ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022 - Η΄ Λουκᾶ (Λουκᾶ ι΄ 25-37) † Ἰωάννου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Χρυσοστόμου
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι νά ἐκδηλώσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀγάπη του στόν συνάνθρωπο. Ἄλλοι γνωστοί καί συνηθισμένοι, ὅπως ἕνας καλός λόγος καί κάποιοι ἄλλοι ἀφανεῖς καί δύσκολοι, ὅπως τό νά ὑπηρετεῖς τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο, κάποιες φορές μάλιστα μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς σου. Ὅπως σήμερα στό Εὐαγγέλιο ὁ καλός Σαμαρείτης, πού δέν προσπέρασε ἀδιάφορος τόν ληστευθέντα καί πληγωμένο ἄνθρωπο, ἄν καί ὡς Ἰουδαῖος ἦταν ἐχθρός του. Ἔσκυψε φιλάνθρωπα πάνω του, τόν ἔσωσε μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του καί τόν ἀσφάλισε στό πανδοχεῖο, τό ὁποῖο συμβολίζει τήν Ἐκκλησία. Ἕναν τέτοιο ὑποδειγματικό Σαμαρείτη ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε στήν Ἀντιόχεια τό 354 μ.χ ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες, τόν ἀρχιστράτηγο Σεκοῦνδο καί τήν Ἀνθοῦσα, ὁ ὁποῖοι μετά τή γέννησή του ἀσπάστηκαν τόν χριστιανισμό. Μικρός ὀρφάνεψε ἀπό πατέρα, ἀλλά αὐτό δέν στάθηκε ἐμπόδιο στήν καλή ἀγωγή πού ἔλαβε ἀπό τή μητέρα του καί τό δάσκαλό του, τόν ξακουστό εἰδωλολάτρη ρήτορα Λιβάνιο. Ὁ Χριστός ὅμως κέρδισε τήν ψυχή του καί μετά τήν κοίμηση τῆς μητέρας του ἀποσύρθηκε σέ μοναστήρι, ὅπου διδάχθηκε τήν ὁδό τῆς ἀρετῆς. Σύντομα προόδευσε σέ ἁγιότητα καί σοφία μέ ἀποτέλεσμα ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Φλαβιανός νά τόν πάρει ἀπό τό μοναστήρι καί νά τόν χειροτονήσει Ἱερέα. Ἡ ἁγιότητά του, ἀλλά καί ὁ πύρινος λόγος του ξεσήκωνε τά πλήθη, ἐνῶ ἡ φήμη του ἔφτασε μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη. Καθώς εἶχε πεθάνει ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, τό παλάτι καί ὁ κόσμος ζήτησε γιά πατριάρχη τόν πρεσβύτερο Ἰωάννη ἀπό τήν Ἀντιόχεια. Στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 398 ὁ Ἰωάννης ἐνθρονίστηκε στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ κόσμος τόν λάτρευε γιά τήν ἀσκητικότητά του, τό γενναῖο φρόνημα, τήν τόλμη του νά ὑπερασπίζεται τό δίκαιό των φτωχῶν, γεγονός πού σύντομα τόν ἔφερε σέ ρήξη καί μέ τά ἀνάκτορα. Ἡ βασίλισσα Εὐδοξία ἔγινε ἐχθρός του, γιατί τήν ἔλεγχε γιά τήν πλεονεξία της. Ἀλλά καί μέσα στό ἱερατεῖο ὁ Ἅγιος δέν εἶχε πολλές συμπάθειες, γιατί δέν ἀνεχόταν τά ἁμαρτήματα τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἱερέων. Καθώς ἦταν πολύ αὐστηρός μέ τόν ἑαυτό του, πράγμα σπάνιο γιά τήν σύγχρονη ἐποχή, ἀπαιτοῦσε καί ἀπό τούς ἄλλους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες τήν ἴδια κοσμιότητα καί καθαρότητα. Ἐπίσης οἱ πλούσιοι καί οἱ ἄρχοντες στράφηκαν ἐναντίον του, καθώς στά κηρύγματά του καυτηρίαζε τήν ἀκόρεστη δίψα τους γιά πλοῦτο, δόξα καί παράνομες ἠδονές. Καί ἔτσι ἄρχισαν οἱ διωγμοί. Ὁ ἄνθρωπος, τόν ὁποῖον λάτρευε τό πλῆθος τῶν χριστιανῶν, ὁ συνήγορος τῶν ἀνυπεράσπιστων, ὁ προστάτης τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν βρέθηκε διωκώμενος ὡς κακοῦργος. Ἐκθρονίστηκε καί διώχθηκε ἀπό μιά ψευτο - σύνοδο μέ γελοῖες κατηγορίες, ὅπως π.