Ἰδίως ἄν σκεφθοῦμε, πόσο μοιάζουμε σέ αὐτούς τούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους, καθώς καί στίς μέρες μας, πολλές φορές διακρίνουμε τά ἴδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα στούς ἑαυτούς μας.
Καίτοι βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπάρχοντας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐντούτοις συνήθως μᾶς ἀποσχολεῖ μονοδιάστατα ὁ ἑαυτός μας καί ἡ βόλεψή μας. Ἔχει χαθεῖ ἡ εὐγενής ἄμιλλα, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ εὐγένεια, τό ἀνδρεῖο φρόνημα, τό θάρρος, ἡ γενναιότητα, ἡ θυσιαστική ἀγάπη. Ἔχουν χαθεῖ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα συγκροτοῦν τό ὀρθόδοξο ἦθος καί στή θέση τους ἔχει ἐγερθεῖ μόνο ἡ ὑλική-οἰκονομική εὐδαιμονία καί ἡ με κάθε τρόπο καί μέσο συντήρησή της.
Τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς κατάντιας εἶναι ὅτι, ἄν δεν ἔχουμε ἀποβάλει τον Χριστό ἀπό τη ζωή μας, τότε στην καλύτερη περίπτωση, Τον ἔχουμε τοποθετήσει στό περιθώριο! Ἔλεγε ὁ παπά Τύχων ὁ Ρῶσος, ὁ πνευματικός τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, θυμόμαστε τον Θεό μόνο στα δύσκολα, ὅπως θυμόμαστε τήν ὀμπρέλα, ὅταν βρέχει.
Ἡ σημερινή Κυριακή κοσμεῖται ἀπό την μνήμη τῆς Ἁγίας ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς. Ἡ Ἁγία Κυριακή γεννήθηκε στη Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τον Δωρόθεο και την Εὐσεβία, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή την ἀπέκτησαν κατόπιν ἐκτενοῦς προσευχῆς, την θεώρησαν ὡς δῶρο Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀφοῦ γεννήθηκε ἡμέρα Κυριακή, την ὀνόμασαν Κυριακή προς τιμήν τοῦ Κυρίου και Θεοῦ και Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κατά τον φοβερό διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ οἱ γονεῖς της πρῶτοι και ἀκολούθως κι ἡ Ἁγία Κυριακή ἔστεψαν την ἁγία βιοτή τους με μαρτυρική τελείωση. Πλήρωσαν με το αἷμα τους το ἀντίτιμο τῆς ἐπιμονῆς τους στη χριστιανική πίστη μέσα σε μια ἀντίχριστη εἰδωλολατρική κοινωνία. Ἔτσι δόξασαν τον Χριστό, ὁ Ὁποῖος τούς ἀντιδόξασε με την αἰωνιότητα στο φῶς τοῦ Προσώπου Του, καθιστώντας τους παράλληλα πρότυπα χριστιανικοῦ βίου και πολιτείας, για να παραδειγματιζόμαστε κι ἐμεῖς οἱ νεώτεροι.
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μᾶς ἐντυπωσιάζει ἡ εὐσέβεια τῶν Μαρτύρων γονέων τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, οἱ ὁποῖοι με ὑποδειγματική πίστη ἀνέμεναν ὑπομονετικά την ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στο αἴτημά τους, για να ἀποκτήσουν παιδί. Ἀναγνώριζαν, πώς ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπό το θέλημα τοῦ Θεοῦ, πεποίθηση ἡ ὁποία, ἄν και εἶναι θεμελιώδης, για την πνευματική μας προαγωγή, ἐντούτοις στους συγχρόνους Χριστιανούς, παρουσιάζεται συνήθως ἐλλιπής κι ἀδύναμη.
Συνυφασμένη με τη δυνατή πίστη τους εἶναι και ἡ γενναία ἀπόφασή τους να δώσουν το ὄνομα τοῦ Κυρίου, στο παιδί πού ἀπέκτησαν, ἀντί οἱουδήποτε ἄλλου ὀνόματος συγγενοῦς. Ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ θεώρησαν οὐρανόσταλτο σημεῖο το ὅτι ἡ θυγατέρα τους γεννήθηκε την κατ’ ἐξοχήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, κατά την ὁποία ἐνθυμούμαστε την Ἀνάστασή Του και ἑορτάζουμε το ἑβδομαδιαῖο Πάσχα. Ἄλλωστε κι ἡ ἡμέρα ὀνομάσθηκε Κυριακή, διότι κατ’ αὐτήν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς.
Ἡ ὀνομασία Κυριακή δόθηκε γιά πρώτη φορά ἀπό τόν ἅγιο εὐαγγελιστή Ἰωάννη τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος εὑρισκόμενος στήν Πάτμο συνέγραψε τήν «ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ» και στο πρῶτο κεφάλαιο σημειώνει ὅτι ἦρθε σέ πνευματική ἔκσταση τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς (βλ. Ἀποκ. α΄ 10). Μέχρι τότε ἡ Κυριακή λεγόταν ἡ μία τῶν Σαββάτων, δηλαδή «πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας μετά τό Σάββατο», ὅπως καί πάλι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέει στό Εὐαγγέλιό Του, περιγράφοντας τήν συνάντηση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ μέ τούς κλειδαμπαρωμένους ἀπό τον φόβο Μαθητές, στό ὑπερῶο τῆς Ἰερουσαλήμ (βλ. Ἰω. κ΄ 19).
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πάντοτε ξεχώριζαν και ὀφείλουν να ξεχωρίζουν την Κυριακή ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος. Ὁ τρόπος με τον ὁποῖον πολιτευόμαστε κατ’ αὐτήν την ἡμέρα, μᾶς διακρίνει ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, γιατί δείχνει κατά πόσον εἴμαστε ἐνσυνείδητοι Χριστιανοί και κυρίως ἄν χαιρόμαστε, να ὑπάρχουμε ὡς φορεῖς τῆς θείας Χάρης ἤ ἄν ἀχθοφορικῶς κουβαλᾶμε το ὄνομα και τη ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἀρκούμενοι σέ τυπικά χαρακτηριστικά και σε ἐξωτερικά θρησκευτικά γνωρίσματα.
Ἡ ἀξία και ἡ τιμή τῆς Κυριακῆς φανερώνει την διαφοροποίηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Για τον λόγο αὐτό και οἱ Ἅγιοι Κολλυβᾶδες, οἱ Πατέρες τῆς φιλοκαλικῆς Ἀναγέννησης τοῦ 18ου αἰῶνα ἔθεσαν ὡς βάση τῆς ἱεραποστολικῆς τους δραστηριότητας για την πνευματική ἀφύπνιση τῦ ὑπόδουλου Γένους μας, την τιμή τῆς ἡμέρας τῆς Κυριακῆς. Ἀγωνίσθηκαν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις για να διδάξουν και να πείσουν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς νά ἐκκλησιασιάζωνται ἀνυπερθέτως τίς Κυριακές και να κοινωνοῦν στην Κυριακάτικη θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἡ Κυριακή ὡς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἡμέρα τῆς θείας Κοινωνίας. Μάλιστα συχνά ἀφιέρωναν Μονύδρια κι ἐκκλησάκια στην Ἁγία Κυριακή, ὥστε μέσα ἀπό την Μεγαλομάρτυρα να ὑπενθυμίζουν στους Χριστιανούς την διακεκριμένη ἀξία καί τιμή τῆς Κυριακῆς ἡμέρας.
Παράλληλα συμβούλευαν τούς πιστούς να ἀποφεύγουν να τελοῦν τά μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων τους τίς Κυριακές. Εἶναι θλιβερή ἀγένεια προς τόν Δεσπότη Χριστό, να περιθωριοποιοῦμε τόν ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεώς Του, με την ὁποία μᾶς ἔσωσε και να προκρίνουμε τά μνημόσυνα και τά κόλλυβα, κλαίγοντας και λυπούμενοι για τούς πεθαμένους μας, ἐνῶ μόνο ἡ χαρά για την ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θα ἔπρεπε να γεμίζει την καρδιά μας την ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ἐξάλλου για την τέλεση τῶν Μνημοσύνων ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ὁρίσει την ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία καί εἶναι ἀφιερωμένη στους κεκοιμημένους.
Ὅλα αὐτά ἴσως δεν ἀκούγωνται εὐχάριστα, ἀλλά εἶναι ἡ ἀλήθεια. Και δεν ἀποτελοῦν τον τῦπο, ἀλλά την οὐσία τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς. Ἀκοῦμε συχνά πολλούς να ἐκφέρουν ἀπερίσκεπτες δικαιολογίες, ὅπως «ἀρκεῖ να εἶσαι καλός ἄνθρωπος», ἤ «δέν ἀσχολεῖται ὁ Θεός με αὐτά», πού φανερώνουν πώς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δεν ζοῦν τον Χριστό, ἀλλά θρησκεύουν κι αὐτό, ὅταν το θυμηθοῦν.
Ὁ ποιητής Ἀνδρέας Κάλβος στο ἔργο του «ὠδή εἰς την Σάμον», γράφει: «Θέλει ἀρετή και τόλμη ἡ ἐλευθερία». Ἀπό την σήμερα ἑορταζομένη Ἁγία Κυριακή κι ἀπό τά ὅσα με συντομία ἀναφέραμε για την τιμή τῆς Κυριακῆς, καταλαβαίνουμε την ἔννοια τῆς ἀρετῆς και τῆς τόλμης, πού χρειαζόμαστε για να ζοῦμε την ἐλευθερία τῶν παιδιῶν τοῦ Χριστοῦ, ἑνωμένοι μαζί Του, με ὁποιοδήποτε τίμημα, ζῶντας με τον πόθο τῆς ἑπομένης θείας Κοινωνίας Του. Ἀμήν.