡμέρες αὐτές τή φιλαυτία μας καί τόν ἐγωϊσμό μας, ἑορτάζοντας οὐσιαστικά Χριστούγεννα χωρίς Χριστό;
Πώς ὅμως θά ἑορτάσουμε ἀληθινά Χριστούγεννα; Φυσικά ὄχι μέ τά ἐφήμερα φῶτα και τίς λάμψεις ἀπό τό ψεύτικο ἠλεκτρικό φῶς πού ἀφθονεῖ τίς ἡμέρες αὐτές, ἀλλά μέ τό ἀληθινό φῶς το ὁποῖο φωτίζει καί ἁγιάζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω. α΄9), δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί αὐτό θά τό ἐπιτύχουμε ὅταν θά ἀγαπήσουμε ἀληθινά τόν Χριστό, δηλαδή ὅταν συμφιλιωθοῦμε μέ ὅσους τυχόν βλάψαμε ἤ ἀκόμη κι ἄν μας ἔβλαψαν, ὅταν προσέλθουμε μέ συντριβή καί μετάνοια στό Ἱερό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως γιά νά ἀποθέσουμε τά ἁμαρτήματά μας, προκειμένου νά προσέλθουμε μέ καθαρή καρδιά καί συνείδηση στό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, τήν Θεία Εὐχαριστία, ὅπου λαμβάνοντας τό ἀληθινό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ θά γίνουμε πλέον σύσσωμοι καί σύναιμοι μέ Αὑτόν.
Τότε μόνο θά ζήσουμε ἀληθινά Χριστούγεννα διότι ὁ Χριστός θά ἔχει ἔρθει γιά νά κατοικήσει ὄχι προσωρινά, ἀλλά μόνιμα στίς καρδιές μας, θά Του ἔχουμε ἀνοίξει τή θύρα τῆς ψυχῆς μας γιά νά δειπνήσει μαζί μας, ὅπως περιγράφει καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη: «Ἰδού, στέκομαι στή θύρα καί κρούω, ἄν κάποιος ἀκούσει τή ψωνή μου, καί ἀνοίξει τή θύρα, θά μπῶ μέσα σ’ αὐτόν, καί θα δειπνήσω μαζί του καί αὐτός μαζί μου». Ἀμήν!