χ. ὅτι εἶχε κλέψει ἕνα ράσο κάποιου διακόνου. Θά ἐξοριζόταν πάραυτα, ἄν δέν γινόταν ἕνας ἰσχυρός σεισμός, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ὁ λαός ξεσηκώθηκε καί ἔτσι τόν ἔφεραν πίσω. Ἦταν ἡ 13η Νοεμβρίου. Οἱ ἐχθροί του ὅμως δέν σταμάτησαν. Μέ ραδιουργίες καί ψέματα ἔπεισαν τόν αὐτοκράτορα νά τοῦ ἀπαγορεύσει νά λειτουργεῖ. Ὁ ἅγιος ὅμως, ὅταν ἔφτασε τό Μ. Σάββατο καί παρά τήν διαταγή κατέβηκε νά βαπτίσει –σύμφωνα μέ τήν τότε συνήθεια – τούς κατηχούμενους. Ἡ εἴδηση ἐνόχλησε τόν αὐτοκράτορα. Ἔστειλε στρατό καί ἔγινε μεγάλη σφαγή, ἐνῶ ὁ Ἅγιος πῆρε τό δρόμο τῆς ἐξορίας, γιά τήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας. Οἱ στρατιῶτες τόν κακομεταχειρίζονταν, ἐκεῖνος ὅμως ὁ μακάριος ἔδειχνε ὑπομονή καί μέ γράμματα προσπαθοῦσε νά στηρίξει τό ἀπορφανισμένο ποίμνιό του, δίδοντας ὁδηγίες γιά ὅλα, ἀκόμη καί γιά τήν συνέχιση τῆς ἱεραποστολῆς. Ἡ ἀσθενική του κράση καί ἡ ταλαιπωρία ἐπέφεραν γρηγορότερα τό θάνατό του στά Κόμανα τοῦ Πόντου τήν 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 407.
Μέσα ἀπό αὐτή τή σύντομη σκιαγράφηση τοῦ βίου τοῦ ἁγίου φαίνεται ξεκάθαρα ἡ γνησιότητα τῆς ἀγάπης του γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο καί τό ζωηρό πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας του. Ὁ Ἰωάννης θά μποροῦσε κάλλιστα νά πατριαρχεύσει χρόνια πολλά περιοριζόμενος μόνο στά ἐκκλησιαστικά του καθήκοντα. Θά ἦταν καί τιμημένος ἀπ΄ ὅλους γιά τήν εὐγλωττία του καί γιά τόν ἀσκητικό του βίο. Ὅμως διάλεξε τόν ἄλλο, τόν δύσκολο δρόμο τῆς ἀρετῆς καί τοῦ δικαίου, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ὁ ὁποῖος ἔγραφε στούς Κορινθίους: «εἴμαστε ζωντανοί, ἀλλά ἐκθέτουμε συνεχῶς τόν ἑαυτό μας στό θάνατο γιά χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά φανερωθεῖ στό θνητό μας σῶμα ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι, ἐμᾶς μᾶς ἀπειλεῖ συνεχῶς ὁ θάνατος, ἐνῶ ἐσεῖς κερδίζετε τήν ζωή» (βλ. Β΄Κορ. δ΄11) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔβαλε τόν ἑαυτό του σέ περιπέτειες, γιά νά ὑπερασπιστεῖ τήν πίστη ἔναντι των αἱρετικῶν καί ἀποστατῶν καί τήν ἐκκλησιαστική τάξη. Στράφηκε μέ ὁρμή ἐνάντια στήν κοινωνική ἀδικία. Καυτηρίασε τόν ἀπάνθρωπο πλουτισμό σέ βάρος τῶν πτωχῶν καί ἀδυνάτων. Πολέμησε τήν πλεονεξία τοῦ παλατιοῦ καί καυτηρίασε τή χλιδή τῆς αὐλῆς. Καί μέσα σέ ὅλο αὐτό τόν τιτάνιο ἀγῶνα ἄφησε 1447 λόγους καί 249 ἐπιστολές, ἔργα γεμάτα ἀγωνία γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ποιμνίου. Ἡ ἀλήθεια ὅλων ὅσων ἔπραττε καί δίδασκε ἐντέλει δοκιμάστηκε στό καμίνι τῶν διωγμῶν καί τῶν ἐξοριῶν. Ἄλλωστε ἐκεῖ πέθανε. Διωγμένος ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, ἀλλά παρών ὅσο ποτέ μέσα στήν Ἐκκλησία γιά περισσότερα ἀπό 1600 χρόνια μετά τό μαρτυρικό του θάνατο.
Δίκαια τόν ὀνόμασαν οἰκουμένης ἁπάσης διδάσκαλον καί φωστήρα καί κοινόν της οἰκουμένης πατέρα καί προστάτη. Ἀκολούθησε τόν σταυρικό δρόμο, ἔδωσε τά πάντα στόν Χριστό καί ἀναπαύτηκε μέ τή γνωστή ἔκφραση: «Δόξα Θεῶ, πάντων ἕνεκεν» Δηλ. δόξα στό Θεό γιά ὅλα! Λόγια βγαλμένα ἀπό τό χρυσό στόμα ἑνός ἀνθρώπου πού πέθαινε στήν ἐξορία! Λόγοι πού δείχνουν τή θέρμη τῆς πίστης καί τή βεβαιότητα τῆς πορείας στήν σταυρική ὁδό.
Μνημειῶδες ὅμως κεφάλαιο στήν ζωή τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε ἡ Θεία Λειτουργία πού συνέγραψε καί ἡ ὁποία τελεῖται ὅλο τόν χρόνο, πλήν δέκα ἡμερῶν, ὅταν τελεῖται τοῦ Μ. Βασιλείου. Εἶναι ἡ πιό ζωντανή ἀπόδειξη τῆς φιλανθρωπίας του. Τελώντας τήν συνειδητοποιεῖς τήν ἀγωνία του νά προσευχηθεῖ γιά ὅλους καί ὅλα. Ψηλαφεῖς τήν συγκίνηση του ἀπέναντι στή θυσία τοῦ Χριστοῦ. Βιώνεις τή λαχτάρα του γιά τήν ὀρθή λατρεία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀραβισσού Ἀδελφειός, ὁ ὁποῖος εἶχε συμπαρασταθεῖ στόν Ἅγιο, καθώς ἡ Ἐπισκοπή τοῦ βρισκόταν κοντά στόν τόπο τῆς ἐξορίας του, ὅταν πέθανε ἀπό τίς κακουχίες ὁ Χρυσόστομος, παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει πού κατατάχθηκε στόν οὐρανό. Μιά βραδιά ἕνας ἄγγελος τόν ἅρπαξε καί τόν ἀνέβασε στόν οὐρανό. Ἐκεῖ τόν πέρασε ἀπό τούς Δικαίους, τούς Μάρτυρες, τούς Ἱεράρχες. Ἐκεῖνος ὅμως ἦταν σκυθρωπός. Τότε τόν ρώτησε ὁ ἄγγελος γιατί εἶναι λυπημένος. Ὁ Ἐπίσκοπος εἶπε, ὅτι δέν διέκρινε πουθενά τόν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη. Καί ὁ ἄγγελος ἀπάντησε: «τόν χρυσοῦν λέγεις, τό στόμα τοῦ Θεοῦ; ἐκεῖνον τόν ὑπέρ ἄνθρωπον; ἤξευρε, ὅτι αὐτόν δέν εἶναι δυνατόν εἰς σέ νά ἴδης, διότι εὑρίσκεται ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ». Θαύμασε τότε ὁ Ἐπίσκοπος καί δόξασε τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀνέβηκε ἐκεῖ ὅπου ἀνῆκε καί τοῦ ἄξιζε στό θρόνο τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀνταμείψει Ἐκεῖνος τούς κόπους καί τά βάσανα, καθώς πραγμάτωσε εὐκρινέστατα στή ζωή του τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στούς Φιλιππησίους: «Γιατί σ’ἐσᾶς χαρίστηκε αὐτό ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον νά πιστεύετε σ’Αὐτόν, ἀλλά κάι νά πάσχετε ὑπέρ Αὐτοῦ.» (βλ. Φιλ. α΄ 29). Τό σύνθημά του ἦταν: ὅλα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἄς τό ἐγκολπωθοῦμε κι ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του! Ἀμήν!