
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
«Ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος τόν θάνατο ἐθανάτωσε», διακηρύσσει θριαμβευτικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ Κύριος, δηλαδή, μέ τόν θάνατό του θανάτωσε τόν θάνατο, γι’ αὐτό καί ὅλοι οἱ πιστοί γεμάτοι εὐφροσύνη «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν».
Γιορτάζουμε τήν νέκρωση τοῦ θανάτου, τήν κατάργηση τοῦ «ἐσχάτου ἐχθροῦ» μας (Α΄Κορ. ιε΄, 26), τήν κατανίκηση τοῦ τελευταίου καί πιό ἀπάνθρωπου ἐχθροῦ μας, τοῦ πικρότατου θανάτου. Ὁ θάνατος πέθανε τελειωτικά καί θά βασιλεύει πλέον γιά πάντα ἡ ζωή καί ἡ ἀθανασία.
Ὅπως γνωρίζουμε τό δηλητηριασμένο ποτό τῆς ἁμαρτίας, πού ἤπιε ὁ Ἀδάμ, εἶχε καταστροφικές καί ὀλέθριες συνέπειες. Γνώρισε ὁ ἄνθρωπος ἐμπειρικά τό φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀδοξία τοῦ πόνου καί τήν φθορά τοῦ θανάτου.
Ζοῦσε ἔτσι χωρίς καμία ἐλπίδα, μέχρι τή στιγμή πού ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος ἔσβησε πάνω στό Σταυρό μέ τό πάντιμο Αἷμα του τό ἀπειρο πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας, καί ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο του τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως «Ξεπήδησε ὁ ποταμός τῆς ἀθανασίας γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους», ἀφοῦ ἦταν ἀδύνατο νά κρατήσει ἡ φθορά «τόν ἀρχηγόν τῆς ζωῆς» (Πραξ. γ΄,15).
Ὁ Χριστός πού Ἀναστήθηκε, ἔδωσε ζωή σ’ αὐτούς πού ἦταν στά μνήματα. Καί ἀνέστησε κι ἐμᾶς. Μᾶς ἀνέστησε ἀπό τόν θάνατο, τόν ἅδη, τήν ἁμαρτία.
Πῶς νά μήν ἐκρήγνυται ἡφαίστειο χαρᾶς μέσα μας, δοξολογίας καί εὐχαριστίας στόν Ἀναστάντα·
Ὁ θεῖος Παῦλος τήν ἀλήθεια αὐτή τήν παριστᾶ μέ δύο λέξεις. Ὁ Χριστός λέει, «ἠγέρθη διά τήν δικαίωσιν ἡμῶν», ἀναστήθηκε γιά νά δικαιωθοῦμε , γιά νά ἀλλάξουμε τήν κατάστασή μας. Τίποτε. Μόνο Ἐκεῖνος. Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος «παρεδόθη διά τά παραπτώματα ἡμῶν καί ἡγέρθη διά τήν δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. Δ΄, 25). Καί στό ἐξῆς ἐμεῖς οἱ ἔνοχοι, οἱ ἀποστάτες, οἱ νεκροί ἀπό τήν ἁμαρτία, «δικαιούμεθα δωρεάν τῇ αὐτοῦ χάριτι» (Ρωμ. γ΄, 24). Δωρεάν ἡ δικαίωσή μας, δωρεάν ἡ λύτρωσή μας, δωρεάν ἡ συγχώρεσή μας, δωρεάν ἡ σωτηρία μας . Μόνο μέ τήν Χάρι Του!
Την ἀλήθεια αὐτή τήν παριστᾶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μέ τήν εἰκονογραφία της.
Ὁ Κύριος πιάνοντας τόν Ἀδάμ ἀπό τό χέρι, δέν τόν πιάνει ἀπό τήν παλάμη, ἀλλά ἀπό τόν καρπό. Καί μάλιστα ἡ παλάμη τοῦ Ἀδάμ πέφτει ἀδύναμη πρός τά κάτω. Διότι ὁ Ἀδάμ (και ἄρα ὅλοι ἐμεῖς) εἶναι παράλυτος.
Παράλυτος λοιπόν ὁ Ἀδάμ. Παράλυτη ἡ Εὔα. Παράλυτοι ὅλοι ἐμεῖς ἀπό τήν ἁμαρτία· Δεν μπορούσαμε νά κάνουμε κάτι γιά τήν σωτηρία μας. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι καί δέν θά σωθοῦμε. Θά μᾶς σώσει ὁ Ἀναστάς. Θά μᾶς τραβήξει ἐπάνω ἀπό τά μνἠματα· τά μνήματα τῶν κακιῶν μας, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ δέν ὑπάρχει θάνατος, ἀλλά ζωή καί οἱ πιστοί πού ζοῦν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μεταβαίνουν ἐκ τοῦ θανάτου πρός τήν ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ ζωή. Θάνατος ὑπάρχει ὅπου ἀπουσιάζει ὁ Ἀναστάς Ζωοδότης Κύριος. Θάνατο ζοῦν ἀπό τήν παροῦσα ζωή ὅσοι ζοῦν χωρίς Χριστό. Ὅλοι ὅσοι ζοῦν ἐδώ στήν παροῦσα ζωή ἑνωμένοι μέ τόν Ἀναστάντα Λυτρωτή εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό τόν πνευματικό θάνατο τώρα στή γῆ, ἀλλά καί ἔχουν τήν ἐγγύηση τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τό θάνατο τῆς αἰωνίου κολάσεως στήν πέρα τοῦ τάφου ζωῆ. Ἡ ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ φέρνει τόν Πνευματικό θάνατο στίς ἀνθρώπινες ψυχές. Ἐνῶ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ τό θαῦμα τῆς διαρκοῦς Ἀναστάσεως στόν ἄνθρωπο.
Ἀγαπητοί μου,
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα κάλεσμα, μία πρόσκλησις νά ἐκτινάξουμε τόν ὕπνο τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, νά πλησιάσουμε μέ πίστη τόν Ἀναστάντα Θεάνθρωπο Ἰησοῦ μας. Νά ζητοῦμε, Ἐκεῖνον! Τόν Δυνατό! τόν Ἀναστάντα! Νά προσβλέψουμε στό βλέμμα Του, ὅπως στήν εἰκονογραφία ὁ Ἀδάμ, νά Τόν παρακαλοῦμε νά ἔρθει νά μᾶς σώσει, νά μᾶς λυτρώσει. Καί θά τό κάνει. Δέν μπορεῖ νά μήν τό κάνει. Γι’ αὐτό ἀναστήθηκε, «διά τήν δικαίωσιν ἡμῶν».
Εὔχομαι σέ ὅλους σας καί τίς οἰκογένειές σας πλουσία τήν Χάριν καί τήν Εὐλογίαν τοῦ Ἀναστάντος Λυτρωτοῦ μας καί διαρκῆ τήν πνευματική Ἀνάσταση ὅλων.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Ὁ Ἐπίσκοπός Σας
† Ὁ Σάμου καί Ἰκαρίας Εὐσέβιος
† Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ EΛΕΟΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
* * *
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,
Ἐλέῳ καί δυνάμει Θεοῦ διαπλεύσαντες ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ τό πέλαγος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί φθάσαντες εἰς τό παμφαές Πάσχα, ἀνυμνοῦμεν τόν κατελθόντα μέχρις ᾍδου ταμείων καί «ἀπεργασάμενον πᾶσιν εἰσηκτόν τόν Παρά-δεισον» διά τῆς ἐκ νεκρῶν Ἐγέρσεως Αὐτοῦ Κύριον τῆς δόξης.
Ἡ Ἀνάστασις δέν εἶναι ἀνάμνησις ἑνός γεγονότος ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά «καλή ἀλλοίωσις» τῆς ὑπάρξεώς μας, «ἄλλη γέννησις, βίος ἕτερος, ἄλλο ζωῆς εἶδος, αὐτῆς τῆς φύσεως ἡμῶν μεταστοιχείωσις»[1]. Ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀνακαινίζεται ὁμοῦ μετά τοῦ ἀνθρώπου ἡ σύμπασα κτίσις. Ὅταν ψάλλωμεν τήν Γ’ ᾠδήν τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα, τό «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται», τότε διακηρύσσεται ὅτι ὁλόκληρον τό σύμπαν εἶναι στερεωμένον καί πλῆρες ἀνεσπέρου φωτός. Ὄχι μόνον διά τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά καί διά τήν ὅλην δημιουργίαν, ἰσχύει τό «πρό Χριστοῦ» καί τό «μετά Χριστόν».
Ἡ ἐκ νεκρῶν Ἔγερσις τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τόν πυρῆνα τοῦ Εὐαγγελίου, τό σταθερόν σημεῖον ἀναφορᾶς ὅλων τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλά καί τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καί τῆς εὐσεβείας τῶν Ὀρθοδόξων. Ὄντως, εἰς τό «Χριστός Ἀνέστη» συνοψίζεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ βίωσις τῆς καταργήσεως τοῦ κράτους τοῦ θανάτου εἶναι πηγή ἀνεκλαλήτου χαρᾶς, «ἐλευθέρας ἀπό τάς δεσμεύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου». «Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς ἀναστάσεως τήν πεῖραν εἰληφότα». Ἔκρηξις «χαρᾶς μεγάλης» ἡ Ἀνάστασις διαποτίζει ὁλόκληρον τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν, τό ἦθος καί τήν ποιμαντικήν δρᾶσιν, ὡς πρόγευσις τῆς πληρότητος ζωῆς, γνώσεως καί χαρᾶς τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὀρθόδοξος πίστις καί ἀπαισιοδοξία εἶναι ἀσύμβατα μεγέθη.
Τό Πάσχα εἶναι διά τόν ἄνθρωπον ἑορτή ἐλευθερίας καί νίκη κατά τῶν ἀλλοτριωτικῶν δυνάμεων, ἐκκλησιοποίησις τῆς ὑπάρξεώς μας, πρόσκλησις εἰς συνερ-γίαν διά τήν μεταμόρφωσιν τοῦ κόσμου. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθίσταται «ἕνα μεγάλο Πάσχα», ὡς πορεία πρός «τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»[2]. Τό βίωμα τῆς Ἀναστάσεως ἀποκαλύπτει τό κέντρον καί τήν ἐσχατολογικήν διάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. Αἱ βιβλικαί μαρτυρίαι περί τῆς Ἐγέρσεως τοῦ Σωτῆρος ἀνα-δεικνύουν τήν δύναμιν τῆς ἐλευθερίας τῶν πιστῶν, εἰς τήν ὁποίαν καί μόνην φανεροῦται τό «μέγα θαῦμα», τό ὁποῖον παραμένει ἀπρόσιτον εἰς κάθε κατα-ναγκασμόν. «Βουλομένων γάρ, οὐ τυραννουμένων τό τῆς σωτηρίας μυστήριον»[3]. Ἡ ἀποδοχή τῆς θείας δωρεᾶς ὡς «διάβασις» τοῦ πιστοῦ πρός τόν Χριστόν, εἶναι ἡ ἐλευθέ-ρα ὑπαρκτική ἀπάντησις εἰς τήν ἀγαπητικήν καί σωστικήν «διάβασιν» τοῦ Ἀναστάντος πρός τόν ἄνθρωπον. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[4].
Τό μυστήριον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου συνεχίζει καί σήμερον νά κλονίζῃ τάς θετικιστικάς βεβαιότητας τῶν ἀρνητῶν τοῦ Θεοῦ ὡς «ἀρνήσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας», τούς ὀπαδούς τῆς «φενάκης τῆς αὐτοπραγματώσεως χωρίς Θεόν» καί τούς θαυμαστάς τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ». Δέν ἀνήκει τό μέλλον εἰς τόν ἐγκλω-βισμόν εἰς τήν αὐτάρεσκον, συρρικνωτικήν καί κλειστήν ἐνθαδικότητα. Δέν ὑπάρχει ἀληθής ἐλευθερία χωρίς Ἀνάστασιν, χωρίς προοπτικήν αἰωνιότητος.
Πηγήν ἀναστασίμου εὐφροσύνης διά τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἐφέτος καί ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα ὑπό σύμπαντος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὁμοῦ μετά τῆς 1700ῆς ἐπετείου τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία κατεδίκασε τήν κακοδοξίαν τοῦ Ἀρείου, τοῦ «κατασμικρύναντος τῆς Τριάδος τόν ἕνα, Υἱόν καί Λόγον ὄντα Θεοῦ», καί ἐθέσπισε τόν τρόπον καθορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας διά τήν ἑορτήν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος.
Ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας ἐγκαινιάζει μίαν νέαν περίοδον εἰς τήν συνοδικήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, τήν μετάβασιν ἀπό τό τοπικόν εἰς τό οἰκουμενικόν συνοδικόν ἐπίπεδον. Ὡς γνωστόν, ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος εἰσήγαγε τόν «ἄγραφον» ὅρον «ὁμοούσιος» εἰς τό Σύμβολον τῆς πίστεως, μέ σαφῆ σωτηριολογικήν ἀναφοράν, ἡ ὁποία παραμένει τό οὐσιῶδες χαρακτηριστικόν τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, οἱ ἑορτασμοί τῆς μεγάλης ἐπετείου δέν εἶναι στροφή πρός τό παρελθόν, ἐφ᾿ ὅσον τό «πνεῦμα τῆς Νικαίας» ἐνυπάρχει ἀδιαπτώτως εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης τῆς ὁποίας συναρτᾶται μέ τήν ὀρθήν κατανόησιν καί ἀνάπτυξιν τῆς συνοδικῆς ταυτότητός της. Ὁ λόγος περί τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπενθυμίζει τά κοινά χριστιανικά ἀρχέτυπα καί τήν σημασίαν τοῦ ἀγῶνος κατά τῶν διαστρεβλώσεων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί μᾶς προτρέπει νά στραφῶμεν πρός τό βάθος καί τήν οὐσίαν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ δέ κατά τό παρόν ἔτος κοινός ἑορτασμός τῆς «Ἁγιωτάτης τοῦ Πάσχα ἡμέρας» ἀναδεικνύει τήν ἐπικαιρότητα τοῦ θέματος, ἡ λύσις τοῦ ὁποίου ὄχι μόνον ἐκφράζει τόν σεβασμόν τῆς Χριστιανοσύνης πρός τά θεσπίσματα τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ἀλλά καί τήν συνείδησιν ὅτι «οὐ πρέπει ἐν τοιαύτῃ ἁγιότητι εἶναί τινα διαφοράν».
Μέ τοιαῦτα αἰσθήματα, ἔμπλεοι τοῦ φωτός καί τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως καί ἀναβοῶντες τό κοσμοχαρμόσυνον «Χριστός Ἀνέστη», ἄς τιμήσωμεν τήν κλητήν καί ἁγίαν ἡμέραν τοῦ Πάσχα διά τῆς ὁλοψύχου ὁμολογίας τῆς πίστεως ἡμῶν εἰς τόν θανάτῳ τόν θάνατον πατήσαντα, πᾶσιν ἀνθρώποις καί ἁπάσῃ τῇ κτίσει ζωήν χαρισά-μενον Λυτρωτήν, διά τῆς πιστότητος εἰς τάς τιμίας παραδόσεις τῆς Μεγάλης Ἐκκλη-σίας καί διά τῆς ἀνυποκρίτου πρός τόν πλησίον ἀγάπης, ἵνα δοξάζηται καί διά πάντων ἡμῶν τό ὑπερουράνιον ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βκε´
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα εὐχέτης πάντων ὑμῶν.
Με τὴν δέουσα Ἐκκλησιαστική λαμπρότητα καί μεγαλοπρέπεια ἑορτάσθηκε καί ἐφέτος ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων στήν Ἱερά Μητρόπολή μας μέ ἐπίκεντρο τόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Βουρλιωτῶν Σάμου.
Ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ.κ. Εὐσέβιος χοροστάτησε κατά τόν Πανηγυρικό Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς καί Ἱερούργησε. Κατά τήν ὁμιλία του ἐπεσήμανε τήν οὐσιαστική καί βιωματική μας συμμετοχή στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί περισσότερο κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἐβδομάδος καί τοῦ Πάσχα.
Ἐξέφρασε τίς θερμές του εὐχαριστίες στόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Κωνσταντίνο Λάνδρου, ἐφημερίο τοῦ χωριοῦ, γιά τήν διοργάνωση τῆς ἑορτῆς, ὡς καὶ τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο.
Παρέστησαν Πολιτικές καί Στρατιωτικές Ἀρχές τοῦ Νησιοῦ μας καί πλῆθος εὐσεβῶν Χριστιανῶν. Ἄπαντες ἔλαβαν εὐλογία Σταυρόσχημα βάγια ἀπό κλάδους φοινίκων.
Ἀκολούθως ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, ἐπισκέφθηκε τό «4ο Σταθμὸ Ἀναφοράς» τῆς Πολεμικῆς Ἀεροπορίας, τό ὁποῖο βρίσκεται πλησίον τῶν Βουρλιωτῶν, συνοδευόμενος ἀπὸ τίς Στρατιωτικές Ἀρχές τοῦ Νησιοῦ μας. Ἀπηύθηνε Πατρικές Πασχάλιες εὐχές στούς ἐκεῖ ὑπηρετοῦντας καί προσέφερε εὐλογίες.
Τό ἑσπέρας χοροστάτησε στήν Ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου (Ὄρθρου Μ. Δευτέρας), στόν Ἱερό Ναό Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πυθαγορείου. Ὁμίλησε καί ἀνέλυσε τό Τροπάριο “Ἰδοῦ ὁ Νυμφίος ἔρχεται...”.
Σήμερα: