ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΑΜΟΥ ΚΑΙ ΙΚΑΡΙΑΣ κ. κ. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ἀγαπητά μου παιδιά,
Ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπό τίς θεομητορικές ἑορτές πού καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία πρός τιμήν τῆς Μητέρας τοῦ Κύριου. Γί αὐτό καί ἔχει ξεχωριστή θέση στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Γενικά ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα, ὅταν ἀναφέρεται στήν Παναγία δέν κάνει τίποτα ἄλλο παρά νά φανερώνει καί νά ἑρμηνεύει τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Κύριου.
Τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, περιέχει ὅλο το μυστήριο τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὁ ἁγιογράφος, ὅταν ἁγιογραφεῖ στή κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τήν Πλατυτέρα, δέν θέλει νά εἰκονίσει μόνο τήν Παναγία, ἀλλά καί ὅλη τήν Ἐκκλησία πού ἔχει κέντρο της τόν Χριστό. Ἡ Παναγία ἔγινε Ἐκκλησία καί γέννησε τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέει ὅτι ὁ Κύριος «ἐνανθρωπήσας σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Καί εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων συνδέει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου μέ τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, γί αὐτό λέει: «ὑμνοῦμεν τήν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τήν ἅγιαν Ἐκκλησίαν.
Τό θεμέλιο τῆς θεομητορικῆς θεολογίας τοποθετήθηκε τό 431 στήν Γ΄ Οἰκουμενική Συνοδό, ἡ ὁποία ἐπικυρώνοντας τίς ἀπόψεις τοῦ ἅγιου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ὀνόμασε τήν Μαρία «Θεοτόκο». Ὁ περιεκτικότατος αὐτός ὅρος ὑψώθηκε σέ δόγμα τόν καιρό τῆς διαμάχης τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ, πού ὀνόμαζε τήν Παναγία ὄχι Θεοτόκο ἀλλά «Χριστοτόκο» καί «Ἀνθρωποτόκο». Ἡ Ἐκκλησία πού ἔνιωσε νά διακυβεύεται μέ τήν διδασκαλία τοῦ Νεστωρίου ἡ ἴδια ἡ σωτηρία ( ἄν πράγματι δέν ἑνώθηκε πλήρως ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, πῶς εἶναι δυνατό νά τόν σώσει;), κατεδίκασε τόν Νεστόριο καί διακήρυξε: «Εἰ τίς οὐ Θεοτόκον ὁμολογεῖ τήν ἅγιαν Παρθένον, χωρίς ἐστιν τῆς Θεότητος».
Ἀγαπητά μου παιδιά,
Ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας δέν εἶναι κοίμηση ἑνός κοινοῦ θνητοῦ, γιατί Ἐκείνη, εἶναι ἡ γεννήσασα τόν Ἀρχηγό τῆς ζωῆς καί ἑπομένως ἦταν πολύ φυσικό ὅτι Αὐτήν «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν, ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». Δηλαδή ἦταν ἑπόμενο, ὅτι δέν θά μποροῦσε νά μείνει στόν τάφο καί νά τήν φθείρει ὁ θάνατος, γιατί Τήν μετέστησε στήν αἰώνια ζωή καί Τήν μετέφερε στόν οὐρανό ὁ ἐνανρωπήσας Υἱός Της. Εὔλογα λοιπόν ἐπικράτησε ὁ τόνος τοῦ πανηγυρισμοῦ μέ τόν ὁποῖο γιαρτάζει ἡ Ἐκκλησία τήν πρός οὐρανό μετάσταση τῆς Παναγίας. Καί ἡ γιορτή συγκινεῖ τίς καρδίες ὅλων των ὀρθοδόξων πού τρέχουν νά γεμίσουν τίς ἐκκλησίες καί νά ζητήσουν τή χάρη καί τή βοήθεια τῆς Παναγίας μας. Προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά τιμήσουν Αὕτη πού τίμησε τό γένος μας, νά τήν εὐχαριστήσουν καί νά τήν παρακαλέσουν γιά σύντομη βοήθεια καί κραταιή προστασία, γιατί ὅλοι τήν αἰσθάνονται σάν μάνα τους, πού πονάει καί ἐνδιαφέρεται ἄμεσα γιά τό κάθε παιδί Της.
Καί μέ τό νά γίνει ἡ Παναγία μaς Θεοτόκος ἀποτελεῖ τήν γέφυρα πού μᾶς ὁδηγεῖ ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Ἡ «κλῖμαξ» πού ἑνώνει τήν γῆ μέ τόν οὐρανό. Τό Θεό μέ τόν ἄνθρωπο . Γι' αὐτό καί τό ἑὐαγγέλιο» τοῦ Ἀρχαγγέλου γεμίζει μέ χαρά τά σύμπαντα. Μιά χαρά πού ὅμοια δέν εἶχε ζήσει ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος. «Ὅθεν ἄληκτός ἐστιν ἡ εὐφημία παρά τῆς κτήσεως ἑκατέρας αὐτῇ καί πᾶσα γλῶσσα τά αὐτῆς ἄδει μίαν ταύτην ἀφιεῖσα φωνήν καί διηνεκεῖς ὕμνων ἐργάται τῇ μητρί τοῦ Θεοῦ πάντες μεν ἄνθρωποι, πάντες δέ ἀγγέλων χοροί».
Ὁ εὐλογημένος λαός τοῦ Θεοῦ βλέπει στό πρόσωπο τῆς Παναγίας τήν Νέα Εὔα-Ζωή, τήν ὑπάκουη ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στή λυτρωτική ἀπόφαση τῆς θείας ἀγάπης. Τήν ζεῖ ὡς ἀντιπρόσωπο ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους, πρός τήν Ὁποία κατατείνει ὁλόκληρη ἡ κτιση ὡς τόν «καρπόν τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ» (Ν. Καβάσιλας) καί ὡς «αἰτίαν σωτηρίας γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος» (Εἰρηναῖος).
Στή χάρη Της λοιπόν προσπίπτει κάθε χριστιανός ἰδιαίτερα τίς εὐλογημένες μέρες του Δεκαπενταύγουστου. Καί γίνεται ἡ Παρθένος καί Μητέρα ὁδηγός ὅλων τῶν ὀρθοδόξων εἰς Χριστόν. Τό παράδειγμά Της, ἡ ἀπέραντη πίστη Της ἐμπνέουν, καθοδηγοῦν, κατευθύνουν τά βήματά τῶν πιστῶν πιό πολύ πρός τόν Κύριο καί Λυτρωτῆ Ἰησοῦ. Καί ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε διά τής Παναγίας ἄνθρωπος, ὑπερύψωσε καί δόξασε τήν κατά σάρκα Μητέρα Του, ὅπως Τῆς ἅρμοζε. Αὐτό μᾶς διηγεῖται ἡ ἑορτή τῆς μακαρίας Κοιμήσεώς Της.
Γι' αὐτό καί ἐμεῖς οἱ πιστοί σκύβουμε εὐλαβικά στήν «εὐκλεῆ καί ἱερά μνήμη» Της. Καί δέν θέλουμε νά μείνουμε μόνο σέ μιά παθητική κατάσταση τιμῆς καί εὐλάβειας, ἀλλά λαχταροῦμε νά ἀκολουθήσουμε πιστά τά ἴχνη Της, τήν ἁγιότητά Της, τήν πίστη Της καί τήν ὁλόψυχη ἀφοσίωσή Της στό Θεό καί τήν κλήση Της γιά νά εἶναι πραγματικά Μητέρα μας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία Του.
Ἀγαπητοί μου,
Ἄς σκύψουμε, λοιπόν, γι' ἀκόμα μιά φορά εὐλαβικά στήν «εὐκλεῆ καί ἱερά μνήμη» Της, ἄς τήν προσκυνήσουμε τιμητικά καί ἄς τήν παρακαλέσουμε: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», δηλαδή γίνε ἡ (πάντοτε εἰσακουόμενη) Μεσίτριά μας πρός τόν ΥἹό καί Θεό σου.
Εὔχομαι σέ ὅλους χρόνια Πολλά καί ἡ Παναγία μας πάντοτε νά μᾶς ἅγιάζει καί νά μᾶς χαριτώνει μέ τήν χάρη Της.
Ὁ Ἐπίσκοπός σας
† Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος