
Ἀγαπητοί Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Καθώς ὁλοκληρώνεται σιγά-σιγά τό ταξίδι στό πέλαγος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἐπικοινωνοῦμε μαζί σας ἐπιθυμώντας νά ἐπιστήσουμε τήν προσοχή σας σέ ἕνα ἀκόμη σκόπελο, πού ἐμφανίσθηκε λίγο πρίν τήν εἴσοδό μας στό λιμάνι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Τίς ἡμέρες αὐτές, σάν νά μήν ἔφταναν τά τόσα προβλήματα, πού ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε στά ἀκριτικά μας Νησιά, ἐμφανίστηκαν γιά μία ἀκόμη φορά οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», προσκαλώντας σέ μιά ἐκδήλωση γιά τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ.
Παρερμηνεύοντας τό χωρίο: «Τοῦτο ποεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» ἀπό τό κεφ. 22 τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ, ἀναφέρουν, ὅτι ὁ Χριστός ζήτησε ἀπό τούς Μαθητές Του νά θυμοῦνται τήν ἐπέτειο τοῦ θανάτου του. Βεβαίως δέν χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα Χριστός, ἀλλά μόνο τό Ἰησοῦς, τό ὁποῖο ἀφορᾶ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου διότι δέν πιστεύουν, πώς ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Ἐπίσης ὀνομάζουν τούς Ἁγίους Μαθητές καί Ἀποστόλους ὡς ἀκολούθους, σάν νά ἐπρόκειτο γιά τή συνοδία κάποιου ἁπλοῦ προσώπου. Καί οἱ δύο αὐτές ἐπισημάνσεις φανερώνουν ὅτι οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ἄν καί θέτουν τήν λέξη –Χριστιανοί- στήν ὀνομασία τους, δέν εἶναι Χριστιανοί, ἀφοῦ ἀρνοῦνται τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό ποτέ δέν ὀνομάζουν τόν Χριστό, Κύριο, οὔτε Τόν πιστεύον ὡς Θεό, Σωτῆρα καί Λυτρωτῆ, κάτι πού πανηγυρικῶς φανερώνεται τόσο στήν Παλαιά, ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη.
Κατά τήν συνήθη τακτική τους, ἀπομονώνουν μιά φράση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὥστε ἀποκομμένη ἀπό τά συμφραζόμενα νά τῆς δώσουν τήν ἑρμηνεία πού ἐπιθυμοῦν. Μιά ἁπλή ἀνάγνωση τοῦ συγκεκριμένου χωρίου στούς στίχους 19-20, ἀπό τό 22ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ, φανερώνει τήν δόλια μεθόδευσή τους: «καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον.»
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς θέτει τήν ἐντολή τῆς ἀνάμνησης μεταξύ τῆς μεταδόσεως τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Οἴνου, ὥστε ἡ ἐντολή νά μήν ἀφορᾶ σέ μιά ἁπλή ἀνάμνηση τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως διατείνονται, ἀλλά στήν ἀνάμνηση τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα, ὅπως αὐτή παραγματώνεται μέσα ἀπό τήν μετοχή στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, δηλαδή στήν θεία Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Τήν ἴδια ἀκριβῶς περιγραφή παραθέτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄πρός Κορινθίους ἐπιστολή κεφ. 11, στίχ. 23-26, ὅπου γράφει χαρακτηριστικά:«...ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε·λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ.». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δηλαδή ἐπισημαίνει μέ ἔμφαση τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί διασαφηνίζει, ὅτι ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ δέν ὁμολογεῖται μέ μία ἐκδήλωση μιά φορά τόν χρόνο, ἀλλά κάθε φορά, ὅπου τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία μέσα ἀπό τήν θεία μετάληψη τῶν ἀχράντων Μυστηρίων καί τοῦτο σέ διαρκῆ ἀνάμνησή Του ἕως τήν Δευτέρα Παρουσία Του.
Ἄρα λοιπόν ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ δέν ἀφορᾶ στόν θάνατό Του, ἀλλά στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁπότε ἡ ἀνάμνηση τοῦ Χριστοῦ δέν πραγματώνεται στήν μνήμη μας, ἀλλά στήν μετάληψη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου τῆς θείας Εὐχαριστίας, τά ὁποῖα σαφῶς καί πραγματικῶς, μετά τήν μεταβολή ἀπό τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Πρός ἐπίρρωσιν τούτων ἄς ἀναφερθεῖ, πώς ὁ Μέγας Βασίλειος στή θεία Λειτουργία, πού συνέγραψε, συμπεριέλαβε κατά λέξιν αὐτά τά δύο χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γι’ αὐτό καί ἐξαιρέτως τελοῦμε τήν θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου τήν Μεγάλη Πέμπτη, ἡμέρα κατά τήν ὁποία θυμόμαστε τόν Μυστικό Δεῖπνο καί τήν παράδοση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ἄς σημειωθεῖ δέ, ὅτι οὔτε ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, οὔτε ὁ Παῦλος ἦταν παρόντες στήν πρώτη Θεία Λειτουργία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἀλλά μέ χαρακτηριστική ὁμοιότητα περιγράφουν τήν παράδοση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὄχι μόνον ἐξ ὅσων ἄκουσαν ἀπό τούς 11 Μαθητές, ἀλλά καί ἐμπνεόμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνέργεια πού ὀνομάζουμε θεοπνευστία καί τήν ὁποία, δυστυχῶς γι’ αὐτούς, τήν ἀπορρίπτουν οἱ αὐτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ».
Ἀλλά τό ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ἡ ἑρμηνεία πού δίδουν, νά ἀφορᾶ στήν ἀνάμνηση τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ἐξάγεται καί ἀπό ἕνα ἀκόμη λόγο. Στή διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου οἱ Μαθητές δέν μποροῦσαν νά ἀντιληφθοῦν τήν συνέχεια τῆς πορείας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι θά πέθαινε ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη φύση Του πάνω στόν Σταυρό, ἀλλά ὡς Θεός θά ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς καί αὐτό μποροῦμε νά τό καταλάβουμε πολύ εὔκολα ἀπό τούς διαλόγους τοῦ Χριστοῦ μέ τούς Μαθητές καί πρό τοῦ Σταυρικοῦ πάθους καί μετά τήν τριήμερη καί Ζωοποιό Ἀνάστασή Του.
Τέλος ἡ ἀνάμνηση τῆς ἐπετείου τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, χωρίς τήν Ἀνάστασή Του δέν σημαίνει τίποτε γιά ἐμᾶς. Αὐτό τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Κορινθίους: «Εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ ἡ πίστις ἡμῶν». (Α΄Κορ. ιε΄14).
Ὁ μέγας κατηχητής τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, διδάσκει στήν ΙΓ΄Κατήχηση τῶν Φωτιζομένων: «Ὁμολογῶ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή γνωρίζω τήν Ἀνάστασή Του». Ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει ἀξία καί γίνεται οὐσιαστικός γιά τή σωτηρία μας, ἐπειδή φωτίζεται ἀπό τήν Ἀνάστασή Του. Χωρίς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄδειο τό κήρυγμα καί ἡ πίστη μας κενή. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ βάση, εἶναι τό πᾶν. Ὅλα τά ὑπόλοιπα ἀκόμη καί αὐτός ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ θά ἦταν ἁπλῶς ἱστορικά γεγονότα, ἀν δέν ὑπῆρχε ἡ Ἀνάσταση. Ἐκεῖνοι δέν λένε ὅμως τίποτε γιά τήν μετά τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασή Του, γιατί δέν πιστεύουν, ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὄχι μόνο ἀνέστησε τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου, τόν γιό τῆς χήρας τῆς Ναΐν καί τόν τετραήμερο Λάζαρο, ἀλλά καί ὁ Ἴδιος ἀνέστη εκ νεκρῶν ὡς Θεάνθρωπος.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Σήμερα σέ συνέχεια τοῦ «Χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία» τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, χαιρετίσαμε τήν Ἀειπάρθενη Μητέρα μας ψάλλοντας: «Χαῖρε τροφῆς τοῦ μάννα διάδοχε, χαῖρε τρυφῆς ἁγίας διάκονε». Ὅπως τό μάννα ἐξ οὐρανοῦ ἔτρεφε τόν περιπλανώμενο στήν ἔρημο λαό τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας, μᾶς προσφέρει τό τεθεωμένο, μετά τήν Ἀνάστασή Του δηλαδή, ἄχραντο Σῶμα Του καί Τίμιο Αἷμα Του, γιά νά ἔχουμε ζωή καί σωτηρία κατά τήν πορεία μας στήν ἔρημο αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τό μάννα ἐξ Οὐρανοῦ ὑπῆρξε ἁπλή προτύπωση τοῦ ἄρτου, ὁ Ὁποῖος κατέβηκε ἀπό τόν Οὐρανό. Αὐτός ὁ Ἄρτος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Kύριος Ἰησοῦς Χριστός, σύμφωνα μέ τά ὅσα μᾶς διδάσκει στό 6ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου καί μεταλαμβάνεται ἀπό τούς πιστούς «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον.» Εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «σάρξ ἐγένετο» «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆ Παρθένου» «καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»(βλ. Ἰω. α΄14)
Ἡ ἁγία τρυφή τήν ὁποία διακονεῖ ἡ Παναγία μας λοιπόν εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, πιστή στήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἐπιτελεῖ τήν θεία Λειτουργία συνεχῶς κατά τό πρότυπο καί σέ συνέχεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, γιά νά ἔχει τήν θεία ἀνάμνησή Του, ἐδῶ καί εἴκοσι αἰῶνες, ἐνῶ οἱ Χιλιαστές Μάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ ἐμφανίζονται μόλις στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα καί ἆρα δέν μποροῦν νά ἔχουν αὐθεντική ἄποψη!
Ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό διά τῆς θείας Κοινωνίας, ἔστω κι ἄν εἶναι τίμιοι, ἐργατικοί καί φιλάνθρωποι, ὁ Κύριος δέν παρέχει λύτρωση. Ὁ λόγος Του εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός, πώς δέν πρόκειται νά ζήσουμε, ἐάν δέν φᾶμε τήν σάρκα Του καί ἐάν δέν πιοῦμε τό αἷμα Του (Βλ. Ἰω. στ΄ 53). Καί γιά νά μήν νομίσει κάποιος, ὅτι εἶναι συμβολικό τό νόημα τῶν λόγων αὐτῶν ἀποσαφηνίζει παρακάτω, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέγοντας: «Εἶναι πράγματι τροφή ἡ σάρκα μου καί ποτό τό αἷμα μου. Αὐτός πού τρώει τήν σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου μέσα σέ ἐμένα μένει και ἐγώ σ’αυτόν.» (Βλ. Ἰωάν. στ΄ 55-56).
Μέ αὐτές τίς σκέψεις σᾶς παρακαλῶ ἐκ μέσης καρδίας νά μήν παρασύρεσθε ἀπό τίς φωνές καί τίς ἐκδηλώσεις τῶν αἱρετικῶν, ὅσο καλοί καί εὐγενεῖς κι ἄν εἶναι, γιατί θέτετε ἐν ἀμφιβόλῳ τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς σας, γιά τήν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀπέθανε ἐπί Σταυροῦ καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν.
Καί μαζί παρακαλῶ νά ἔρχεσθε στίς θεῖες Λειτουργίες μας, στίς κατά τόπους Συνάξεις μελέτης Ἁγίας Γραφῆς καί στά Κηρύγματα γιά νά ζεῖτε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί νά διδάσκεσθε τόν λόγο Του μέσα ἀπό τήν αὐθεντική ἑρμηνεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, ἐπαληθεύοντας τό δρόμο τῆς ζωῆς σας, ταυτιζόμενοι μέ τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε: «ἐγώ εἰμί ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή».
Μετά τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης και εὐχῶν
† Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος
Εκτύπωση
Email

Ἀγαπητοί μου Πατέρες και Ἀδελφοί,
Ἐφέτος συμπληρώνονται 1.700 ἒτη ἀπό τή σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό ἒτος 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, μέ τή συμμετοχή 318 Θεοφόρων Πατέρων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφύλαξε μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τή συνοδικότητά της, τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποφάνθηκε γιά διάφορα δογματικά, διοικητικά καί ἐκκλησιολογικά ζητήματα.
