«ΧΡΙΣΤΟΣ, ὁ ἀληθινός Θεός ἡμῶν» Κυριακή 29 Ὀκτωβρίου 2023 - Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ η΄41-56)

Συντάχθηκε στις .

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Στη σημερινή εὐαγγελική περικοπή εἴδαμε, ὅτι ὁ πόνος καί ἡ θλίψη τῆς ἀπώλειας τῆς μικρῆς του κόρης ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰαείρου καί παρότι ὡς Ἰουδαῖος καί ἀρχισυνάγωγος περιμέναμε νά ἐχθρεύεται τόν Χριστό, ἐντούτοις ἐκεῖνος Τόν προσέγγισε μέ πίστη, διότι ἀναγνώρισε στό πρόσωπό Του τόν Μεσσία, τόν Σωτῆρα δηλαδή τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό, ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς προσέπεσε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί τόν προσκύνησε, ἀποδίδοντας τήν λατρευτική προσκύνηση, ἡ ὁποία ἀπονέμεται μόνο στόν Θεό.

Ὁ Κύριος δεν ἀρνεῖται την προσκύνηση αὐτή, ἀλλά τήν ἀποδέχεται ἀφοῦ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός. Ὁ Χριστός οὐδέποτε ἀπέκρουσε τήν προσκύνησή Του, ἀλλά ὅπως σημειώνει καί ὁ Ἰωάννης δίδασκε ὅτι πρέπει νά τιμᾶται ὅπως ὁ Θεός Πατέρας: «...γιά νά τιμοῦν ὅλοι τόν Υἱό, ὅπως τιμᾶνε τόν Πατέρα, ἐκεῖνος πού δέν τιμᾶ τόν Υἱό δέν τιμᾶ καί τόν Πατέρα» (βλ. ε΄23-24)

Μέ τήν ἐδαφιαία μετάνοια ἀποδίδεται λατρευτική προσκύνηση στόν Θεό καί καλό θά εἶναι κι ἐμεῖς, ὅταν προσκυνοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, νά συνοδεύουμε τήν προσκύνησή μας μέ  μετάνοια, ἀποδίδοντας στόν Κύριο τή λατρεία μας.  Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὅτι ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος Κορνήλιος συνάντησε τόν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος τόν κατήχησε στήν χριστιανική πίστη καί τόν ἐβάπτισε, ἔσπευσε νά τόν προσκυνήσει γονατίζοντας μπροστά του, ὅμως ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε αὐτήν τήν τιμή καί τόν σήκωσε ἀμέσως ἀπό τό ἔδαφος, λέγοντάς του σέ τόνο αὐστηρό: «Σήκω ἐπάνω, ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ» (βλ. Πράξ. ι΄26).

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δεν εἶναι ὅμως ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος, ὅπως δυστυχῶς πιστεύουν οἱ αὐτοαποκαλούμενοι Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ προαιώνιος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, το δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁμοούσιος, ὁμοδύναμος και κατά πάντα ἴσος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Ὁποῖος ἀπό ἄπειρη φιλανθρωπία και συγκατάβαση ἔγινε καί τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου και Μαρίας τῆς Παρθένου, δανειζόμενος δηλαδή σάρκα ἀπό τήν Ἁγία Παρθένο, ὅπως ὁμολογοῦμε καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ γεννᾶται προαιωνίως ἀπό τόν Πατέρα ὡς Θεός. Ὡς ἄνθρωπος γεννήθηκε ὑπερφυῶς κι ὄχι σύμφωνα μέ τά ἀνθρωπίνως γνωστά, γιά νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση χωρίς τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα.

Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης μάλιστα ἀφιερώνει τήν ἔναρξη του Εὐαγγελίου του σέ αὐτήν τήν μεγάλη καί θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Δίνοντας, ἄς ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ Ὑιοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, γράφει ὅτι ὁ Λόγος ἦταν ἐξ ἀρχῆς μαζί μέ τόν Θεό καί ὅτι εἶναι Θεός κι ἔγινε κι ἄνθρωπος κι ἔζησε μαζί μας.

Οἱ ἑρμηνευτές Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά καταλάβουμε περισσότερο τήν σχέση μεταξύ Θεοῦ Πατέρα καί Θεοῦ Υἱοῦ χρησιμοποιοῦν τό παράδειγμα τοῦ ἡλίου καί λένε, ὅπως τό φῶς εἶναι μαζί μέ τόν ἥλιο καί τό φῶς εἶναι κι αὐτό ἥλιος, ἔτσι εἶναι καί ὁ Θεός Πατέρας μέ τόν Θεό Υἱό. Αὐτό τό παράδειγμα μᾶς θυμίζει καί τήν γνωστή φράση: «Φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα» στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός λοιπόν ἔχει δύο γεννήσεις: μία γέννηση ἀπό τόν Θεό Πατέρα ὡς Θεός καί μία γέννηση ἀπό τήν Παναγία ὡς ἄνθρωπος. Ἐπισημαίνουμε αὐτήν τήν διδασκαλία διότι οἱ αἱρετικοί καί κυρίως οἱ Ἰεχωβᾶδες ἀρνοῦνται πεισματικά, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός.

Παρερμηνεύουν μάλιστα μιά φράση του Ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του γιά νά στηρίξουν τήν πλάνη τους. Στόν 15ο στίχο τοῦ α΄κεφαλαίου γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου καί πρωτότοκος πάσης τῆς κτίσεως». Ἡ φράση ὅμως δέν λέει πρωτόκτιστος, ἀλλά πρωτότοκος, πού σημαίνει ὅτι ὁ Υἱός δέν κτίσθηκε, δέν δημιουργήθηκε δηλαδή, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι καί ἡ ὑπόλοιπη δημιουργία, ἀλλά ἐτέχθη δηλαδή γεννήθηκε, ὡστε ἡ σημασία τῆς λέξης πρωτότοκος σημαίνει αὐτόν, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε πρίν τήν δημιουργία καί ὄχι αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα στά κτίσματα καί δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα ἄλλο χωρίο ἐπίσης τό ὁποῖο μέ πολύ εὔγλωττο τρόπο καθιστᾶ σαφῆ τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ὅπως περιγράφεται στό 16ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου, ὅταν ὁ Χριστός ζήτησε ἀπό τους Μαθητές νά τοῦ ‘ποῦν ποιός πιστεύουν ὅτι εἶναι, ἀμέσως ὁ Πέτρος μέ τόν γνωστό του αὐθορμητισμό ὁμολόγησε λέγοντας: «Σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Ὁ Χριστός ἀποδέχθηκε αὐτήν τήν ὁμολογία, ἐπαίνεσε τόν Πέτρο καί μάλιστα ἐπεσήμανε ὅτι δέν σκέφτηκε μόνος του αὐτήν τήν ἀλήθεια, ἀλλά πώς ὁ Θεός Πατέρας τοῦ ἀπεκάλυψε αὐτήν. Ἄν τώρα ὁ Χριστός ἦταν κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τότε ὁ δέν θά παρουσίαζε τήν ἰδιότητα του Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀλήθεια ἐξ ἀποκαλύψεως. (βλ. ιστ΄16-17).

Ἀκόμη καί ἡ ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ, προφανῶς ἔγινε κατά θεία ἀποκάλυψη. Ὁ Θωμᾶς ὅπως γνωρίζουμε ἀρχικῶς δυσπίστησε στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὅταν μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ὁ ἀναστάς Κύριος τοῦ ἐμφανίσθηκε,  Τόν προσκύνησε καί ὁμολόγησε τήν πίστη του λέγοντας: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»  (βλ. Ἰω. κ΄ 28). Αὐτό πού ἴσως ὅμως δέν εἶναι γνωστό εἶναι πώς μέ τά ἴδια αὐτά λόγια: «ὁ Θεός μου καί ὁ Κύριός μου» ἀποκαλεῖ ὁ προφήτης καί βασιλιᾶς Δαβίδ τόν Θεό στόν στίχο 23 τοῦ ΛΔ (34) ψαλμοῦ. Ὑπάρχει δηλαδή πλήρης ταύτιση στήν προφώνηση τοῦ Δαβίδ πρός τόν Θεό Γιαχβέ μέ τήν προσφώνηση τοῦ Θωμᾶ πρός τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος καί ἀπό αὐτό τό χωρίο φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἕνας κι ἀληθινός Θεός: ὁ Γιαχβέ γιά τόν Δαβίδ, ὁ Κύριος καί Θεός γιά τόν Θωμᾶ καί ὅλους τούς πιστούς Χριστιανούς.

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ στήν κυριολεξία, ὅπως εἶναι καί Υἱός τοῦ ἀνθρώπου στήν κυριολεξία. Τό «Υἱός τοῦ Θεοῦ» σημαίνει πώς ἔχει πραγματική θεία φύση καί τό «Υἱός του ἀνθρώπου» σημαίνει πώς ἔχει πραγματική ἀνθρώπινη φύση.

Ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου, ὅτι ὁ Χριστός, τοῦ Ὁποίου ἔβλεπαν τήν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος τέθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό ὡς βάση καί θεμέλιο ἀσάλευτο τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ Ἐκκλησία μας ἡ ὁποία εἶναι θεανθρώπινος ὀργανισμός. Εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει στούς αἰῶνες καί θά σώζονται τά μέλη της, ἐπειδή ὁ Χριστός ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ μόνος καί ἀληθινός Κύριος καί Θεός, Σωτῆρας καί Λυτρωτής μας. Γι’αὐτό καί στό τέλος κάθε θείας Λειτουργίας ἤ ἱερᾶς Ἀκολουθίας ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει αὐτήν τήν σωτηριώδη ἀλήθεια μέ τήν εὐχή τῆς ἀπόλυσης: «Χριστός ὁ ἀληθινός Θεός ἡμῶν, ταῖς πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας καί πάντων τῶν Ἁγίων...ἐλεῆσαι καί σῶσαι ἡμᾶς ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος και ἐλήμων Θεός». Ἀμήν.

Εκτύπωση