Ἀφορμή γιά τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στάθηκαν τρία κυρίως ζητήματα: α) ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πού ἔλεγε πώς ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, (ὅπως σήμερα διδάσκουν οἱ Χιλιαστές), β) ὁ καθορισμός τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καί γ) ἡ ἐπανένταξη στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν πεπτωκώτων (lapsi), τῶν Χριστιανῶν δηλαδή, οἱ ὁποῖοι στίς περιόδους τῶν διωγμῶν ἀπό δειλία θυσίασαν στά εἴδωλα καί «ἀπέφυγαν» μέν τόν μαρτυρικό θάνατο, ἀλλά ἀποκλείονταν καί ἀπό τήν Σύναξη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία ἐμπνεόμενη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, στό πρῶτο ζήτημα παρέμεινε ἀμετακίνητη στό δόγμα Της γιά τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, καταδικάζοντας ἐντελῶς τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί καθιερώνοντας τόν ὅρο «Ὁμοούσιος τῷ Πατρί» γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, συντάσσοντας καί τά πρῶτα ἑπτά ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...ἕως τό οὐκ ἔσται τέλος», τό ὁποῖο εἶναι ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στό δεύτερο ζήτημα ἡ Ἐκκλησία συνέθεσε τίς παραδόσεις Ἀνατολῆς καί Δύσης καί καθόρισε τό Πάσχα νά ἑορτάζεται ἀπό κοινοῦ για ὅλους τούς Χριστιανούς τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καί μετά τό πάσχα τῶν Ἑβραίων.
Στό τρίτο ζήτημα, πού εἶχε δημιουργήσει σχίσματα καί διαιρέσεις ἀποφασίσθηκε ἡ κατά τό δυνατόν ἐπιεικής ἀντιμετώπιση τῶν πεπτωκότων καί ἡ κατόπιν μετανοίας ἡ σταδιακή ἐπανένταξή τους στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ σκοπό τή σωτηρία τους.
Ἡ συμπλήρωση 1.700 ἐτῶν ἀπό τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ Γεγονότος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀξία τῆς Συνοδικότητας καί τῆς Ἑνότητας τῆς πίστεώς μας. Μᾶς καλεῖ νά διαφυλάξουμε ἀνόθευτη τήν πίστη μας καί νά διατηρήσουμε ἀκεραία τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμμένη ἐκ Θεοῦ ἀληθινή πίστη.
Εἶναι ἡ ὁδός τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό στό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Σαρκωμένη παναλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ἡ πίστη μας διά μέσου τῶν αἰώνων δέν γνώρισε οὒτε μεταρρύθμιση, οὒτε ἀντιμεταρρύθμιση. Ἀκόμη κι ὅταν ἐμφανίσθηκαν ἀναγεννητικές τάσεις, αὐτές ἀπέβλεπαν στήν ἐπιστροφή στήν παράδοση. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τή μοναδική δυνατότητα νά διασώζει καί νά διατηρεῖ πάντοτε νέο καί ἀναλλοίωτο τό Ὀρθόδοξο ἦθος καί φρόνημα καί νά τό παραδίδει ἀπό γενιά σέ γενιά μέχρις ἐμᾶς σήμερα, οἱ ὁποῖοι πιστεύουμε ὡς ὀφείλουμε σέ «ὃ,τι πανταχοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη», σύμφωνα καί μέ τόν ὁρισμό τοῦ ὁσίου Βικεντίου τοῦ ἐκ Λειρίνου, καθώς «αὐτό εἶναι τό ἀληθινό καί γιά ὅλους σωτήριο.»
Αὐτό δέν μποροῦμε οὒτε νά τό ἀλλοιώσουμε, οὒτε νά τό νομοθετήσουμε ἐκ νέου.
Ἡ πίστη μας δεν ἒχει σημαντικά καί ἀσήμαντα, οὐσιώδη καί ἐπουσιώδη. Ὃλα εἶναι ἰσόκυρα καί ἀλληλένδετα γιά τήν σωτηρία μας.
Στό «Πιστεύω» τό ὁποῖο ἀπαγγείλαμε τώρα ὃλοι, ἀλλά καί στήν Θεία Λειτουργία, ὁ Ἱερεύς μᾶς προτρέπει ἀμέσως μετά, λέγοντας: «Στῶμεν καλῶς. Στῶμεν μετά φόβου. Πρόσχωμεν...». Δηλαδή μέ τίς λέξεις τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, μέ τίς ὁποῖες συγκράτησε τά ἀγγελικά τάγματα καί δέν ἀκολούθησαν τόν Ἑωσφόρο στήν πτώση του, μᾶς ἐφιστᾶ τήν προσοχή, ὥστε νά μήν ἀλλοιώσουμε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τό φρόνημά μας, ἀπό παρακοή καί ἐγωϊσμό καί ἐκπέσουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ὁ Σατανᾶς ἀπό τόν οὐρανό.
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Δεν εἶναι καιρός γιά διαμάχες καί ἐγωϊσμούς πάνω σέ ζητήματα τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς μας. Δέν εἶναι καιρός γιά διαιρέσεις καί ψυχρότητες μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ὧρα γιά ἔχθρες καί μίση στήν κοινωνία τῆς γλυκυτάτης Πατρίδος μας. Ὁ πιστός Χριστιανός πρῶτα καί πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει νά εἶναι σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη στό σύγχρονο κόσμο, ἀλλιῶς δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει οὔτε ὡς φῶς, πού θά φωτίζει καί θά θερμαίνει τόν κόσμο, οὔτε ὡς ἁλάτι, πού θά συντηρεῖ καί θά νοστιμίζει τόν κόσμο, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία Του.
Ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ μόνος ἀναμάρτητος εἶναι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ καί ἆρα ὅλοι μας φέρουμε ἀναλογικῶς εὐθύνη γιά ὅλα ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, ὅπως εὐθυνόμαστε δίχως ἄλλο καί γιά τήν παράδοση καί παραλαβή τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό γενιά σέ γενιά, στίς οἰκογένειες καί τήν κοινωνία.
Ἑορτάζοντας σήμερα καί τήν μνήμη τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, πού μαρτύρησαν στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας τό 320 μ.Χ., πέντε μόλις χρόνια πρίν τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀντιλαμβανόμαστε τό ρόλο κάθε γενιᾶς στήν παράδοση καί παραλαβή τῆς πίστεως. Κυρίως ὅμως, μέσα ἀπό τό ἀνδρεῖο φρόνημα πού ἐπέδειξε ἡ μητέρα τοῦ ἑνός ἐξ αὐτῶν, ἀντιλαμβανόμαστε καί τόν ρόλο τῶν γονέων γιά τή μετάδοση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης στά παιδιά καί τήν κατά Χριστόν μόρφωση καί παιδαγωγία, πού ὀφείλουν νά τούς δίνουν. Ἀκόμη δέ, πώς χρειάζεται νά εἴμαστε ἰδιαίτερα προσεκτικοί στά θέματα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί ζωῆς, καθώς ἀμέτρητοι Ἀδελφοί πρίν ἀπό ἐμᾶς, γνωστοί ἤ ἄγνωστοι, διέσωσαν τήν πίστη γιά χάρη μας καί γιά τη σωτηρία μας ἀκόμη καί μέ τή θυσία τῆς ζωῆς τους, γιά τούς ὁποίους σήμερα ψάλλουμε τό «Αἰωνία ἡ μνήμη».
Σήμερα, ἀνατρέχοντας 1700 χρόνια στό ἱστορικό μας παρελθόν διδασκόμαστε ἐπίσης πώς τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρά τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, τά ἀνθρώπινα λάθη ἤ πιθανούς ἀδέξιους χειρισμούς, διατηρεῖται σέ ἀλάνθαστη πορεία μέσα στή θάλασσα τοῦ κόσμου, διότι καθοδηγεῖται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί διαφυλάσσεται ἀλώβητο, γιατί εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ μας.
Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, ἔχοντας τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων καί παραλλήλως λαμβάνοντας τό μήνυμα τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, νά διαπλέουμε τό πέλαγος τῆς ζωῆς μέσα σέ αὐτό τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, μένοντας ἀμετακίνητοι στά δογματικά θέματα τῆς πίστεως καί διευθετῶντας τά θέματα τῆς ζωῆς μας μέ διάκριση, σύνεση, ἀγάπη καί κυρίως ἐπιείκεια, ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς προσευχῆς, τῆς μετανοίας καί τῆς ὑπακοῆς μας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πάντοτε μέ σκοπό τήν σωτηρία τῶνψυχῶν «ὑπέρ ᾧν Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη». Ἀμήν
Χρόνια πολλά!
Εὐχέτης πρός τόν Κύριο γιά ὅλους σας
+ Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος
Εκτύπωση
Email